Το κυβερνητικό νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας φαίνεται ιδιαίτερα αναχρονιστικό, ιδίως, σε σχέση με μια νέα ισορροπία που τείνει να διαμορφωθεί, παγκοσμίως, μεταξύ της μισθωτής εργασίας και του κεφαλαίου στη μετα-Covid εποχή. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας στοχεύει στην περαιτέρω εσωτερική υποτίμηση (μέσω της ελαστικοποίησης του ωραρίου εργασίας, της απελευθέρωσης των απολύσεων, της αποδυνάμωσης της εκπροσώπησης των δυνάμεων της εργασίας κ.α.), με σκοπό την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας με όρους κόστους εργασίας-δόγμα που κυριάρχησε την προηγούμενη δεκαετία-, σε διεθνές επίπεδο διαμορφώνεται πλέον έστω και διστακτικά μια «νέα συναίνεση», σχετικά με την αναγκαιότητα εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών για την αύξηση της απασχόλησης και κατ’ επέκταση, τη μείωση των ανισοτήτων.
Η διοίκηση Μπάιντεν, στις πρώτες εκατό μέρες της θητείας της, έχει θέσει ένα πλαίσιο πολιτικών, προτεραιότητα στο οποίο είναι η προστασία της εργασίας − όχι τα κέρδη που προέρχονται από το κεφάλαιο. Σε ακαδημαϊκό επίπεδο επίσης, η συναίνεση που τείνει να διαμορφωθεί (βλ. RodrikD, Blanchard Oed. Combating Inequality: Rethinking Government’s Role, Cambridge: MIT Press, 2021) συμπυκνώνεται στο εξής διακύβευμα: Θα υπάρχουν απλώς αρκετές θέσεις εργασίας ή θα υπάρχουν πολλές και ποιοτικές θέσεις εργασίας, θέσεις εργασίας που να παρέχουν στη μεσαία τάξη ικανοποιητικές αποδοχές, ασφαλείς συνθήκες εργασίας και αυξημένες κοινωνικές παροχές.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού αιώνα, η τεχνολογική αλλαγή είχε ως συνέπεια την αύξηση της πόλωσης στην αγορά εργασίας. Από τη μια πλευρά, δηλαδή, οι ψηφιακές τεχνολογίες έχουν μειώσει τη ζήτηση για εργαζομένους μεσαίου επιπέδου δεξιοτήτων. Έχουν όμως αυξήσει τη ζήτηση -ενός σχετικά ευάριθμου βέβαια- εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού με υψηλότερες δεξιότητες. Στο πλαίσιο αυτό, η τεχνολογική αλλαγή αποτέλεσε παράγοντα που διεύρυνε την εισοδηματική ανισότητα και οδήγησε επίσης στη μείωση του μεριδίου του εισοδήματος που προέρχεται από την εργασία στο συνολικό εθνικό εισόδημα. Στην αγορά εργασίας της Ελλάδας, ειδικότερα, εντοπίζονται ορισμένες ιδιομορφίες. Μόλις το 14,3% των εργαζομένων στον τομέα της μεταποίησης δραστηριοποιείται σε μεταποιητικούς κλάδους υψηλής τεχνολογίας (σε σχέση με το 37,5% στην ΕΕ), ενώ στη συντριπτική τους πλειονότητα οι εργαζόμενοι, συνολικά, απασχολούνται σε χαμηλής εξειδίκευσης μικρές επιχειρήσεις (το 48,5% των εργαζομένων της χώρας το 2017 απασχολούνταν σε επιχειρήσεις με έως 9 άτομα προσωπικό).
Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η νέα συναίνεση που διαμορφώνεται παγκοσμίως, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε ακαδημαϊκό, υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι η πρόσβαση σε ποιοτικές θέσεις εργασίας -όπως επίσης και στην εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη, έτσι ώστε οι άνθρωποι να έχουν τις γνώσεις και την καλή υγεία που απαιτούνται για να εργαστούν- αποτελεί το «κλειδί» για την αύξηση εισοδημάτων και την τεχνολογική ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς. Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, απαιτούνται βεβαίως τα κατάλληλα μέτρα. Τα βασικότερα από αυτά είναι η μείωση των φόρων επί της εργασίας (και η φορολογική επιβάρυνση του κεφαλαίου),η γενναιόδωρη χρηματοδότηση από τις επιχειρήσεις και το κράτος της έρευνας και της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών, η έμφαση στις πολιτικές (επανα)κατάρτισης που επιτρέπουν στους εργαζομένους (μόνιμους ή συμβασιούχους) να αποκτήσουν νέες δεξιότητες και τέλος, μέτρα που ενισχύουν την επιρροή των εργαζομένων στις επιχειρηματικές αποφάσεις. Ωστόσο, σχεδόν κανένα από τα παραπάνω μέτρα δεν περιλαμβάνεται στους σχεδιασμούς της ελληνικής κυβέρνησης για τη βελτίωση της αγοράς εργασίας.
Σε επίπεδο φορολογικής πολιτικής, ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στον Θρίαμβο της αδικίας (2020, μτφ. Α.Δ Παπαγιαννίδη, εκδ. Πόλις) των E. Saez και G. Zucman, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες προηγμένες οικονομίες, η εργασία φορολογείται με πολύ υψηλότερο συντελεστή σε σχέση με το κεφάλαιο, ενθαρρύνοντας έτσι επενδύσεις που εξοικονομούν εργασία. Δεν είναι τυχαίο ότι επί προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ, ο φορολογικός συντελεστής μειώθηκε σημαντικά. Στον αντίποδα των παραπάνω πολιτικών, ο νέος πρόεδρος Μπάιντεν σχεδιάζει να αλλάξει τη φορολογική μεταχείριση του κεφαλαίου, ώστε να εξασφαλίσει ροή χρηματοδότησης για το νέο πρόγραμμα κοινωνικών δαπανών και έργων υποδομής. Στα προτεινόμενα μέτρα περιλαμβάνεται ένας σχεδόν διπλασιασμός του φόρου επί των κεφαλαιουχικών κερδών για τα εισοδήματα άνω του 1 εκατ. δολαρίων τον χρόνο στο 39,6%.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η βάση στη φορολογία εισοδήματος είναι -σύμφωνα με την Έκθεση Πισσαρίδη- υπερβολικά επικεντρωμένη στη μισθωτή εργασία. Η υπέρμετρη επιβάρυνση των μισθωτών από φόρους και εισφορές, ειδικά στη μεσαία εισοδηματική κλίμακα, έχει αρνητικές συνέπειες στη διεθνή ανταγωνιστικότητα, στην παραμονή εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη χώρα και στα κίνητρα για επίσημη εργασία. Την ίδια στιγμή όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται πως ακολουθεί τη φορολογική πολιτική Τραμπ και όχι Μπάιντεν, αν κρίνει κανείς από τη θέσπιση της συνδυαστικής μείωσης του φορολογικού συντελεστή στα μερίσματα στο 5% και της φορολογίας των κερδών των επιχειρήσεων στο 22%.
Έτσι λοιπόν, ενώ οι ρηξικέλευθες πολιτικές του Τζο Μπάιντεν ενσαρκώνουν ιδανικά την γνωστή -πλην όμως εσφαλμένα αποδιδόμενη στον Τζον Μέιναρντ Κέινς- αποστροφή «Όταν τα δεδομένα αλλάζουν, εγώ αλλάζω γνώμη. Εσείς τι κάνετε», οι πολιτικές της κυβέρνησης Μητσοτάκη φαίνεται πως οδηγούν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα: διαιωνίζουν τις κοινωνικές αδικίες και δεν αντιμετωπίζουν τα χρόνια προβλήματα του παραγωγικού μοντέλου της χώρας.
(Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών)