Με τη φράση «πολύ λίγα, πολύ αργά» χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα του Εurogroup για τα μέτρα αντιμετώπισης των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών που προκαλεί η πανδημία του κορονοϊού, ο Δημήτρης Λιάκος, υφυπουργός στον πρωθυπουργό στην κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, με άρθρο του ειδικά γραμμένο για το iEidiseis.
«Για ακόμη μια φορά το βάρος της αντιμετώπισης των εκάστοτε κρίσεων μεταφέρεται σε εθνικό επίπεδο, μέσω των προϋπολογισμών και του δημόσιου χρέους, που πρακτικά σημαίνει ότι χώρες με μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια έχουν καλύτερες δυνατότητες κάλυψης των έκτακτων αναγκών. Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως συνέπεια την ενίσχυση των ασυμετριών και των ανισοτήτων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, βάζοντας σε κίνδυνο την συνοχή της Ευρώπης και των κοινωνιών της. Παράλληλα η μη ύπαρξη κοινής λύσης σε συνδυασμό με την αναγκαστική αύξηση των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών δημιουργεί τις προϋποθέσεις να έρθει η Ευρώπη, σε μέλλοντα χρόνο, αντιμέτωπη με έναν νέο γύρο κρίσης με επίκεντρο τα δημοσιονομικά και το χρέος», υπογραμμίζει ο Δημήτρης Λιάκος, ενώ προειδοποιεί πως «τελευταίο ανοιχτό παράθυρο ευκαιρίας για πιθανή αλλαγή στάσης των ευρωπαϊκών ηγεσιών αποτελεί το Συμβούλιο Κορυφής της 23ης Απριλίου».
«Το κρίσιμο σκέλος αφορά την πολιτική διάσταση του θέματος της αντιμετώπισης της κρίσης. Απαιτείται διάθεση συνεννόησης και ο παραμερισμός των πολιτικών διαφωνιών και διαφορών ούτως ώστε η Σύνοδος Κορυφής της 23ης Απριλίου να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτήν την φορά τα πράγματα ίσως είναι διαφορετικά. Απέναντι σε έναν κοινό κίνδυνο με άγνωστα στοιχεία τη διάρκεια και το μέγεθός του, εκτός από την ανθρώπινη ύπαρξη διακυδεύεται η διατήρηση της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ίδιο της το μέλλον. Τυχόν επικράτηση της λογικής ικανοποίησης του εθνικού συμφέροντος αντί της εύρευσης κοινών λύσεων, που θα βγάλουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες πιο δυνατές από αυτήν την περιπέτεια, η προσέγγιση ο καθένας με τα δικά του μέσα χωρίς να προτάσσεται η αλληλεγγύη και ο σεβασμός προς τον αδύναμο, τα τραύματα που θα προκαλέσει αυτή η κρίση ενδέχεται να μην επουλώνται. Το επόμενο διάστημα έως την 23η Απριλίου είναι κρίσιμο. Αντί να αναλωθούμε στις διαπιστώσεις και στην ευκολία της κριτικής ας αφιερωθούμε στην κατάθεση προτάσεων και στην άσκηση πολιτικής πίεσης προς την θετική κατεύθυνση», καταλήγει ο πρώην υφυπουργός στον πρωθυπουργό.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΙΑΚΟΥ ΕΧΕΙ ΩΣ ΕΞΗΣ:
«Οι αποφάσεις του Eurogroup και το “παράθυρο” ευκαιρίας
Ο συμβιβασμός που επιτεύχθηκε στο πρόσφατο Eurogroup1 για τα μέτρα αντιμετώπισης των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών που προκαλεί η πανδημία του κορωναϊού, έπειτα από ένα τριήμερο παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων, επιβεβαίωσαν τον κανόνα που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή πραγματικότητα της τελευταίας δεκαετίας. Πολύ λίγα, πολύ αργά. Μπροστά σε μια πρωτοφανής κατάσταση που προκαλεί η πανδημία, ορισμένες ευρωπαϊκές ηγεσίες φαίνεται να προτάσουν τους μακροχρόνιους σχεδιασμούς τους, την ικανοποίηση των εθνικών ακροατηρίων τους, που οι ίδιες “εκπαίδευσαν” με προκαταλήψεις και στερεότυπα, αντί της ολιστικής και κοινής αντιμετώπισης των προβλημάτων που θα οδηγούσαν μεσομακροπρόθεσμα στην αποκατάσταση του ρόλου της Ευρώπης, ως ηγέτιδα δύναμη, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Με θετική προδιάθεση θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε ότι η αρχική έγκαιρη αντίδραση των ευρωπαϊκών οργάνων και ηγεσιών στο μέσο του Μαρτίου ήταν σχετικά ικανοποιητική. Η κατάργηση των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και η διαφαινόμενη πρόθεση ενεργοποίησης έκτακτων κοινών μέτρων μεγάλης εμβέλειας για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης συνδυαστικά με τις σημαντικές αποφάσεις της ΕΚΤ (παρά την αρχική αρνητικότατη αντίδραση της στις πιέσεις που δέχονταν τα ομόλογα της ευρωπαϊκής περιφέρειας), δημιούργησε προσδοκίες για ανάλογη συνέχεια. Η συνέχεια όμως δεν ήταν ανάλογη των συνθηκών.
Κοιτάζοντας τα γεγονότα με ρεαλισμό, είναι αδιαμφισβήτητο το συμπέρασμα ότι το ύψος και η ποιότητα των ανακοινωμένων μέτρων του Eurogroup για την αντιμετώπιση της κατάστασης δεν είναι ικανοποιητικά. Συγκρίνοντας τα 1.5 τρισ.€ που θεώρησε η ΕΚΤ διαμέσου της κα.C.Lagarde, ως επαρκή οικονομική απάντηση στην κρίση, με τα 540 δισ.€ που αποφάσισε το Eurogroup, το συμπέρασμα είναι αρνητικό. Ιδιαίτερα μελανό σημείο ήταν η εικόνα σύγκρουσης μεταξύ Βορρά και Νότου που επανέφερε στην επιφάνεια τα υπαρξιακά προβλήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δομικές αδυναμίες της Ευρωζώνης.
Η κορυφαία διαφορά μεταξύ των χωρών αποτέλεσε η πρόταση αμοιβαιοποίησης του χρέους ως το πιο αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση από κοινού των σημερινών αλλά και μελλοντικών συνεπειών της κρίσης. Η απάντηση της Γερμανίας και της Ολλανδίας ήταν απόλυτα απορριπτική, καθώς οι ιδέες της αμοιβαιοποίησης και του διαμοιρασμού του κόστους/κινδύνου είναι αντίθετες με τις πολιτικές που επέβαλαν τα τελευταία χρόνια για επίλυση των προβλημάτων σε εθνικό επίπεδο, διαμέσου όμως της αυστηρής ικανοποίησης μη ευέλικτων δημοσιονομικών κανόνων. Κανόνες βέβαια που ισχύουν κατά το δοκούν εάν θυμηθούμε την διαχρονική παραβίαση από την Γερμανία του ορίου του πλεονάσματος του εμπορικού ισοζυγίου.
Για ακόμη μια φορά το βάρος της αντιμετώπισης των εκάστοτε κρίσεων μεταφέρεται σε εθνικό επίπεδο, μέσω των προϋπολογισμών και του δημόσιου χρέους, που πρακτικά σημαίνει ότι χώρες με μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια έχουν καλύτερες δυνατότητες κάλυψης των έκτακτων αναγκών. Η εξέλιξη αυτή θα έχει ως συνέπεια την ενίσχυση των ασυμετριών και των ανισοτήτων σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο, βάζοντας σε κίνδυνο την συνοχή της Ευρώπης και των κοινωνιών της. Παράλληλα η μη ύπαρξη κοινής λύσης σε συνδυασμό με την αναγκαστική αύξηση των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών δημιουργεί τις προϋποθέσεις να έρθει η Ευρώπη, σε μέλλοντα χρόνο, αντιμέτωπη με έναν νέο γύρο κρίσης με επίκεντρο τα δημοσιονομικά και το χρέος.
Αναλύοντας τα επιμέρους σημεία της απόφασης πρέπει να υπογραμμισθεί ότι τα 540 δισ.€ δεν αφορούν νέο χρήμα αλλά πρόκειται να ανακατανομές ή/και ενεργοποίηση υπαρχόντων κονδυλίων των διάφορων ευρωπαϊκών οργανισμών, όπως ο ESM, η EIB και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Παρόλα αυτά τα κονδύλια δεν μπορούν να διανεμηθούν άμεσα καθώς πρέπει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες τεχνικού και νομικού χαρακτήρα, σε πανευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, προτού ξεκινήσουν οι εκταμιεύσεις προς τις χώρες. Ερωτηματικά δημιουργεί επίσης ο συσχετισμός της χρονικής ισχύος των έκτακτων εργαλείων με την διάρκεια της κρίσης της πανδημίας, καθώς ουδείς είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να απαντήσει ούτε για τη διάρκεια της ούτε για την πιθανή εκδήλωση ενός δεύτερου γύρου εξάπλωσης του ιού τους επομενους μήνες.
Αυτός ο προβληματισμός ενισχύεται α) από την έλλειψη συγχρονισμού των χωρών τόσο όσον αφορά την έναρξη των περιοριστικών μέτρων όσο και από τις αποφάσεις της εκκίνησης του περιορισμού τους και β) από την έκταση των υγειονομικών προβλημάτων (αριθμός κρουσμάτων, νοσηλευομένων, θεραπευμένων, θανάτων κ.α.) συνδυατικά και τις δυνατότητες των συστημάτων υγείας που έχει η κάθε χώρα.
