Η φράση «Είναι η οικονομία ανόητε» («It’stheeconomy, stupid») είναι γνωστή από την προεκλογική καμπάνια του Μπιλ Κλίντον το 1992. Το πόσο πετυχημένη υπήρξε αυτή η φράση, φαίνεται από το γεγονός ότι πολύ συχνά επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο, όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά σχεδόν παντού στον κόσμο.
Ενόψει μάλιστα της προεκλογικής περιόδου στην Ελλάδα, που πρακτικά έχει εκκινήσει,και καθώς οι εκλογές εδώ κερδίζονται ή χάνονται με κύριο διακύβευμα την οικονομία, η φράση αυτή είναι εξαιρετικά επίκαιρη και σήμερα στη χώρα μας.
1. Η οικονομία χθες και σήμερα
Η ελληνική οικονομική κρίση του 2009-2010, έχει τις ρίζες της στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, τις δεκαετίες του «εκσυγχρονισμού» και της λεγόμενης «επανίδρυσης του κράτους». Οι επιλογές αυτών των δεκαετιών οδήγησαν, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, στα μνημόνια της δεκαετίας του 2010.
Η βίαιη προσαρμογή της οικονομίας και της κοινωνίας σε νέα δεδομένα, ως διακηρυγμένο στόχο είχε να παράγει αναπτυξιακά αποτελέσματα και να οδηγήσει στη δημιουργία μιας ανθεκτικής και ανταγωνιστικής οικονομίας, ικανής να δίνει ευκαιρίες στους πολίτες της. Είναι όμως έτσι σήμερα; Κατάφερε η ελληνική οικονομία, σχεδόν δώδεκα χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, να αλλάξει χαρακτηριστικά και δυνατότητες;
Για να απαντηθεί το ερώτημα, σκόπιμο είναι να γίνει μια συνοπτική παρουσίαση μερικών μακροοικονομικών δεδομένων που επηρεάζουν το σύνολο της οικονομίας.
ΑΕΠ
Το ΑΕΠ της χώρας (σε τρέχουσες τιμές) το 2009 ήταν περίπου 237,5δισ. ευρώκαι μέχρι το 2019 είχε χάσει περίπου το 23% της αξίας του, φτάνοντας περίπου στα 183,2δισ. ευρώ. Το κλείσιμο του 2021 δείχνει ότι το ΑΕΠ θα κινηθεί λίγο χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2019, κοντά στα 182,8 δισ. ευρώ.(Δεν θα ήταν σωστό να συγκρίνουμε με το 2020, αφού λόγω πανδημίας υπήρξε καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας).
Δημόσιο χρέος
Το 2010, χρονιά που εφαρμόστηκε το πρώτο μνημόνιο, το δημόσιο χρέος ανήλθε περίπου στο 147,5% του ΑΕΠ ή, σε απόλυτα νούμερα, περίπου σε 330 δισ. ευρώ (ενώ ήταν περίπου 126,7% του ΑΕΠ και 301 δισ. ευρώ το 2009). Το 2021, το δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 388 δισ. ευρώ και το 212% του ΑΕΠ.
Η διαφορά σε σχέση με την περίοδο 2009-2010, είναι και στα ποιοτικά χαρακτηριστικά του δημόσιου χρέους, αφού πλέον είναι μακροπρόθεσμης λήξης και έχει περάσει στο μεγαλύτερο ποσοστό του «από τον ιδιωτικό στον επίσημο τομέα», όπως αναφέρει ο ΟΔΔΥ στην ετήσια ενημερωτική Έκθεση του 2020,κάτι που με απλά λόγια, σημαίνει ότι χρωστάμε πλέον όχι σε ιδιωτικές τράπεζες αλλά σε διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς.
Ιδιωτικό χρέος
Συνολικά το ιδιωτικό χρέος σήμερα ανέρχεται περίπου στα 250 δισ. ευρώ και αποτελείται από οφειλές πολιτών στην εφορία, στα ασφαλιστικά ταμεία, σε κόκκινα δάνεια σε τράπεζες και funds αλλά και μεταξύ ιδιωτών, ενώ το 2010 το ιδιωτικό χρέος ήταν περίπου το μισό του σημερινού.
Η αναφορά στο ιδιωτικό χρέος είναι σημαντική, καθώς από πολλούς θεωρείται το επόμενο μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, δεδομένου μάλιστα ότι είναι αρρύθμιστο και ουσιαστικά χωρίς προστασία για τους πολίτες (τα προγράμματα ΓΕΦΥΡΑ έχουν στηρίξει την οικονομία με λίγο λιγότερο από 300 εκ. ευρώ).
Ανεργία
Το Δεκέμβριο του 2010 η ανεργία πλησίαζε το 15% ενώ τα απόμενα χρόνια σκαρφάλωσε σχεδόν μέχρι το 30%. Σήμερα δείχνει να σταθεροποιείται στο 12%-13%, μια εξέλιξη προβληματική αφού αυτό σημαίνει ότι ανά πάσα στιγμή περίπου 750.000 πολίτες είναι άνεργοι, με μεγάλο μέρος εξ΄αυτών να είναι νέοι και με την ανεργία των νέων να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της ΕΕ, πάνω από το30%.Μάλιστα, αν κάποιος αθροίσει τους απασχολούμενους, τους άνεργους και τους μη ενεργούς πολίτες το 2010 θα βρει ένα νούμερο περίπου 8,3 εκ. πολίτες.
Το ίδιο νούμερο το 2021 ήταν 7,85 εκ. πολίτες, κάτι που αποτυπώνει σε ένα βαθμό και το φαινόμενο του λεγόμενου “braindrain”, αφού σύμφωνα με το Οικονομικό Δελτίο του Ιουλίου του 2016 της ΤτΕ «Σωρευτικά, μεταξύ των ετών της κρίσης 2008- 2013,427 χιλιάδες μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδος εξήλθαν μόνιμα από τη χώρα».
Κατώτατος μισθός
Τον Ιούλιο του 2011 ο κατώτατος μισθόςαυξήθηκε φτάνοντας τα 751,39 ευρώ (για 12 πληρωμές). Την επόμενη χρονιά μειώθηκε στα 586,08 ευρώ και έμεινε σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα μέχρι τον Ιανουάριο του 2019.Τότε, για πρώτη φορά έπειτα από 7 σχεδόν χρόνια, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε κατά 11% και καταργήθηκε ο περιβόητος «υπό-κατώτατος» μισθός για τους νέους κάτω των 24 ετών (πραγματική αύξηση περίπου 25%), φθάνοντας στα 650 ευρώ. Σήμερα, μετά την πρόσφατη αύξηση βρίσκεται στα 713 ευρώ.
Πληθωρισμός – επιτόκια
Στο τέλος του 2010 ο πληθωρισμός προσέγγιζε το 5% και σήμερα, αφού μεσολάβησε μια μακρά περίοδος χαμηλού πληθωρισμού, έχει φτάσει σε υψηλά σχεδόν τριαντακονταετίας, αγγίζοντας το 10,2%(αναμένονται τα στοιχεία του Μαΐου, όπου προβλέπεται ότι ο πληθωρισμός θα αγγίζει το 11,5%)με αποτέλεσμα την «εξαφάνιση» τηςαύξησης του κατώτατου μισθού.
Παράλληλα, ενδεικτική είναι η ανακοίνωση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, αναφορικά με την επερχόμενη διπλή αύξηση των επιτοκίων, ώστε να περιοριστεί η πληθωριστική πίεση, κάτι που όμως αναμένεται να έχει επίδραση στις επενδύσεις και στο ρυθμό ανάπτυξης. Παράλληλα, τα υψηλά επίπεδα πληθωρισμού σε συνδυασμό με την υψηλή ανεργία δημιουργούν προϋποθέσεις για εκδήλωση φαινόμενου στασιμοπληθωρισμού, με συνεπακόλουθο την περεταίρω πίεση στην ελληνική οικονομία.
Σχηματισμός κεφαλαίου
Ο ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου, με άλλα λόγια το τμήμα του ΑΕΠ που επενδύεται σε μια οικονομία και δεν καταναλώνεται, από το 2010, όταν ήταν περίπου 40,3δισ. ευρώ, συστηματικά μειωνόταν μέχρι το 2014,όταν μόλις μετά βίας ξεπέρασε τα 21δισ. ευρώ.
Την περίοδο που ακολούθησε από το 2015 μέχρι και το 2021 παρατηρείται μια ακανόνιστη αυξητική τάση, αν και το σύνολο του ακαθάριστου σχηματισμού κεφαλαίου το 2021 (περίπου 32,6 δισ. ευρώ)υπολείπεται πάνω από 19% σε σχέση με το 2010 και οι εξελίξεις σε πληθωρισμό και επιτόκια αναμένεται να παίξουν καθοριστικό ρόλο.
Εμπορικό ισοζύγιο
Το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, δηλαδή η διαφορά μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών, εξακολουθεί να είναι ελλειμματικό από την αρχή της κρίσης το 2010 (έλλειμμα περίπου 28,4 δισ. ευρώ) μέχρι και σήμερα (έλλειμμα περίπου 24,3δισ. ευρώ ) παρά τη σημαντική τόνωση των εξαγωγών που παρατηρήθηκε.
Φορολογικά έσοδα
Τα φορολογικά έσοδα το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2010 κατακρημνίστηκαν, αποτέλεσμα της παράλληλης αύξησης των φορολογικών βαρών και της περιστολής των εισοδημάτων που είχαν επιβληθεί λόγω μνημονίων, από περίπου 51 δισ. ευρώ το 2010 σε περίπου 43,6 δισ. ευρώ το 2015, δημιουργώντας συνθήκες ασφυξίας στην οικονομία. Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010, ο μέσος όρος των φορολογικών εσόδων κινήθηκε στα επίπεδα των 48 δισ. ευρώ, επιτρέποντας την υλοποίηση πολιτικών στήριξης των εισοδημάτων και της κοινωνικής συνοχής (πχ 13η σύνταξη).
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα η απάντηση στο αρχικό ερώτημα, αν δηλαδή έπειτα από μια δεκαετία μνημονίων η ελληνική οικονομία βγήκε δυνατότερη και ανθεκτικότερη, η απάντηση είναι μάλλον αρνητική, αφού πρακτικά κανένα μέγεθος της ελληνικής οικονομίας δεν έχει βελτιωθεί ουσιαστικά. Είναι φυσικά κατανοητό ότι η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε δύσκολη θέση μετά από την υγειονομική κρίση αλλά και με τον πόλεμο στην Ουκρανία να έχει μεγάλες οικονομικές συνέπειες.
Όμως η ελληνική οικονομία παρουσιάζει συνολικά προβληματική εικόνα στους περισσότερους επιμέρους δείκτες και μετά από μια «χαμένη» δεκαετία ύφεσης, χαλάρωσης των εργασιακών σχέσεων, ιδιωτικοποιήσεων, σκληρών και βίαιων μεταρρυθμίσεων, εσωτερικής υποτίμησης και απορρύθμισης των αγορών, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει τα ίδια, αν όχι και χειρότερα, προβλήματα και προκλήσεις που αντιμετώπιζε στην αρχή της δεκαετίας του 2010. Ευλόγως γεννάται ένα δεύτερο ερώτημα, τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα;
2. Τα μνημόνια
Δεν υπάρχουν καλά και κακά μνημόνια αλλά μόνο αχρείαστα μνημόνια, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι τα χρήματα που έλαβε η Ελλάδα από τις τρεις μνημονιακές συμβάσεις ξεπερνούν τα 240 δισ. ευρώ, ποσό που πρακτικά κάλυπτε το 80% του δημόσιου χρέους της χώρας το 2009, για να βρισκόμαστε τελικά σήμερα στο ίδιο σημείο που ήμασταν το 2010. Υπάρχουν όμως ποιοτικές διαφορές μεταξύ των τριών μνημονίων που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα και οφείλουν να τονιστούν.
Αν και το θέμα «μνημόνια» είναι αδύνατο να παρουσιαστεί σε μια παράγραφο, υπάρχει μια γενικότερη αντίληψη και όχι άδικα, ότι η εφαρμογή των μνημονίων στη χώρα μας λειτούργησε όχι προς όφελος της πλειονότητας της κοινωνίας αλλά προς όφελος των διεθνών αγορών και των δανειστών.
Αυτή η άποψη ενισχύεται από το ότι η ψήφιση των μνημονίων από την ελληνική Βουλή είχε ως βασικά αποτελέσματα, μεταξύ πολλών άλλων, α) τη μετατροπή του ιδιωτικού χρέους σε επίσημο χρέος προς τους θεσμούς (και επομένως την διάσωση των ξένων τραπεζών, funds κλπ. όπως και την ακύρωση της δυνατότητας «κουρέματος» του χρέους), β) το κούρεμα των ομολόγων ιδιωτών (το γνωστό και ως PSI που εκ του αποτελέσματος κρίνεται ότι μάλλον λίγα πρόσφερε στην ελληνική οικονομία, αλλά έπληξε βαριά τους Έλληνες μικρό-ομολογιούχους) και γ) το «στραγγάλισμα» της ελληνικής οικονομίας με την ύφεση, τα «λουκέτα», την ανεργία & την κατακρήμνιση εισοδημάτων και αγοραστικής δύναμης Αποτελέσματα δηλαδή που μόνο ως αναπτυξιακά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.
