Η σχέση μεταξύ του Έλληνα Πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου έχει γίνει πλέον οξεία αντιπαράθεση με προσωπικά χαρακτηριστικά, που θυμίζει όχι πολιτικούς, αλλά γειτόνισσες που μαλώνουν για το τίποτα.
Όπως μου εμπιστεύθηκε άνθρωπος που γνωρίζει καλά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις αλλά και τις προσωπικές Μητσοτάκη κι Ερντογάν, υπάρχει το τελευταίο διάστημα ένας συναγωνισμός «τρέλας». Όπερ σημαίνει ποιος θα κάνει την μεγαλύτερη παλαβομάρα έναντι στον άλλο.
Ο Ερντογάν διαθέτει πολύ μεγαλύτερη εμπειρία από τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Θα προσπεράσω τις διπλωματικές τουρκικές ικανότητες και την προσαρμοστικότητα που επιδεικνύουν ανά περίσταση και θα μείνω στο ότι, ο Τούρκος Πρόεδρος έχει «συνυπηρετήσει» με όλους τους Πρωθυπουργούς της Ελλάδας από το 2003 και μετά.
Αν εξαιρέσει κανείς τους «απολιτίκ» πρωθυπουργούς που μας φορτώθηκαν «εθνοσωτήρια» για συγκεκριμένους λόγους, Σημίτης, Καραμανλής, Παπανδρέου, Σαμαράς, Τσίπρας και Μητσοτάκης κάνουν μισή ντουζίνα πολιτικών που συναναστράφηκε και «διάβασε» ο Ερντογάν. Είτε από τη θέση του Πρωθυπουργού είτε ως Πρόεδρος της Τουρκίας.
Στην πολιτική η εμπειρία μετράει πολύ, πόσω δε στην εξωτερική πολιτική που η εμπειρία σε συνέργεια με την γνώση αναβαθμίζει το γεωπολιτικό αποτύπωμα μιας χώρας.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αν τον συγκρίνεις με τους Έλληνες πολιτικούς, θυμίζει σε πολλά τον Ανδρέα Παπανδρέου, τότε που το ΠΑΣΟΚ ήταν στα φόρτε του. Δεν είναι ιεροσυλία, ούτε έχω διάθεση να προσδώσω χαρίσματα του Ανδρέα στον Ερντογάν. Όμως αν κάνεις αντιπαραβολή στο τότε και το σήμερα, θα διακρίνει κάποιος χωρίς παρωπίδες τις ομοιότητες.
Ο Τούρκος Πρόεδρος στα σχεδόν 20 χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία κατάφερε να βρει κοινό βηματισμό με τους Έλληνες Πρωθυπουργούς. Κουμπάρος με τον Καραμανλή, ιδιαίτερες σχέσεις με τον ΓΑΠ, σεβασμό με τον Τσίπρα. Οι Σημίτης και Σαμαράς, δεν είχαν τον χρόνο (με τον Μεσσήνιο πολιτικό επιπλέον να μην έχει τη διάθεση), για να ασχοληθούν με την Τουρκία.
Το κλίμα δεν ήταν στραβό όταν ανέλαβε την εξουσία ο Μητσοτάκης στην Ελλάδα. Είχε διαμορφώσει ο Τσίπρας ένα κλίμα συνεργασίας και αλληλοσεβασμού με την τουρκική ηγεσία.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός, που αποσιώπησαν τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, ότι ο Τσίπρας δεν πετούσε για Άγκυρα, αν δεν έπαιρνε την διαβεβαίωση από την τουρκική ηγεσία για την επίσκεψη του σε Αγιά Σοφιά και Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Ακόμα και στο ζήτημα του προσφυγικού, υπήρξε συντονισμός μεταξύ των δυο κυβερνήσεων. Όμως αυτά είναι περσινά ξινά σταφύλια που έλεγαν παλιότερα.
Η πρώτη συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν στην Νέα Υόρκη στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ, ήταν ο θεμέλιος λίθος των όσων επακολούθησαν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Εντός της συνάντησης το κλίμα ήταν καλό και ανταλλάχθηκαν απόψεις, ενώ οριοθετήθηκε ένας οδικός χάρτης στις διμερείς σχέσεις. Η μόνη υποχρέωση ήταν από ελληνικής πλευράς να κατατεθούν συγκεκριμένες προτάσεις, εντός δυο μηνών για την έναρξη πιο ουσιαστικών συνομιλιών σε σειρά ζητημάτων.
Ανώτερος Τούρκος διπλωμάτης, έξω από την αίθουσα που πραγματοποιήθηκε η συνάντηση, μου μετέφερε την αίσθηση του πρώτου θετικού κλίματος, μέσω ενός ειλικρινούς διαλόγου, με την προϋπόθεση να συνεχιστεί αυτό στην πράξη το επόμενο δίμηνο, σαράντα μέρες συγκεκριμένα.
Στις συνεχόμενες οχλήσεις από την τουρκική πλευρά για την κατάθεση των προτάσεων της Ελλάδας, η απάντηση ήταν ότι δεν μπορούμε τώρα, θα τις δώσουμε αργότερα.
Η απάντηση στην ελληνική κωλυσιεργία από την Τουρκία ήρθε στα τέλη Νοεμβρίου με το τουρκολιβυκό μνημόνιο. Δυο μήνες και τρεις μέρες μετά τη συνάντηση της Νέας Υόρκης δηλαδή.
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και τον Δεκέμβριο του 2019 στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ όταν και πάλι οι υποσχέσεις της ελληνικής πλευράς αλλά και οι παλινωδίες της ΕΕ στο μεταναστευτικό έφεραν την κρίση του Έβρου.
