«Tα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ελλάδα, θα αυξηθούν κατά 2,8 χρόνια, έως το 2050, λόγω της σύνδεσής τους, με το προσδόκιμο ζωής», αναφέρει η έκθεση του ΟΟΣΑ (Pensions at a Glance 2021), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα, πριν λίγες ημέρες.
Σύμφωνα με διάγραμμα της έκθεσης, το όριο ηλικίας πλήρους σύνταξης στην Ελλάδα, είναι τα 62 χρόνια, για κάποιον που εργάζεται από 22 ετών, ενώ προβλέπεται να αυξηθεί, πάνω από τα 63 χρόνια το 2035 και να πλησιάσει τα 65 χρόνια, το 2050!
Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, οι βασικοί πληττόμενοι από τις συστάσεις-εισηγήσεις του ΟΟΣΑ, όπως καταγράφονται στην έκθεση, είναι οι γυναίκες, που σήμερα εξακολουθούν να βγαίνουν στη σύνταξη κατά μέσο όρο σε ηλικία 58,1 ετών και οι νέοι, που θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας συνήθως, πέριξ της ηλικίας των 22 ετών.
Οι γυναίκες στη χώρα μας, βγαίνουν νωρίτερα στη σύνταξη, κυρίως, λόγω των πιο ευνοϊκών ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, που απολαμβάνουν ως μητέρες ανηλίκων τέκνων (κυρίως εκείνες που είχαν ανήλικα τέκνα την περίοδο 2010-2012) ή λόγω της απασχόλησής τους στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα. Αυτό που δεν είναι γνωστό όμως είναι ότι, κατά κανόνα, οι συντάξεις αυτές είναι χαμηλές συντάξεις, με λίγα έτη ασφάλισης και χαμηλές αποδοχές.
Αντίστοιχα, οι νέοι μόνο θεωρητικά, πρόκειται να βγουν σε σύνταξη, σε ηλικία 62 ετών, με 40 έτη στην ασφάλιση. Αυτό συμβαίνει διότι, στην Ελλάδα της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, στην Ελλάδα των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, στην Ελλάδα της αδήλωτης και υποδηλωμένης εργασίας, είναι αδύνατο να βρει ένα νέος εργασία, από την ηλικία των 22 ετών(η ανεργία στους νέους ξεπερνά το 50%).Παράλληλα, είναι αδύνατο, εξαιτίας της συνεχούς εναλλαγής εργοδοτών, που συνεπάγονται μακρές περιόδους ανεργίας, να φτάσει κανείς στις 12.000 ημέρες εργασίας(40 έτη). Έτσι, ένας νέος σήμερα, στην καλύτερη των περιπτώσεων, που εισέρχεται στην αγορά εργασίας στα 25-28 έτη, θα έχει κατά μέσο όρο περίπου 20-30 χρόνια ασφάλισης, μέχρι την ηλικία των 62 ετών, γεγονός που τον οδηγεί αυτόματα σε ηλικία συνταξιοδότησης μεγαλύτερη των 67 ετών. Με βάση το προσδόκιμο ζωής που είναι τα 78 έτη για τους άνδρες και τα 80 έτη για τις γυναίκες, ακόμα και αν οι σημερινοί νέοι κατορθώσουν να φτάσουν στη σύνταξη, ο χρόνος που θα μεσολαβήσει από την σύνταξη μέχρι το θάνατο δεν θα ξεπερνά τα 11-13 έτη. Στον δε «φρενήρη» ρυθμό, της εντατικοποιημένης εργασίας, η κόπωση, τα εργατικά ατυχήματα, οι φυσικές παθήσεις και η ψυχολογική πίεση, θα είναι τέτοια, που ακόμα και για αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα των λίγων ετών, είναι ένα ερώτημα, σε τι κατάσταση θα είναι η ανθρώπινη υπόσταση, ώστε να έχει χρόνο και διάθεση για μεγαλύτερη ενασχόληση με τον πολιτισμό, τα ταξίδια, τα κοινά κλπ.
