Η επίσκεψη του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ στην Μόσχα έχει βαρύνουσα σημασία σε μία περίοδο που αναδιαμορφώνονται οι γεωπολιτικοί συσχετισμοί παγκοσμίως. Ο Κινέζος πρόεδρος δεν φαίνεται να θέλει να συγκροτήσει μαζί με τον Πούτιν μία «αντιαμερικανική συμμαχία» καθώς θα επρόκειτο για ένα σχήμα που θα περιόριζε την εμβέλεια της Κίνας στην διεθνή σκηνή, ωστόσο αποκαλύπτει τις προθέσεις του Πεκίνου για τον ρόλο που θέλει να διαδραματίσει σε έναν πολυπολικό κόσμο, έτσι όπως διαμορφώνεται και στη Μέση Ανατολή, στην Ευρώπη με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά και στον Ειρηνικό Ωκεανό, απέναντι στη συμφωνία AUKUS.
Η επιλογή της Κίνας να έρθει εγγύτερα με τη Ρωσία μπορεί να αναγνωριστεί και ως μία επιλογή διαχείρισης των εντάσεων και αποκλιμάκωσης των συγκρούσεων παγκοσμίως, αλλά και ως κίνηση δημιουργίας μίας νέας δυναμικής σε περιοχές υψηλής έντασης. Το Πεκίνο μπορεί να εμφανιστεί στο ρόλο του ειρηνοποιού ανάμεσα σε Ρωσία και Ουκρανία.
Είναι χαρακτηριστικό πως, έπειτα από κινεζική ενθάρρυνση, έχουμε και τη σύγκλιση Ιράν και Σαουδικής Αραβίας, δύο παραδοσιακά μεγάλων αντιπάλων στη Μέση Ανατολή, οι οποίες συμφώνησαν να συνάψουν εκ νέου διπλωματικές σχέσεις. Ακόμη και η διοίκηση Μπάιντεν, η οποία παραμένει βαθιά καχύποπτη για τις αυξανόμενες παγκόσμιες φιλοδοξίες της Κίνας, χαιρέτισε την ανακοίνωση, σημειώνοντας ότι υποστηρίζει κάθε προσπάθεια αποκλιμάκωσης της έντασης στην περιοχή, προσθέτοντας ότι «είναι προς το συμφέρον μας (σ.σ. των ΗΠΑ)».
Η συμφωνία που ανακοινώθηκε την περασμένη Παρασκευή για την αποκατάσταση των σχέσεων Ιράν-Σαουδικής Αραβίας και το άνοιγμα των πρεσβειών έπειτα από επτά χρόνια θεωρήθηκε μια μεγάλη διπλωματική νίκη για την Κίνα, καθώς τα κράτη του Αραβικού Κόλπου αντιλαμβάνονται ότι οι ΗΠΑ μειώνουν την παρουσία τους στη Μέση Ανατολή. Οι ΗΠΑ παράλληλα συνεχίζουν να «επενδύουν» στρατηγικά στην περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού, στο πλαίσιο της συμφωνίας AUKUS, ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021, διαμορφώνοντας μία νέα δυναμική στην περιοχή μαζί με τη Μεγάλη Βρετανία και την Αυστραλία.
Πίσω στη Μέση Ανατολή, παρά τη συμφωνία Ριάντ-Τεχεράνης, οι ισορροπίες είναι σύνθετες και ευαίσθητες. Η Σαουδική Αραβία έχει βαθιά επίγνωση της άμεσης απειλής που συνιστά το Ιράν, μέσω των πυρηνικών του φιλοδοξιών, του προγράμματος εμπλουτισμού ουρανίου που του δίνει τη δυνατότητα παραγωγής πυρηνικών όπλων, της παραγωγής βαλλιστικών πυραύλων όλο και μεγαλύτερου βεληνεκούς, αλλά και της καλής συνεργασίας με τη Μόσχα μέσω της επικείμενης αγοράς τελευταίας τεχνολογίας ρωσικών μαχητικών αεροσκαφών.
Για τους παραπάνω λόγους, μπορεί η Σαουδική Αραβία να έρχεται κοντά με το Ιράν, ωστόσο συνεχίζει να επιδιώκει σταθερά στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ και πρόσβαση σε αμερικανικό εξοπλισμό, με αντάλλαγμα την εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ. Στην «εξίσωση» μπαίνουν και επιμέρους προβληματισμοί, όπως το γεγονός ότι οι εξαγωγές αργού πετρελαίου από το Ιράν προς την Κίνα αυξάνονται, απομειώνοντας την ισχύ των διεθνών κυρώσεων κατά του ιρανικού καθεστώτος, «καταβροχθίζοντας» παράλληλα και μερίδιο της Σαουδικής Αραβίας στην συγκεκριμένη αγορά.
Μπροστά σε αυτές τις μεγάλες γεωπολιτικές εξελίξεις, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) απλά παρακολουθεί, χωρίς να μπορεί να παίξει κάποιο κρίσιμο ρόλο και να δώσει απαντήσεις σε μία σειρά από ερωτήματα που την απασχολούν, που εκκινούν από την ενεργειακή ανασφάλεια, την έλλειψη ισχυρών περιφερειακών συνεργασιών και φτάνουν μέχρι και τις κοινωνικές εντάσεις στο εσωτερικό των κρατών-μελών. Οι ηγεσίες της ΕΕ, κυρίως η Κομισιόν, το Βερολίνο και το Παρίσι, συνεχίζουν όχι μόνο να μην επιλέγουν πολιτικές που θα οδηγούσαν σε ενεργειακή αυτάρκεια την Ένωση, θα στήριζαν τις κοινωνίες και την εσωτερική αγορά και θα καθησύχαζαν τις βαθιές ανησυχίες και τους φόβους για μεγάλη ύφεση μέσα στο 2023, αλλά κυρίως να μην αντιλαμβάνονται τις ιστορικές αλλαγές που προκύπτουν στη διεθνή σκακιέρα.
Το Παρίσι βρίσκεται εγκλωβισμένο στην δίνη των μαζικών κινητοποιήσεων για το ασφαλιστικό νομοσχέδιο. Η ΕΕ προσπαθώντας να απαντήσει στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και το νόμο InflationReductionAct – IRA («BuyAmerican»), ο οποίος παρέχει εκπτώσεις φόρου και επιδοτήσεις σε καταναλωτές και εταιρείες των ΗΠΑ για «πράσινα» προϊόντα όπως ηλεκτρικά οχήματα, ανεμογεννήτριες κ.ά., με την προϋπόθεση ότι αυτά θα παράγονται εντός των αμερικανικών συνόρων, εμφανίζει πρόταση για μικρότερο πρόγραμμα που όμως είναι ξεκάθαρο πως θα χρησιμοποιηθεί από τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες της Κεντρικής Ευρώπης μεγαλώνοντας το χάσμα Βορρά και Νότου. Το Βερολίνο στην μετά Μέρκελ εποχή δείχνει να ακολουθεί τυφλά την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Οι τιμές της ενέργειας στην Ένωση εκτινάσσονται πολύ πάνω από τις αντίστοιχες στις ΗΠΑ, και παράλληλα οι κοινωνικές εντάσεις φουντώνουν.
Με δύο λόγια, η ΕΕ βρίσκεται εγκλωβισμένη στα δικά της αδιέξοδα και δεν συμμετέχει στις νέες εξελίξεις και κινήσεις τόσο στη γεωγραφική της «γειτονιά», όσο και σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό είναι αποτέλεσμα της έλλειψης πολιτικής βούλησης, αλλά και των προβληματικών πολιτικών αποφάσεων τόσο της Κομισιόν, όσο και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι υποψήφιος βουλευτής στον (Β1) Βόρειο Τομέα Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Περιφερειακός Σύμβουλος Βορείου Τομέα Αθηνών)