Όπως φαίνεται από το ιστορικό τίποτε δεν έγινε τυχαία. Ο Ερντογάν δεν μπορούσε να μιλήσει μ’ έναν αναξιόπιστο κατ’ αυτόν συνομιλητή. Ακόμα κι όταν έγινε προσπάθεια τον Μάρτιο του 2020 από τον Βούλγαρο Πρωθυπουργό Μπορίσοφ να υπάρξει συνάντηση μεταξύ Μητσοτάκη Ερντογάν, δεν κατέστη δυνατόν γιατί είχε διαπιστωθεί ο θάνατος ενός πρόσφυγα-μετανάστη στον Έβρο. Κάτι που ο Ερντογάν θεώρησε ότι έγινε από τις ελληνικές αρχές.
Το κλίμα είχε ήδη επιβαρυνθεί στις διαπροσωπικές σχέσεις και τίποτε δεν έδειχνε ότι θα μπορούσε να το βελτιώσει. Όμως η επίσπευση της ελληνο-ϊταλικής συμφωνίας για την ΑΟΖ, από την Ελλάδα, άνοιξε την πόρτα για να πλησιάσουν ξανά Ερντογάν και Μητσοτάκης.
Η συμφωνία για την ΑΟΖ, ήταν στα μέτρα που ήθελε η Τουρκία για να διευθετήσει και να οριοθετήσει την ελληνοτουρκική ΑΟΖ. Για περισσότερο από ένα μήνα η τουρκική πλευρά προσπάθησε να έρθει σε επικοινωνία με τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όμως αυτό δεν κατέστη δυνατόν, οπότε μπήκαν τα μεγάλα μέσα και η Γερμανία, όπου και έγινε η γνωστή μυστική συνάντηση Καλίν Σουρανή.
Όμως και πάλι δεν υπήρξε κάποια διάθεση από την ελληνική πλευρά για να συζητήσει με την τουρκική. Και τότε βγήκε στο κουρμπέτι το Oruc Reis για να πιέσει την ελληνική πλευρά να κάτσει στο τραπέζι των συζητήσεων.
Ακόμα και όταν πλέον «σύρθηκε» με παρέμβαση τρίτων η Ελλάδα στη συνάντηση Δένδια Τσαβούσογλου στην Άγκυρα, η απίθανη εκτός ορίων διπλωματίας αντίδραση του Έλληνα ΥΠΕΞ, τα τίναξε όλα στον αέρα.
Όμως οι προσπάθειες συνεχίστηκαν για να πέσουν οι τόνοι και με την παρέμβαση των ΗΠΑ, όταν πλέον είχε ξεκινήσει ο πόλεμος στην Ουκρανία έγινε η συνάντηση του Μαρτίου μεταξύ Ερντογάν Μητσοτάκη στην Κωνσταντινούπολη. Σε μια συνάντηση όπου συζητήθηκαν πολλά με τις ευλογίες Ουάσιγκτον και Βρυξελλών. Όλα έδειχναν μέλι γάλα. Μέχρι και οι παραβιάσεις είχαν ελαττωθεί.
Η επίσκεψη Μητσοτάκη όμως στις ΗΠΑ για τους εορτασμούς των 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και τα όσα ειπώθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες, έγιναν γνωστά στην Άγκυρα κι αυτό θύμωσε και δεν εκνεύρισε τον Ερντογάν όπως γράφει ο εγχώριος τύπος.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, θεωρώ ότι δεν παρασύρεται από συναισθηματισμούς. Είναι ρεαλιστές και κοιτάζει το συμφέρον της χώρας του, δρώντας στα όρια της διεθνούς νομιμότητας.
Αυτό που δεν ανέχεται σύμφωνα με όσους τον γνωρίζουν καλά είναι η διπροσωπία. Όπως έλεγε ανώτερος διπλωμάτης, θα σε συμπαθήσει και θα σε ακούσει ο Πρόεδρος αν του μιλήσεις ευθέως κι ας είναι εναντίον του, παρά αν συμφωνείς μαζί του μπροστά του και λες ή κάνεις άλλα από πίσω του.
Όπως μεταφέρουν πηγές από την Άγκυρα κι άνθρωποι που γνωρίζουν τα ελληνοτουρκικά, η αντιπαράθεση δεν είναι πλέον διμερής αλλά προσωπική.
Όταν ο Ερντογάν λέει «Μητσοτάκης γιοκ», σημαίνει ότι πλέον είναι αναξιόπιστος συνομιλητής για τον Τούρκο Πρόεδρο. Εξάλλου τον βολεύει τώρα που ξεκίνησε η προεκλογική περίοδος και η ένταση στο εσωτερικό της Τουρκίας έχει αυξηθεί από την αντιπολίτευση με στόχο την Ελλάδα.
Ο Τούρκος Πρόεδρος πιστεύει στη διμερή συνεργασία με την Ελλάδα και την θέλει. Βέβαια με τους δικούς του όρους, καθώς ο Μητσοτάκης στα τρία σχεδόν χρόνια που κυβερνά, ποτέ δεν έβαλε τους δικούς του.
Τα περί κυριαρχίας και διεθνούς δικαίου που επικαλείται μόνιμα τόσο ο Έλληνας Πρωθυπουργός όσο και ο Υπουργός Εξωτερικών του, είναι η στάχτη που καλύπτει την ανικανότητα και την ανεπάρκεια να φανεί η Ελλάδα ότι μπορεί να διεκδικήσει τα δικά της συμφέροντα.
Τα προβλήματα λύνονται όταν τα έχεις μελετήσει καλά και τα γνωρίζεις, ώστε να μπορέσεις να βρεις την λύση. Όσο τ’ αφήνεις να σέρνονται τόσο πιο εύκολα τα προβλήματα σε νικάνε.
(Ο Σπύρος Σιδέρης είναι δημοσιογράφος)