Η χορήγηση του Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης – του ΕΚΑΣ – ανακοινώθηκε απ’ την κυβέρνηση Σημίτη, στις 6.6.1996. Στη συνέχεια, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΦΕΚ 211 Α’) ορίστηκαν τα κριτήρια και τα ποσά του ΕΚΑΣ, η οποία κυρώθηκε με το ν.2453/1997 (ΦΕΚ 4 Α’). Με το ν. 2768/1999 (ΦΕΚ 273 Α’) αναπροσαρμόστηκαν τα κριτήρια και τα ποσά και δόθηκε η δυνατότητα της αναπροσαρμογής των κριτηρίων και των ποσών, με κοινή απόφαση των υπουργών Οικονομίας και Εργασίας, απ’ την 1.1.2000 και εντεύθεν.
Το ΕΚΑΣ «πέρασε από 40 κύματα», τα κριτήρια διευρύνθηκαν και έφτασε να αποτελεί ένα σημαντικό επίδομα, για εκατοντάδες χιλιάδες χαμηλοσυνταξιούχους. Η αύξηση της συνταξιοδοτικής φτώχειας και κυρίως το «πάγωμα» των συντάξεων, από το 2010 και μετά, εκτόξευσαν τον αριθμό των δικαιούχων, με αποτέλεσμα χιλιάδες συνταξιούχοι, να εξαρτούν την επιβίωσή τους από το ΕΚΑΣ.
Μετά την μνημονιακή υπαγωγή της χώρας το 2010, οι δανειστές «έβαλαν στο μάτι» το ΕΚΑΣ, το οποίο θεωρούσαν μια προνοιακή παροχή, που έπληττε την ανταποδοτικότητα, μεταξύ εισφορών και παροχών. Το βασικό επιχείρημα της «Τρόικα» ήταν ότι, ένας συνταξιούχος, που είχε πληρώσει λίγες εισφορές, με την ενίσχυση του ΕΚΑΣ, έφτανε να λαμβάνει μεγαλύτερη σύνταξη από εκείνον, που είχε πληρώσει για 15-18 έτη, ασφαλιστικές εισφορές.
Ο πρώτος μνημονιακός ν.3863/2010, ήταν αυτός που προέβλεψε (στο άρθρο 39), τον «λογιστικό διαχωρισμό του προνοιακού τμήματος της σύνταξης» και χαρακτήρισε ρητά το ΕΚΑΣ, ως «προνοιακή παροχή».
Όπως αναφέρει η «Καθημερινή» στις 19.9.2014:
««Τέλος εποχής για το ΕΚΑΣ, που καταργείται το 2016 υπό την πίεση της τρόικας», η απόφαση ήταν οριστική:
Ισχυρές πιέσεις να καταργηθεί το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΚΑΣ) που δίνεται στο 10% των συνταξιούχων, δέχεται το υπουργείο Εργασίας από την τρόικα των δανειστών. Οι εισηγήσεις-σοκ αφορούν στην κατάργηση του επιδόματος, που πρωτο-εφαρμόστηκε το 1996 ως προνοιακή παροχή σε χαμηλοσυνταξιούχους, από το 2015….».
Η τρόικα επισημαίνει ότι, το ΕΚΑΣ δεν είναι ασφαλιστική παροχή και συνεπώς δεν μπορεί να συνεχίσει να καταβάλλεται, τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή. Επίσης, ο ν. 3863/2010, που θα εφαρμοστεί από την 1η Ιανουαρίου 2015, δεν προβλέπει την καταβολή του ΕΚΑΣ»…».
Στο περίφημο «email Χαρδούβελλη» η τότε κυβέρνηση Σαμαρά, είχε δεσμευτεί για τον επανασχεδιασμό-κατάργηση του ΕΚΑΣ. Χαρακτηριστικά η επιστολή ανέφερε ότι: «Επίσης, η κυβέρνηση δεσμεύεται να επανασχεδιάσει το ΕΚΑΣ, λαμβάνοντας υπόψη τη συνολική οικονομική και περιουσιακή κατάσταση του συνταξιούχου».