Το παράδοξο με την έκθεση του ΟΟΣΑ και τους «μέσους όρους», που βγάζουν τη χώρα μας να έχει δήθεν μικρά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, είναι ότι, οι συγκρίσεις γίνονται με χώρες με μηδενική ή ελάχιστη ανεργία, με υψηλές αμοιβές, με συμπαγές και στέρεο κοινωνικό κράτος, σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας και με εισόδημα από εργασία, με πολύ μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη σε σχέση με τη χώρα μας(τα 900 ευρώ μισθός στην Ελλάδα της ακρίβειας, είναι πολύ λιγότερα σε σύγκριση με τα 900 ευρώ του Ισπανού ή του Πορτογάλου εργαζόμενου).
Και ενώ ο ΟΟΣΑ, όπως και η ελληνική κυβέρνηση, επικαλείται το δημογραφικό πρόβλημα, για να δικαιολογήσει τις αντικοινωνικές παρεμβάσεις στην ασφαλιστική νομοθεσία των τελευταίων ετών, στην εξίσωση έρχεται να προστεθεί και το κόστος της πανδημίας. Όπως παραδέχεται και η έκθεση του ΟΟΣΑ, η απώλεια των θέσεων εργασίας, τα μέτρα στήριξης των εργαζομένων και η γήρανση του εργατικού δυναμικού, έρχονται να επιτείνουν, μια ήδη βεβαρυμμένη δημοσιονομική κατάσταση, στα συνταξιοδοτικά συστήματα του πλανήτη.
Θα περίμενε κανείς , όλα τα παραπάνω, να αποτελούν πρώτης τάξεως ευκαιρία, για να ανοίξει η συζήτηση της ενίσχυσης, με πόρους, του ασφαλιστικού συστήματος. Τα διδάγματα της πανδημίας για την ανάγκη στήριξης του κοινωνικού κράτους, φαίνεται ότι, δεν απασχολούν τον ΟΟΣΑ και τους υπερασπιστές της «αυτορυθμιζόμενης αγοράς». Η ραγδαία επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των συνταξιούχων, δεν φαίνεται να προβληματίζει τα οικονομικά think tanks, που βλέπουν ως μόνη λύση στην ανισορροπία του συστήματος, την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, την θέσπιση αυτόματων μηχανισμών περικοπών των συντάξεων και την προσπάθεια να μεγεθυνθεί η οικονομία, όχι με ένα κοινωνικά δίκαιο παραγωγικό μοντέλο, αλλά με την υφαρπαγή των εισφορών των εργαζομένων και το «τζογάρισμά» τους στις χρηματαγορές.
Στο ίδιο μοτίβο, όχι απλά συμμετέχει, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά πρωτοστατεί:
Αφού με το νόμο 4808/2021, η κυβέρνηση επέλεξε να συνθλίψει τις αμοιβές, μέσω της κατάργησης του 8ώρου και της κατάργησης των χρονικών ορίων εργασίας, της απορρύθμισης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, της απελευθέρωσης των απολύσεων και της περιστολής του δικαιώματος της απεργίας, ήρθε με τον πρόσφατο νόμο 4826/2021 για το νέο κεφαλαιοποιητικό επικουρικό ταμείο (ΤΕΚΑ), να παίξει στο χρηματιστηριακό τζόγο, τις ασφαλιστικές εισφορές των νέων εργαζομένων, ρίχνοντας στον «Καιάδα» και τις υφιστάμενες επικουρικές συντάξεις.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, με τους αντι-εργατικούς και αντι-ασφαλιστικούς νόμους, που ψήφισε ουσιαστικά μόνη της στην βουλή, δεν κάνει τίποτα περισσότερο, από το να επιταχύνει τις αρνητικές επιπτώσεις αυτού του μίγματος πολίτικής, το οποίο αντιστρατεύεται την κοινή λογική:
Η συμπίεση των μισθών (φτηνές υπερωρίες, απλήρωτη εργασία, ευελιξία στις απολύσεις κλπ) οδηγεί σε σημαντικές απώλειες εσόδων για τον ΕΦΚΑ. Η συστηματική άρνηση σημαντικής αύξησης του κατώτατου μισθούς στερεί σημαντικού πόρους, ενώ η απορρύθμιση των συλλογικών διαπραγματεύσεων (που επί ημερών της κυβέρνησης της ΝΔ είναι είδος προς εξαφάνιση) αυξάνει το έλλειμμα του ΕΦΚΑ που οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε κατάρρευση. Το «ασφαλιστικό του κουμπαρά» από την άλλη κινείται επίσης παράδοξα, από πλευράς οικονομικής θεωρίας. Αντί η κυβέρνηση να δημιουργήσει αναπτυξιακές προοπτικές και μέσω αυτών, να διανείμει τον πλούτο θωρακίζοντας το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, επιχειρεί με τα χρήματα, με τον κόπο και τον ιδρώτα των ασφαλισμένων, να δημιουργήσει ανάπτυξη, όχι επενδύοντας τις εισφορές σε παραγωγικές υποδομές, αλλά στο «αεριτζίδικο» παρασιτικό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο των χρηματαγορών.
Οι αρνητικές εμπειρίες άλλων χωρών σε αντίστοιχα εγχειρήματα δεν πτοούν την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που «παίζει στα ζάρια» τις ζωές των γενεών, των επόμενων 50 ετών. Καμία συζήτηση για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, για την θέσπιση πόρων υπέρ του ΣΚΑ, για αναδιανομή των κεφαλαίων του ασφαλιστικού συστήματος, υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Και ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που αποδεικνύει ότι, η κυβέρνηση όχι δεν μπορεί, αλλά δεν θέλει να στηρίξει το ασφαλιστικό. Στην δημιουργία του νέου επικουρικού ταμείου (ΤΕΚΑ) που θα το λυμαίνονται οι ιδιωτικές εταιρίες, προβλέπεται ότι οι επιχειρήσεις που δεν θα έχουν καταβάλει τις προβλεπόμενες εισφορές, θα απαγορεύεται να απολύσουν τους εργαζόμενους τους. Αντίστοιχη πρόβλεψη ούτε καν διανοήθηκε η κυβέρνηση να θεσπίσει ,για να εξασφαλιστούν οι εισφορές προς τον ΕΦΚΑ για τις εισφορές υπέρ κύριας σύνταξης. Αλλά στο νέο σύστημα προέχει να διαφυλαχτούν τα συμφέροντα των ιδιωτών διαχειριστών κεφαλαίων και των ασφαλιστικών εταιριών, και όχι του δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης. Συνεπώς και προτάσεις υπάρχουν και δυνατότητες. Λείπει βέβαια η προοδευτική κοινωνική οπτική.
Οι καταστροφικές και αντιαναπτυξιακές πολιτικές, που χρησιμοποιούν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις όπως η ελληνική, είναι εκείνες που προκαλούν και τις προτεινόμενες από τον ΟΟΣΑ, ανάλγητες αυξήσεις ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και τις περικοπές των παροχών. Οι νόμοι Χατζηδάκη-Μητσοτάκη, είναι εκείνοι, που αποτελούν τους πρώτους «χορηγούς» παρόμοιων εισηγήσεων. Όσο η συζήτηση δεν γίνεται για την στήριξη των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, που θα είναι σε πραγματική θέση, να διασφαλίζουν την επάρκεια των συντάξεων κι τις αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής των συνταξιούχων, θα κυριαρχούν τα εξωφρενικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, οι ρήτρες μηδενικού ελλείμματος και οι αυτόματες περικοπές των συντάξεων.
Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος