Είναι γνωστό ότι οι θεαματικές μεταβολές στην αξία του πιο «διάσημου» κρυπτονομίσματος, του bitcoin, αλλά και οι επιδιώξεις παγκόσμιων εταιρειών ψηφιακής τεχνολογίας, όπως της Facebook, να εκδώσουν το δικό τους κρυπτονόμισμα, έχουν προκαλέσει έντονες ανησυχίες στις εθνικές κυβερνήσεις και τις ρυθμιστικές αρχές.
Συγκεκριμένα, ο βασικός προβληματισμός προκύπτει από το ότι -για πρώτη φορά στην εποχή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης- οι διάφορες μορφές του σύγχρονου ιδιωτικού χρήματος απειλούν να υποκαταστήσουν τις παραδοσιακές μορφές χρήματος και κατ’ επέκταση να αμφισβητήσουν τον πυρήνα της νομισματικής κυριαρχίας των κρατών που είναι το κρατικό χρήμα. Σε αντίθεση με το κρατικό χρήμα, τα εικονικά νομίσματα δεν διαθέτουν τις αναγκαίες εγγυήσεις που διασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στη διατήρηση της αξίας τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατο να υποκαταστήσουν πλήρως το κρατικά εγγυημένο νόμιμο χρήμα και τις πολλαπλές λειτουργίες του. Γενικά, ένα νόμισμα πρέπει να αποτελεί, εκτός των άλλων, αξιόπιστο μέσο αποθήκευσης της αξίας, ώστε να διατηρείται σταθερή η πραγματική καταναλωτική δύναμη των πολιτών.
Όπως καταδεικνύεται, όμως, και από τις έντονες διακυμάνσεις της τιμής του «βασιλιά» των κρυπτονομισμάτων bitcoin, η υψηλή μεταβλητότητα της τιμής των κρυπτονομισμάτων συνολικά ενέχει σημαντικούς κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Αυτό συμβαίνει, διότι, στο πλαίσιο της αποκεντρωμένης δομής και λειτουργίας των κρυπτονομισμάτων, η εμπέδωση της εμπιστοσύνης εκφεύγει πλέον από τις κεντρικές αρχές και διαμοιράζεται μεταξύ των ίδιων των χρηστών. Με αυτό τον τρόπο, η αποκεντρωμένη ψηφιακή τεχνολογία (blockchain) καθιστά περιττή την ανάγκη ύπαρξης ενδιάμεσων προσώπων. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό, ενώ παρουσιάζεται -θεωρητικά- σαν το μεγαλύτερο προτέρημα αποτελεί στην πραγματικότητα τη σημαντικότερη αδυναμία τους. Επομένως, τα κρυπτονομίσματα λειτουργούν ουσιαστικά ως μια ψηφιακή μονάδα αξίας που μπορεί να ανταλλάσσεται ηλεκτρονικά αλλά δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να εξομοιωθούν με το νόμιμο παραστατικό χρήμα.
Όλα τα παραπάνω, λοιπόν, καταδεικνύουν το πλήθος των κινδύνων που εγκυμονεί η ανεξέλεγκτη επέκταση των κρυπτονομισμάτων στην παγκόσμια οικονομία. Παρά ταύτα, η ρύθμισή τους αποτελεί, έως σήμερα, ένα δύσκολο εγχείρημα για τις αρμόδιες αρχές. Ο αμφίσημος ορισμός του εικονικού νομίσματος επιτρέπει αντιφατικές ερμηνείες για τις λειτουργίες του, πράγμα που οδηγεί εντέλει σε αναποτελεσματικές ρυθμιστικές πολιτικές. Για παράδειγμα, ορισμένες έννομες τάξεις ταξινομούν τα εικονικά νομίσματα στην κατηγορία του χρήματος εν τη ευρεία εννοία (μέσα πληρωμής), ενώ άλλες τα αντιμετωπίζουν ως επενδυτικό προϊόν ή εμπόρευμα. Στην περίπτωση της Ευρώπης, για παράδειγμα, διάσταση απόψεων για τον χαρακτήρα των κρυπτονομισμάτων παρατηρείται μεταξύ της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που τα χαρακτηρίζει μέσα συναλλαγών, και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία τηρεί άκρως αυστηρή στάση σχετικά με οποιαδήποτε υπόνοια εξομοίωσής τους με το νόμιμο χρήμα.
Συνεπώς, το δύσκολο καθήκον της διαφύλαξης του πυρήνα της νομισματικής κυριαρχίας των εθνικών κρατών από τους διαβρωτικούς ανέμους της ανεξέλεγκτης τεχνολογικής και χρηματοοικονομικής καινοτομίας έχουν επωμιστεί οι κεντρικές τράπεζες, ως θεματοφύλακες της διατήρησης της αξίας του νόμιμου κυκλοφορούντος χρήματος. Προς αυτή την κατεύθυνση, είναι σημαντική η συντονισμένη δέσμευση που έχουν αναλάβει κάποιες από τις σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες, με σκοπό την έκδοση ψηφιακού χρήματος. Οι βασικοί στόχοι μιας τέτοιας πρωτοβουλίας είναι η μείωση του κόστους των συναλλαγών, η ταχύτερη και ευκολότερη χρηματοδότηση επιχειρήσεων και τραπεζών σε περίπτωση κρίσης χωρίς την απαραίτητη μεσολάβηση των κεντρικών τραπεζών, η διαθεσιμότητα επαρκών μέσων πληρωμών ακόμα και σε περιόδους φυσικών καταστροφών, πολέμων, πανδημιών, η πρόληψη οικονομικών εγκλημάτων και η διευκόλυνση της άσκησης νομισματικής πολιτικής.
Επιπρόσθετα, τα ψηφιακά νομίσματα θα λειτουργούν κατ’αρχήν ως μέσα πληρωμών και δευτερευόντως ως επενδυτικά μέσα ή μέσα αποθήκευσης αξίας, λόγω των πολλαπλών επιπτώσεων που πιθανώς να έχει μια τέτοια επιλογή. Ο κίνδυνος, για παράδειγμα, από μια μαζική στροφή των καταθετών προς τα ψηφιακά νομίσματα θα αποδυνάμωνε τους ισολογισμούς των εμπορικών τραπεζών. Επίσης, σε ένα ακραίο σενάριο όπου όλοι οι πολίτες θα είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν καταθέσεις όψεως στις κεντρικές τράπεζες, η βασική συνέπεια για το τραπεζικό σύστημα θα ήταν η μετατόπιση προς το μοντέλο τραπεζικής με πλήρη αποθεματικά.
Ωστόσο, η αποτροπή των όποιων κινδύνων ή απότομων μεταβολών μπορεί να επιτευχθεί μέσω του προσεκτικού και σταθμισμένου σχεδιασμού των ψηφιακών νομισμάτων, στο πλαίσιο του οποίου μπορούν να υιοθετηθούν μέτρα όπως αυτό της θέσπισης διαφορετικών επιτοκίων από τις καταθέσεις και των ελέγχων στη νομισματική τους κυκλοφορία. Σε τελευταία ανάλυση πάντως, το βασικό ζητούμενο είναι διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2007/8 και η σοβούσα πολλαπλή κρίση που έχει προκαλέσει η πανδημία του κορωνοϊού έχουν καταδείξει τη σημασία της ύπαρξης αυτής της μορφής του δημόσιου αγαθού, το οποίο μπορούν να διασφαλίσουν μόνο οι κεντρικές τράπεζες, όπως άλλωστε έχει αποδειχθεί την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία.
(Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Κρατική κυριαρχία και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στην εποχή των κρυπτονομισμάτων» (2021), εκδ. Παπαζήση)