Και φτάνουμε στη συμφωνία του Ιουλίου του 2015. Εκεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δέχεται τη σταδιακή κατάργηση του ΕΚΑΣ με το ν. 4336/15, κάτι που ψήφισαν φυσικά και όλοι οι βουλευτές της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Μέσω της διαπραγμάτευσης του 2015, το ΕΚΑΣ διατηρήθηκε με σταδιακά μειωμένη καταβολή του, για μια πενταετία(ως το 2019). Ωστόσο από το 2016 και κυρίως από το 2017, αρκετοί δικαιούχοι του ΕΚΑΣ αποκτούν βαθμιαία τη δυνατότητα αντισταθμιστικών παροχών, όπως αυτές δρομολογήθηκαν από τα υπουργεία Εργασίας-Υγείας(π.χ. απαλλαγή από την φαρμακευτική δαπάνη).
Όλα τα παραπάνω φυσικά ανήκουν στην ιστορία, την οποία όμως αρκετοί, επιχειρούν να διαστρεβλώσουν.
Από την μία βρίσκονται η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι είχαν δρομολογήσει την περικοπή του ΕΚΑΣ, εμφανίζονται κατά καιρούς ως υπερασπιστές του, χύνοντας κροκοδείλια δάκρυα και από την άλλη, τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία ψέγουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για την περικοπή του ΕΚΑΣ, ενώ επί της ουσίας διαφωνούν(και ενδεχομένως ορθά, όπως θα αποδείξουμε στη συνέχεια) με τον πυρήνα της φιλοσοφίας της παροχής.
Για παράδειγμα, ο «Ριζοσπάστης» αναφέρει σε δημοσίευμα του, το όχι και τόσο μακρινό 2007:
«Το διαβόητο βοήθημα που θέσπισε το 1996, η τότε κυβέρνηση Σημίτη και εξακολουθεί να εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ, αποτελεί τον «Δούρειο Ίππο» για τη συνολική μείωση των μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών».
Ουσιαστικά η κριτική (που είναι εύλογη), «από τα αριστερά» γινόταν εξαιτίας του γεγονότος ότι, το ΕΚΑΣ λειτουργούσε «επιδοματικά», αποτρέποντας συνολικά, την αύξηση των συντάξεων. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σήμερα, όχι μόνο στις συντάξεις, αλλά και στο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, που πολλές φορές τα «επιδόματα και οι έκτακτες παροχές» χρησιμοποιούνται, για να μην υπάρχει μόνιμη και σταθερή αύξηση μισθών αλλά και συντάξεων (βλ. και «επιταγή ακρίβειας»). Με ένα επίδομα, η εκάστοτε κυβέρνηση, κρατά σε ομηρία, μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, έχοντας τη δυνατότητα να αυξομειώνει την περίμετρο κοινωνικής προστασίας, ανάλογα με τις επιδιώξεις της.
Βεβαίως, το ΕΚΑΣ, είχε και άλλες αδυναμίες. Για παράδειγμα, το γνωστό «παιχνίδι» με τα εισοδηματικά κριτήρια, άνοιγε και έκλεινε τον κύκλο των δικαιούχων, με μια απλή υπουργική απόφαση. Ουσιαστικά χωρίς νόμο, που θα έπρεπε να περάσει από την βουλή, μια απλή κανονιστική πράξη, ρύθμιζε το ζήτημα της καταβολής του επιδόματος, αφήνοντας πολλά περιθώρια για αδικίες. Υπήρχαν περιπτώσεις, που για λίγα ευρώ, αποκλειόταν κάποιος, από το ΕΚΑΣ (π.χ. επειδή έγινε μια πώληση την τρέχουσα φορολογική χρονιά ή είχε κάποια έκτακτα έσοδα).