Όσον αφορά την ενεργοποίηση του ESM οι πιθανότητες χρήσης του από τις χώρες μέλη είναι ελάχιστες. Πέραν της σίγουρης στιγματοποίησης της χώρας που θα δανειοδοτηθεί για την ενίσχυση του εγχώριου συστήματος υγείας της, σε δεύτερο χρόνο απαιτεί την εκπόνηση μελέτης βιωσιμότητας δημόσιου χρέους, με ότι αυτό ενδέχεται να συνεπάγεται για τα περιθώρια άσκησης της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής. Από την άλλη, το βεληνεκές του οργανισμού θεωρείται ανεπαρκές για την στήριξη μεγάλων χωρών στην περίπτωση μελλοντικής προσφυγής για οικονομικούς λόγους στον ESM, ενώ η προϋπόθεση υπογραφής μνημονίων και τήρησης συγκεκριμένων δεσμεύσεων, όπως είναι κατανοητό, θα προκαλέσει ιδιαίτερα σοβαρούς πολιτικούς κλυδωνισμούς.
Ως τελευταίο ανοιχτό παράθυρο ευκαιρίας για πιθανή αλλαγή στάσης των ευρωπαϊκών ηγεσιών αποτελεί το Συμβούλιο Κορυφής της 23ης Απριλίου. Αφορμή δίνεται μέσω της απόφασης του Eurogroup για την δημιουργία του “Recovery Fund” και την συσχέτιση του με τον Ευρωπαϊκό Προϋπολογισμό της περιόδου 2021-2027 (Multiannual Financial Framework/MFF). Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Eurogroup, το ταμείο θα είναι προσωρινό και με συγκεκριμένες στοχεύσεις, ενώ προτεραιότητα δίνεται στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο. Στο οικονομικό του σκέλος θα χρησιμοποιήσει κεφάλαια από το MFF, ενώ αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο αύξησης του βεληνεκές του μέσω της χρήσης “καινοτόμων” χρηματοοικονομικών εργαλείων.
Γίνεται αντιληπτό ότι το ύψος του MFF που συζητήθηκε στην αποτυχημένη σύνοδο κορυφής τον Φεβρουάριο (λίγο πάνω από τα 1 τρισ.€) δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ταυτόχρονα θεωρείται δεδομένο ότι θα αλλάξουν οι συνεισφορές των κρατών μελών, κυρίως εκείνων που βάλλονται περισσότερο. Κρίνεται σκόπιμο να κατατεθούν προτάσεις για την ενίσχυση των κονδυλίων όπως η εισαγωγή νέων πηγών χρηματοδότησης (πχ. φόρος χρήσης πλαστικών προϊόντων, επί των εκπομπών αερίου, επί της χρήσης ορυκτών καυσίμων κ.α.) και η ενδεχόμενη αύξηση της συμμετοχής των εθνικών προϋπολογισμών (πχ. μέσω της μεγαλύτερης παραχώρησης μέρους των εθνικών εσόδων ΦΠΑ από το ισχύον 0,3% στο 1,5%-2%), πέραν της σίγουρης ανακατανομής κονδυλίων και της αναθεώρησης των προτεραιοποιήσεων, ενώ ο χρηματοοικονομικός κλάδος είναι πλούσιος σε “καινοτόμα” εργαλεία. Στο τεχνικό επίπεδο επαρκείς λύσεις υπάρχουν και μπορούν να συζητηθούν πολλές περισσότερες.
Το κρίσιμο σκέλος αφορά την πολιτική διάσταση του θέματος της αντιμετώπισης της κρίσης. Απαιτείται διάθεση συνεννόησης και ο παραμερισμός των πολιτικών διαφωνιών και διαφορών ούτως ώστε η Σύνοδος Κορυφής της 23ης Απριλίου να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτήν την φορά τα πράγματα ίσως είναι διαφορετικά. Απέναντι σε έναν κοινό κίνδυνο με άγνωστα στοιχεία τη διάρκεια και το μέγεθός του, εκτός από την ανθρώπινη ύπαρξη διακυδεύεται η διατήρηση της συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το ίδιο της το μέλλον.
Τυχόν επικράτηση της λογικής ικανοποίησης του εθνικού συμφέροντος αντί της εύρευσης κοινών λύσεων, που θα βγάλουν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες πιο δυνατές από αυτήν την περιπέτεια, η προσέγγιση ο καθένας με τα δικά του μέσα χωρίς να προτάσσεται η αλληλεγγύη και ο σεβασμός προς τον αδύναμο, τα τραύματα που θα προκαλέσει αυτή η κρίση ενδέχεται να μην επουλώνται. Το επόμενο διάστημα έως την 23η Απριλίου είναι κρίσιμο. Αντί να αναλωθούμε στις διαπιστώσεις και στην ευκολία της κριτικής ας αφιερωθούμε στην κατάθεση προτάσεων και στην άσκηση πολιτικής πίεσης προς την θετική κατεύθυνση».