Τα πρώτα δύο μνημόνια, ήταν αποτέλεσμα επιλογών δεκαετιών του παλιού δικομματικού συστήματος, εκείνου δηλαδή του τμήματος της πολιτικής ζωής της χώρας που εξαρχής χρεώνεται την κακή πορεία της ελληνικής οικονομίας λόγω κακών χειρισμών και επιλογών και που φυσικά είναι εξολοκλήρου υπαίτιο για την τελική κατάρρευση της περιόδου 2009-2010.
Ήταν προφανώς δύσκολο όσοι δημιούργησαν το πρόβλημα να αποτελέσουν και μέρος της λύσης του. Το τρίτο μνημόνιο ήταν αποτέλεσμα μιας προσπάθειας διαπραγμάτευσης, από μια κυβέρνηση που κλήθηκε να σώσει τη χώρα σε μια συγκυρία καταστροφής. Εξ ’ορισμού όμως, τα περιθώρια ελιγμών το 2015 ήταν περιορισμένα, αφού οι «κανόνες εμπλοκής» ήταν από πριν αποφασισμένοι, το διεθνές περιβάλλον αρνητικά προδιατεθειμένο και όλοι οι κρίσιμοι διεθνείς «παίκτες» είχαν πλέον βελτιώσει τη θέση τους σε σχέση με την αρχική κατάσταση του 2010 και η οικονομία της χώρας μας είχε από καιρό πάρει μια κατεύθυνση που δεν άλλαζε.
Αν και τα μνημόνια όντως αποσόβησαν μια επίσημη χρεοκοπία, το κόστος για την ελληνική οικονομία και κοινωνία ήταν δυσανάλογο και δεν κατάφεραν να θεραπεύσουν θεμελιώδη ζητήματα της ελληνικής οικονομίας, αντίθετα συνέβαλαν στη φτωχοποίηση μεγάλου μέρους του ελληνικού λαού, μέσω της υπερφορολόγησης και της μείωσης των μισθών.
3. Η επόμενη μέρα
Η επόμενη μέρα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία φαντάζει και είναι δύσκολή, αφού τα τελευταία χρόνια οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές των ιδιωτικοποιήσεων και της συρρίκνωσης του κράτους πρόνοιας, έχουν αφήσει το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών απροστάτευτο.
Οι εργασιακές σχέσεις δέχθηκαν πλήγμα, η αγορά εργασίας απορρυθμίζεται, δημόσιοι οργανισμοί οδεύουν ταχέως προς ιδιωτικοποίηση(με τελευταίο παράδειγμα τη ΔΕΗ), η δημόσια παιδεία υποβαθμίζεται, η δημόσια υγεία κινείται προς λογικές ΣΔΙΤ και ΝΠΙΔ με μόνη την πανδημία να έχει επί της ουσίας «σώσει» τον εθνικό χαρακτήρα του ΕΣΥ, η αγοραστική δύναμη των πολιτών έχει μειωθεί δραματικά με έρευνες να τονίζουν ότι ο μισθός για ένα στα δύο νοικοκυριά επαρκεί για τις δεκαεννιά μέρες του μήνα ενώ την ίδια στιγμή η φορολογία για τους έχοντες και κατέχοντες μειώθηκε, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την κατάργηση του φόρου γονικής παροχής έως 800.000 ευρώ. Οι απαντήσεις στο ερώτημα «τι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα για να μείνει η κοινωνία όρθια;» είναι απλές και ξεκάθαρες:
Το ράλι ακρίβειας που, από το καλοκαίρι του 2021, βιώνουμε έχει σε μεγάλο βαθμό τις ρίζες του στην αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος και των καυσίμων. Σε αυτό το πλαίσιο η επαναφορά της ΔΕΗ υπό δημόσιο έλεγχο (κάτι που όμως υπό τις παρούσες διαμορφωμένες συνθήκες, απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και δεν μπορεί να γίνει άμεσα), αλλά και η επανεξέταση της πολιτικής απολιγνιτοποίησης όχι ως προς την ουσία της (που είναι σωστή) αλλά ως προς τον χρονικό της ορίζοντα (που αποδείχθηκε ανεξήγητα βιαστικός και κόστισε πολύ), είναι απαραίτητες κινήσεις ώστε να μπορεί η ΔΕΗ να διαδραματίσει τον απαραίτητο ρόλο της για την οικονομία και την κοινωνία.
Ταυτόχρονα η μείωση του ΕΦΚ στα όρια που η ΕΕ επιτρέπει, θα αποσυμπιέσει το κόστος των μεταφορών, κάτι που θα αποτυπωθεί και στις τιμές των προϊόντων.
- Ο κατώτατος μισθός πρέπει να αυξηθεί, όχι στα 800 ευρώ μεικτά αλλά στα 800 ευρώ καθαρά, ώστε να μπορούν οι νέοι άνθρωποι όχι να σχεδιάζουν το μέλλον τους (δεν φτάνουν ούτε τα 800 ευρώ το μήνα για κάτι τέτοιο), αλλά τουλάχιστον να καλύπτουν τις καθημερινές ανάγκες τους. Στο ίδιο πλαίσιο τοποθετείται και η εκ νέου λειτουργία του ΣΕΠΕ αλλά και η εξέταση του 35ώρου ή ακόμα και της εβδομάδας τεσσάρων εργάσιμων ημερών ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
- Καθώς πάνω από το 95% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι μικρές και μικρομεσαίες, βασική πολιτική στόχευση πρέπει να είναι η στήριξη αυτών των επιχειρήσεων αλλά και του αγροτικού κόσμου, ώστε να στηριχτεί η οικονομία αλλά και η πρωτογενής παραγωγή (όπου η χώρα μας έχει πρόβλημα, κάτι που αναδείχθηκε από τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία). Σημαντικές πρωτοβουλίες θα είναι η διαγραφή του χρέους που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, αλλά και η ενεργοποίηση της Αναπτυξιακής Τράπεζας με στόχο τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας μέσω και των κεφαλαίων του ταμείου ανάκαμψης.
- Η στήριξη του ΕΣΥ και η προάσπιση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας, είναι εκ των ων ουκ άνευ, κάτι που αποδείχθηκε άλλωστε με την πανδημία.
- Ομοίως αναγκαία είναι η αντιμετώπιση του στεγαστικού προβλήματος, που πλέον έχει εξελιχθεί σε μάστιγα, και η στήριξη εκείνων που αδυνατούν να πληρώσουν για την εξασφάλιση στέγης.
- Η στροφή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας προς την αυτάρκεια (μέσω της στήριξης της σύγχρονης αγροτικής παραγωγής) και την προστιθέμενη αξία (μέσω της στήριξης καινοτομιών με σημαντικό οικολογικό αποτέλεσμα πχ κυματική ενέργεια, ενεργειακές κοινότητες, αλλά και τεχνολογιών όπως η τεχνητή νοημοσύνη, το IoT, η νανοτεχνολογία, τα νέα υλικά, η γενετική, η ηλεκτροκίνηση κλπ.) είναι οι δύο δρόμοι που αν ακολουθηθούν ταυτόχρονα θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες που είναι απαραίτητες για την οικονομική και κοινωνική ευημερία.
- Τέλος, η υιοθέτηση ενός προοδευτικού και δίκαιου φορολογικού συστήματος, που δεν θα αλλάζει κάθε ένα ή δύο χρόνια (ή όποτε αλλάζει κυβέρνηση), είναι απαραίτητη προκειμένου να προσδώσει σοβαρότητα, ελκυστικότητα αλλά και αξιοπιστία στην ελληνική οικονομία.
Ο δρόμος για την ανάπτυξη δεν είναι εύκολος ούτε και σύντομος, αφού δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις και κάθε πρόταση απαιτεί χρόνο και επιμονή στην εφαρμογή της ώστε να γίνουν ορατά τα ευεργετικά της αποτελέσματα. Με εφόδια όμως την προοδευτική σκέψη, το σωστό σχεδιασμό και τη σωστή τεχνοκρατική αντίληψη, με πυξίδα το κοινωνικό συμφέρον και μακριά από τις ιδεοληψίες περί ελεύθερης και αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, που μόνο προβλήματα έχουν δημιουργήσει, μπορούν να επιτευχθούν οι συνθήκες εκείνες που είναι απαραίτητες για την ανάκαμψη.
(Ο Κωνσταντίνος Βαλσαμάκης, ΜΒΑ, MSc, Απόφοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, ανεξάρτητος συνεργάτης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)