Υπαρκτή, αν και άκρως προσχηματική, είναι και η «κατηγορία» ότι το ΕΚΑΣ, δημιουργούσε αδικίες στη βάση της αρχής της ανταποδοτικότητας. Το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας, είναι αναδιανεμητικό, με στοιχεία αναλογικής ανταποδοτικότητας και όχι ευθείας αντιστοίχισης, εισφορών και παροχών. Με λίγα λόγια, το σύστημα κάνει συνήθως αναδιανομή, υπέρ εκείνων που έχουν χαμηλότερες αποδοχές, για λόγους κοινωνικής προστασίας, των ασθενέστερων. Το σύνταγμα άλλωστε ορίζει ότι, οι Έλληνες πολίτες συμμετέχουν στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνατότητες τους.
Το ζητούμενο όμως παραμένει, δεδομένου ότι, χιλιάδες χαμηλοσυνταξιούχοι, έχουν πληγεί από την απώλεια του ΕΚΑΣ. Πως απαντά μια προοδευτική πρόταση προς την κατεύθυνση αυτή;
1. Η ενίσχυση εισοδήματος, είναι ένα κρίσιμο μέγεθος. Οι χαμηλοσυνταξιούχοι εφόσον ενισχυθούν με μόνιμες παροχές(π.χ. 13η σύνταξη) κερδίζουν πίσω, ένα τμήμα των απωλειών.
2. Οι μόνιμες και σταθερές αυξήσεις στις συντάξεις, δημιουργούν ένα δίχτυ προστασίας των χαμηλοσυνταξιούχων, που σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, βιώνουν πιο δραστικά, τις συνέπειές της.
3. Ακόμα και η επιστροφή των αναδρομικών του 11μήνου, για επικουρικές συντάξεις και δώρα, θα μπορούσε να αποτελέσει ενίσχυση των χαμηλοσυνταξιούχων, καθώς για 3 έτη θα ελάμβαναν μια σημαντική ενίσχυση(η πρόταση έχει διατυπωθεί από την αξιωματική αντιπολίτευση).
4. Παγιο αίτημα του συνδικαλιστικού κινήματος, είναι η αποκατάσταση των κατωτάτων ορίων συνταξιοδότησης, για συντάξεις γήρατος, αναπηρίας και θανάτου. Η επιλογή αυτή, είναι συμπεριληπτική και δεν δημιουργεί αδικίες. Μια τέτοια πρόταση, θα μπορούσε να επιτευχθεί με την αύξηση της λεγόμενης Εθνικής Σύνταξης και την ενίσχυση των ποσοστών αναπλήρωσης στα λιγότερα έτη, ώστε να μην υπάρχουν συνταξιούχοι, που διαβιούν, κάτω από τα όρια της φτώχειας.
5. Ιδανική επιλογή, θα ήταν η συνάρτηση των κατωτάτων ορίων ή της Εθνικής Σύνταξης του ν.4387/2016, από τον κατώτατο μισθό, ώστε να ενεργοποιηθεί αυτή η αδιάρρηκτη σχέση μισθών και συντάξεων, που δημιουργεί μια ενιαία «κοινότητα συμφερόντων» και αγωνιστικών διεκδικήσεων, μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων(θυμίζουμε ότι, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 80’ οι συνταξιούχοι συμμετείχαν στην ΓΣΕΕ!).
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι μόνιμης και σταθερής ενίσχυσης των χαμηλοσυνταξιούχων. Το ΕΚΑΣ μπορεί να λειτούργησε σαν ένα δίχτυ προστασίας και να έπαιξε σημαντικό ρόλο την τελευταία 20ετία, η επιδοματική πολιτική όμως, δημιουργεί στρεβλώσεις, αδικίες και λειτουργεί σαν μια άτυπη «ομηρία» μεγάλων κοινωνικών ομάδων, αποτρέποντας τις πραγματικές και σταθερές αυξήσεις. Η κοινωνική συνοχή απειλείται από την ακρίβεια και την ενεργειακή κρίση και η στήριξη των χαμηλοσυνταξιούχων, πρέπει να αποτελέσει πρώτη κοινωνική προτεραιότητα.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος-Εργατολόγος)