Μια σκέψη είναι πώς η εμφάνιση της πανδημίας του covid-19 μπορεί παρά τις τραγικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και τις επιπτώσεις στον κύκλο της οικονομίας, τελικά να γείρει αμετάκλητα την πλάστιγγα υπέρ του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Σύμπασα η πολιτική σκηνή της χώρας ομολογεί ότι μόνο το ΕΣΥ είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις ανάγκες μια τέτοιας υγειονομικής κρίσης: εκτός από εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις οι οποίες ενέτασσαν και συνεχίζουν να εντάσσουν το ΕΣΥ στο ιδεολογικό τους πρόταγμα, παρατηρούμε ότι και εκείνες οι οποίες το αντιμετώπιζαν και εξακολοθούν να το αντιμετωπίζουν ως το μεγάλο, ανίατο ασθενή, παραδέχονται τη μεγάλη του αξία και δυναμική.
Ας σκεφτούμε, όμως, και παραπέρα. Τι ΕΣΥ θέλουμε; Τι ΕΣΥ χρειαζόμαστε; Μετά από μια δεκαετία χρεωκοπίας, δανεισμού και ανθρωπιστικής κρίσης η Ελλάδα κατόρθωσε χάρη στην τετραετία 2015-2019 να εξέλθει όρθια των μνημονίων, ωστόσο φοβούμαι ότι οι λύσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο εκσυγχρονισμού και ορθολογικοποίησης του ΕΣΥ ήταν αποσπασματικές και εμβαλωματικού χαρακτήρα. Δυστυχώς, κανείς, ούτε οι εμπειρογνώμονες των θεσμών, θέλησαν να βάλουν το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων. Τα μέτρα που ελήφθησαν δεν έλυναν τα διαχρονικά προβλήματα και ηθμούς του ΕΣΥ, αποτελώντας παρηγοριά και όχι θεραπεία.
Και πράγματι κανείς δεν τόλμησε να αντιμετωπίσει το ΕΣΥ ως ένα σύστημα με αρχή, μέση και τέλος. Διότι μόνο τότε θα αρχίζαμε το συλλογισμό μας με απλά και ουσιαστικά ερωτήματα: αν υποθέσουμε ότι το ΕΣΥ συνιστά μια δομή παροχής υπηρεσιών, τότε
α) τί είδους υπηρεσίες θέλουμε να προσφέρει;
β) τι ανάγκες υπάρχουν και πώς θέλουμε να τις καλύψουμε
γ) με ποια μέσα θέλουμε να καλύψουμε αυτές τις ανάγκες και συγκεκριμένα
δ) πόσο και τι ανθρώπινο δυναμικό χρειαζόμεαστε και
ε) ποιούς και πόσους υλικούς πόρους θα χρεαστούμε προκειμένουν το ανθρώπινο δυναμικό να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες προσφέροντας αντίστοιχες υπηρεσίες;
Πολύς και δικαιολογημένος λόγος γίνεται αυτές τις μέρες για τις ΜΕΘ και για το ότι δεν έχουμε όσες χρειαζόμαστε. Εξυπακούεται ότι κανένα σύστημα υγείας παγκοσμίως δεν διατηρεί κλίνες ΜΕΘ προκειμένου να ανταποκριθεί 100% σε μια πανδημία, όσο και αν οι επιδημιολόγοι γνωρίζουν από τι κινδυνεύει η κοινότητα και περίπου πότε ένας τέτοιος βιολογικός κίνδυνος θα εξελιχθεί σε πανδημία. Αυτό θα ήταν πράγματι σπατάλη. Η Ελλάδα όμως είναι μια χώρα της οποίας ο αριθμός κλινών υπολείπεται δραματικά του αριθμού που θα έπρεπε να διαθέτει βάσει του πληθυσμού της και με κριτήρια που θέτει ο WHO. Γιατί, λοιπόν, δεν κάναμε τίποτε προκειμένου να προσεγγίσουμε τον επιθυμητό αριθμό κλινών;
Απλούστατα διότι ποτέ δεν θέσαμε τα ανωτέρω ερωτήματα. Και διότι υστερούμε πολύ σε ζητήματα ετοιμότητας και σχεδιασμού εκτάκτων αναγκών.
Δεν είναι αργά να θεωρήσουμε το ΕΣΥ με μια οπτική bird’sview. Μόνο τότε θα ανατάξουμε το σύστημα με όρους τους οποίους κανείς ούτε στο εσωτερικό ούτε στο εξωτερικό θα μπορεί να αντικρούσει. Ακούσαμε π.χ ότι οι ελλείψεις του ΕΣΥ με κριτήρια οργανικών θέσεων είναι περίπου 30.000. Εντούτοις, και παρά το αδιαμβισβήτητο γεγονός ότι όντως οι ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού είναι τεράστιες, πρέπει να αναρωτηθούμε τί είδους οργανισμοί είναι αυτοί, πώς συντάχθηκαν και με τι κριτήρια;
Αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση την οποία όμως οφείλουμε ως κοινωνία πλέον να κοιτάξουμε με θάρρος στα μάτια όχι για να περικόψουμε και να αμβλύνουμε, αλλά για να εμπεδώσουμε την πραγματική ανάγκη και μαζί της το αίσθημα στους πολίτες ότι μόνο το ΕΣΥ θα ικανοποιήσει τις υγειονομικές ανάγκες τους, όχι ο ιδιωτικός τομέας και οπωσδήποτε όχι η περιώνυμη ιδιωτική ασφάλιση, για την οποία θα άξιζε κανείς να γράψει ένα ξεχωριστό κείμενο και η οποία πρέπει να ενταχθεί στο πολιτικό πρόταγμα των δυνάμεων οι οποίες υπηρετούν την πρόοδο και τη δημοκρατία.
Ο Βασίλης Ζαχαρόπουλος είναι Νομικός, ειδικός σε θέματα συστημάτων υγείας, πρώην σύμβουλος στο Υπουργείο Υγείας
* To παρόν άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις του γράφοντος