Υπάρχει διάχυτη η αίσθηση ότι στην εποχή της παντοκρατορίας των social media και της επιρροής τους στα κλασικά ΜΜΕ, έχει χαθεί ολοκληρωτικά και ανεπίστρεπτα το δικαίωμα, με την έννοια της δυνατότητας, της προστασίας της ιδιωτικής ζωής. Ότι υπάρχει μία αόρατη, απειλητική κλειδαρότρυπα ακόμα και στην κρεβατοκάμαρα, επί 24ωρου βάσεως. Κι ότι αυτόν τον «εφιάλτη» που μας έχει βρει, το απειλητικό φάντασμα που εισχωρεί ύπουλα και αδιόρατα παντού, σε κάθε πτυχή του σεντονιού που μας σκεπάζει, σε κάθε χαραμάδα του τοίχου, σε κάθε στιγμή προσωπικής απόλαυσης, αδυναμίας, κατρακύλας.
Είναι στ αλήθεια έτσι; Όλα, δηλαδή, γίνονται ερήμην μας; Είμαστε μοιραίοι και άβουλοι; Ανίσχυροι μπροστά στη λαίλαπα που σαρώνει τις στιγμές μας πρόστυχα και ανερυθρίαστα;
Μπορεί ένας άνθρωπος να προστατέψει τη ζωή του και να προστατευτεί από τα αδιάκριτα, αδηφάγα βλέμματα;
Είμαι σχεδόν βέβαιη ότι η πρώτη σκέψη είναι αρνητική.
Αν ισχύει όμως αυτό, τότε πως μια επώνυμη γυναίκα, που λόγω της πολιτικής της δράσης αλλά και του κάλλους της είναι πόλος έλξης του ενδιαφέροντος σε κάθε της βήμα, κατόρθωσε να κρατήσει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας την εγκυμοσύνη της αλλά και τη γέννηση του παιδιού της επί τρίμηνο;
Η ευρωβουλευτής του ΚΙΝΑΛ κ. Εύα Καϊλή επέλεξε να βιώσει την εμπειρία της μητρότητας αναπόσπαστη από την περιέργεια του κοινού. Και να την κρατήσει σε απόσταση ασφαλείας από την ψηφοθηρική διαδικασία.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι το πέτυχε σε μία εποχή που σχεδόν τίποτα δεν μένει κρυφό. Προφανώς συνέβαλε η καραντίνα και η απουσία προσωπικών επαφών με τους ψηφοφόρους, αλλά αυτό δε μειώνει σε τίποτα το γεγονός ότι πέτυχε το ακατόρθωτο: Να επιβάλει την προσωπική της βούληση, κόντρα στις νόρμες της εποχής!
Αρα, η λέξη κλειδί είναι η «βούληση». Αυτή που σε άλλες εποχές είχε και η Αλίκη Βουγιουκλάκη, το πλέον προβεβλημένο πρόσωπο και στόχος όλων των φωτορεπόρτερς, όταν κατάφερε να παντρευτεί κάτω από «τη μύτη» όλης της κοινωνίας τον Κύπρο Γιώργο Ηλιάδη και να το δημοσιοποιήσει η ίδια, μετά από 20 χρόνια!
Προφανώς ουδείς μπορεί να μείνει πλήρως ανεπηρέαστος από την επιρροή των social media. Εκτός κι αν επιλέξει τη ζωή «του αναχωρητή, εντός των πυλών». Μπορεί, όμως, να βάλει τα όριά του. Αν θέλει, φυσικά.
Διότι, κακά τα ψέματα, πολλοί γκρινιάζουν για τα αγενή, αδιάκριτα social και λοιπά media, αλλά οι περισσότεροι τα τροφοδοτούν οι ίδιοι ανελλιπώς και με την παραμικρή λεπτομέρεια για τη ζωή τους : Από τις φωτογραφίες των παιδιών τους (ανεπίτρεπτο, ανήθικο και επικίνδυνο), τις γαστρονομικές τους συνήθειες, τον τόπο των διακοπών, τα γεγονότα που τους θυμώνουν ή τους συγκινούν, την τελετουργία παρασκευής του φαγητού τους, το σχήμα του πιάτου που τρώνε το φαγητό τους, το εύρος του μπαλκονιού που παίρνουν τον αέρα τους, τις αγορές τους, τις αλλαγές στο status της προσωπικής τους ζωής και τα συναισθήματα που τις συνοδεύουν, ακόμα ακόμα και τη μεγάλη τους θλίψη για πρόσωπα που ουδέποτε γνώρισαν προσωπικά και σε αρκετές περιπτώσεις αγνοούσαν παντελώς τη ζωή και το έργο τους.
Οπότε, ας μην αναθεματίζουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ για το κακό που μας έχει βρει. Όσοι το επιλέγουν, ας καλοδεχτούν τη δημόσια έκθεση της προσωπικής τους ζωής ως απόρροια των επιλογών τους. Ας χαλαρώσουν για να απολαύσουν το βραδινό reality και τις ζωές άλλων μέσα από τον παραμορφωτικό φακό. Τον ίδιον με τον οποίον φωτίζουν πτυχές της δικής τους ζωής για να πετύχουν το ιδανικό «προφίλ».
(Η Έλλη Τριανταφύλλου είναι δημοσιογράφος)