Opinions

Θανάσης Κολλιόπουλος: Το εκκρεμές του Κέντρου

Στην ελληνική πολιτική ιστορία, το Κέντρο, μεταπολεμικά, μετατοπίστηκε πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά. Στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία τουλάχιστον, το Κέντρο βρισκόταν σε μια φάση διαρκούς συρρίκνωσης.

Ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ στο εγχείρημα της μετατόπισης του Κέντρου προς τα αριστερά εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερη σημασία.

Σε προηγούμενο άρθρο μας αναφορικά με τον αναπροσανατολισμό της σύγχρονης κεντροαριστεράς (βλ. Για μια σύγχρονη κεντροαριστερά με εφαλτήριο τη σκέψη του Μπερλινγκουέρ, ieidiseis.gr, 22/04/2021), αναπτύξαμε το επιχείρημα ότι μια κεντροαριστερή πρόταση μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια ευρεία συμμαχία πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που είναι ικανή να αποτρέψει την -κατά Ενρίκο Μπερλινγκουέρ- «οργανική συγκόλληση μεταξύ του κέντρου και της δεξιάς». Η λογική του επιχειρήματος αυτού βασίζεται στο ότι ο πολιτικός χώρος του Κέντρου δεν διαθέτει αυθύπαρκτα ιδεολογικά χαρακτηριστικά.

Αντιθέτως, οι κοινωνικές δυνάμεις που το απαρτίζουν είναι ρευστές. Μετατοπίζονται, δηλαδή, κατά μήκος του άξονα Δεξιά-Αριστερά, ανάλογα με την ικανότητα των δύο αντίπαλων πόλων να έλξουν τις δυνάμεις αυτές, επιτυχώς, προς την πλευρά τους.

Στην ελληνική πολιτική ιστορία, το Κέντρο, μεταπολεμικά, μετατοπίστηκε πότε στα δεξιά και πότε στα αριστερά. Στην πρώτη μεταπολεμική δεκαετία τουλάχιστον, το Κέντρο βρισκόταν σε μια φάση διαρκούς συρρίκνωσης, διότι απέτυχε να διαφοροποιηθεί από τη Δεξιά ακόμη και σε ζητήματα στα οποία θα μπορούσε να το κάνει (π.χ. εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη και άλλων τριών στελεχών του ΚΚΕ, επί κυβέρνησης Πλαστήρα). Με την έλευση του Παπάγου στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής, η «οργανική συγκόλληση» του Κέντρου στη Δεξιά ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο. Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η εκλογή του Γεωργίου Παπανδρέου, ως βουλευτή, υπό τη σκέπη του Ελληνικού Συναγερμού το 1952.

Η αυτονόμηση, λοιπόν, του Κέντρου από τη Δεξιά κατέστη εφικτή μόνο στη δεκαετία του 1960, όταν η Ένωση Κέντρου κατάφερε να δημιουργήσει μια ευρεία δημοκρατική και προοδευτική πλειοψηφία. Συγκρότησε δηλαδή ένα ισχυρό κεντροαριστερό ρεύμα, το οποίο είχε αποτύχει να δημιουργήσει το κόμμα της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) − παρά το ότι στις εκλογές του 1958 είχε αναδειχθεί δεύτερο κόμμα. Όπως και το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα λίγα χρόνια πιο μετά, η ΕΔΑ δεν κατάφερε να αποφύγει τον ρόλο ενός κόμματος που είχε παγιώσει μεν ένα σημαντικό εκλογικό ποσοστό αλλά απομονωμένο δεν μπορούσε να κυβερνήσει. Ενώ όμως στη μεταπολεμική Ιταλία η αδυναμία της παραδοσιακής Αριστεράς ευνόησε τη Χριστιανοδημοκρατία, στην Ελλάδα η Ένωση Κέντρου, εις πείσμα των διαφόρων εξωθεσμικών περιορισμών και εσωκομματικών αδυναμιών της, κατάφερε να διακόψει την κυβερνητική ηγεμονία της Δεξιάς – έστω και για λίγο. Από το 1974 και μετά, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να μετατοπίσει το Κέντρο αποφασιστικά προς τα αριστερά. Στη συνέχεια βέβαια, η «αλλαγή παραδείγματος» που προκάλεσαν τα «Μνημόνια» οδήγησε σε μια σταδιακή μετατόπιση -που κορυφώνεται στις μέρες μας- του Κέντρου ξανά προς τα δεξιά.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω παρατηρήσεων, καθίσταται ξεκάθαρο ότι η ανασυγκρότηση του Κέντρου μπορεί να συμβεί μόνο μέσα από τη δημιουργία ενός διακριτού κεντροαριστερού πόλου που θα εκφράζει το μεγαλύτερο μέρος των κοινωνικών δυνάμεων που ανήκουν στον χώρο της ευρύτερης Αριστεράς. Κάθε άλλη επιλογή συνεπάγεται την απορρόφηση του από την κεντροδεξιά, άρατη συρρίκνωσή του. Υπό τις παρούσες συνθήκες, έχει διατυπωθεί η άποψη (από τον πολιτικό επιστήμονα Νίκο Μαραντζίδη) ότι δεν αποκλείεται να συνεχιστεί μια κυριαρχία της ΝΔ τύπου CDU στη Γερμανία ή ακόμη και των Χριστιανοδημοκρατών στη μεταπολεμική Ιταλία, όπου η ΝΔ θα κυβερνά παρατεταμένα μόνη ή με τους συμμάχους (π.χ. ΚΙΝΑΛ) της και με τον ΣΥΡΙΖΑ να παίζει τον ρόλο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Ωστόσο, αυτό το ενδεχόμενο, αν και πιθανό, προκύπτει από δύο σχετικά αδύναμες υποθέσεις: Πρώτον, ότι ορισμένες δυνάμεις της κεντροαριστεράς, όπως το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, θα οδηγηθούν οριστικά σε οργανική συγκόλληση με τη ΝΔ. Δεύτερον, η «εκλογολογική» αυτή προσέγγιση, που έχει σαν πρότυπο ανάλυσης τον κυβερνητικό συνασπισμό των αριστερών δυνάμεων στην Πορτογαλία, δεν λαμβάνει υπόψη της μια σειρά αμιγώς πολιτικών παραγόντων, όπως ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει υπάρξει κυβερνητικό κόμμα, η αξιοπιστία του οποίου έχει πληγεί σε μεγάλο βαθμό από το δόγμα «τα μέσα αγιάζουν τον σκοπό» (συνεργασία με Καμμένο και άλλα πολλά…) που εφάρμοσε, σε συνδυασμό με την καταφανή διαχειριστική ανεπάρκεια στην πρώτη ιδίως κυβερνητική του περίοδο. Επομένως, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που αναπτύχθηκε αποτελεί μια ιδιοτυπία που δεν υπάρχει στην Πορτογαλία.

Συμπερασματικά, ο ρόλος του ΠΑΣΟΚ στο εγχείρημα της μετατόπισης του Κέντρου προς τα αριστερά εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, ο τρόπος, τα μέσα και η ρητορική προφανώς δεν μπορούν να αναζητηθούν σε προηγούμενες εποχές − το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον μεταβάλλεται ραγδαία. Στον πυρήνα, πάντως, αυτής της στρατηγικής οφείλει να βρίσκεται ένα τολμηρό προγραμματικό πλαίσιο που δεν θα δίνει μάχες οπισθοφυλακών αλλά θα στοχεύει στη μείωση των διαγενεακών ανισοτήτων και αδικιών (π.χ. στα εργασιακά και το ασφαλιστικό) που σωρεύτηκαν τις προηγούμενες δεκαετίες και οξύνθηκαν από τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Έτσι, λοιπόν, θα ξαναγίνει εφικτή η κοινωνική κινητικότητα και οι νεότερες γενιές θα μπορούν να κάνουν έναν σχετικά ασφαλή σχεδιασμό της ζωής τους. Έτσι μόνο θα καταφέρει και η χώρα να ανασάνει.

Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Έφη Αχτσιόγλου: Στόχος
Γιώργος Καπόπουλος: Ερντογάν - Το κόστος ενός συμβιβασμού
Chevron Right