Στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής της Παρασκευής όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης άσκησαν έντονη κριτική στην κυβέρνηση, ως προς την έλλειψη συγκεκριμένων στόχων για την προώθηση των εθνικών θέσεων. Στη δημόσια δήλωσή μου μετά από τη συνεδρίαση έκανα λόγο για «έλλειψη στρατηγικής και φιλοδοξίας για την προώθηση των εθνικών θέσεων. Είναι σαν η έλλειψη στρατηγικής που πάντα καταλογίζουμε στην κυβέρνηση να συνδυάζεται από μια έλλειψη φιλοδοξίας για την προώθηση των θέσεων της χώρας. Διότι δεν αρκεί να υπερασπιζόμαστε τις πάγιες εθνικές θέσεις, πρέπει να υπάρχει και ένας συγκεκριμένος σχεδιασμός για την προώθηση τους.» Η κριτική αυτή δεν είναι ούτε επιφανειακή, ούτε πρόχειρη, ούτε εκπορεύεται από ταπεινά αντιπολιτευτικά κίνητρα.
Δεν διστάσαμε στο παρελθόν να στηρίξουμε, με προφανές πολιτικό κόστος, κινήσεις που θεωρήσαμε ότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση ή συνέχιζαν δικές μας πολιτικές, όπως τη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Ιταλία ήπρόσφατα το Forum Φιλία. Αλλά η συνεργασία μας με χώρες της περιοχής ή η απόσπαση θετικών δηλώσεων υπέρ των ελληνικών θέσεών δεν αρκούν. Ούτε αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα τον εθνικών θεμάτων που καλείται σήμερα να διαχειριστεί η Ελλάδα.
Έντονη ανησυχία έχουμε για τα ελληνοτουρκικά θέματα, όπου η έλλειψη σχεδιασμού έχει οδηγήσει στην παράδοση της πρωτοβουλίας των κινήσεων στην άλλη πλευρά και στον περιορισμό της δίκης μας σε αμυντικές και αντανακλαστικές κινήσεις. Ο κ. Μητσοτάκης έχει αποτύχει σε όλα τα μέτωπα της κρίσης.
Ειδικότερα:
1. Δεν κατάφερε να αποτρέψει το καλοκαίρι του 2020 την πρωτοφανή τουρκική επιθετικότητα αμφισβήτησης επί μήνες των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα μας.
2. Απέτυχε να λάβει από την Ευρωπαϊκή Ένωση, πριν από τις διερευνητικέ,ς το αναγκαίο πλαίσιο κυρώσεων που θα πίεζε την Άγκυρα να μην επανέλθει σε προκλήσεις και θα την κρατούσε στο τραπέζι του διαλόγου, στη βάση του διεθνούς δικαίου.
3. Δεν προσπαθεί να εξασφαλίσει ότι οποιαδήποτε θετική ευρωτουρκική ατζέντα αναπτυχθεί θα συνδεθεί με τα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό. Απουσιάζει, άλλωστε, εντελώς από τον ευρωτουρκικό διάλογο, ακόμη και για θέματα που μας αφορούν άμεσα, όπως το μεταναστευτικό. Ανακοινώθηκε πρόσφατα από τον ΥΠΕΞ της Τουρκίας νέος «οδικός χάρτης» για τις σχέσεις Άγκυρας και ΕΕ, χωρίς καμία δική μας συμμετοχή. Συνομιλούν Γερμανία και Τουρκία για το μεταναστευτικό-προσφυγικό ερήμην μας, όπως είχε συμβεί και πέρσι τέτοιο καιρό, όταν γινόταν τηλεδιάσκεψη ΕΕ και Άγκυρας για το θέμα χωρίς τη συμμετοχή μας.
4. Την ίδια στιγμή με συναπόφαση του κ Μητσοτάκη, τίθεται σε αμφισβήτηση η υλοποίηση του EastMed και γενικότερα η πολιτική αγωγών στην Ανατολική Μεσόγειο και τείνει να αντικατασταθεί από πρωτοβουλίες άλλων κρατών που κυρίως προωθούν τη μεταφορά LNG.
5. Η συζήτηση για αμυντική συμφωνία με την Γαλλία έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες.
6. Την ίδια στιγμή η συζήτηση με τις ΗΠΑ για την αναθεώρηση της συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας στη Σούδα δεν φαίνεται να συνδέεται με απτά διπλωματικά ανταλλάγματα.
7. Τέλος, η συζήτηση για μείωση της στρατιωτικής έντασης, αντί να οδηγεί στην αποδοχή από την Ελλάδα της πρόσκλησης για νέο γύρο διαλόγου ΜΟΕ, οδηγείται με απόφαση της Κυβέρνησης σε έναν επικίνδυνο διάλογο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Ενδεχομένως και σε επίπεδο ΥΠΕΞ υπό τον ΓΓ ΝΑΤΟ.
Παράλληλα, σοβαρή είναι η ανησυχία μας -αλλά και των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης- για το Κυπριακό, όπου ήδη το ιστορικό της κυβέρνησης είναι βεβαρημένο. (Θυμίζω ότι ο κ. Μητσοτάκης υπήρξε ο μόνος Έλληνας πρωθυπουργός που δεν το συμπεριέλαβε στην ετήσια ομιλία του στον ΟΗΕ μεταξύ των προτεραιοτήτων της διπλωματίας μας.)
Με ποια τακτική προσερχόμαστε στην άτυπη πενταμερή του Απριλίου; Θεωρούμε ως βάση της περαιτέρω διαπραγμάτευσης το «πλαίσιο Γκουτέρεζ», που συνόψισε την πρόοδο που επετεύχθη στο Κραν Μοντανά; Και ποια είναι η στρατηγική του κ. Μητσοτάκη (αν έχει) για προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ; Ή αρκούμαστε σε νέες συνομιλίες μη-λύσης όπως το 2005-2009 και 2011-2014;
Οι στιγμές είναι ιδιαίτερα κρίσιμες, μετά την προβολή από την άλλη πλευρά με επίσημο πλέον τρόπο σχεδίων διχοτόμησης, όπως είναι η «λύση» των δύο κρατών. Είναι εξαιρετικά σημαντικό Αθήνα και Λευκωσία να συντονιστούν εκ των προτέρων για τη συνάντηση 5+1 ώστε να αποφευχθεί η εικόνα ασυνεννοησίας που είδαμε τις τελευταίες μέρες σε σχέση με την ενεργειακή διπλωματία στη Μεσόγειο και μάλιστα λίγες μέρες μετά την θετική πολυμερή πρωτοβουλία του Φόρουμ «Φιλία».
Θυμίζω ότι ο Αλέξης Τσίπρας, πριν από την επανέναρξη των αντίστοιχων διαπραγματεύσεων του 2017, όχι μόνον είχε σαφή στρατηγική την οποία είχε συμφωνήσει με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη αλλά και ενημέρωσε αναλυτικά τους πολιτικούς αρχηγούς.
Και θα μπορούσα να συνεχίσω τον κατάλογο με τις παλινωδίες και την αμηχανία σχεδιασμού της κυβέρνησης. Ακούμε, για παράδειγμα, για πολυδάπανους εξοπλισμούς, εκτός ενός συνεκτικού προγράμματος ενίσχυσης του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων, δεν έχουμε όμως ακόμη ακούσει πειστικές εξηγήσεις για τις συγκρουόμενες και αντιφατικές δηλώσεις που έγιναν για τις φρεγάτες- που τόσο έχει ανάγκη το Πολεμικό μας Ναυτικό – ιδίως τους κρίσιμους μήνες του καλοκαιριού.
Όπως ανέφερα και στην δήλωση μου μετά το ΕΣΕΠ, είναι σαν η κυβέρνηση να θέλει να κερδίσει χρόνο χωρίς να μας λέει γιατί. Απλώς για να κλωτσήσει το τενεκεδάκι λίγο παρακάτω. Άλλο να κερδίζεις χρόνο με στόχους, άλλο να θέλεις να περνά ο χρόνος χωρίς πρωτοβουλίες. Εμείς, όπως κάνουμε πάντα, δεσμευόμαστε ότι θα «βάλουμε πλάτη» για τα εθνικά θέματα. Αυτό προϋποθέτει όμως μια εθνική στρατηγική που αυτή τη στιγμή απουσιάζει.
(Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Τομεάρχης Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ)