Ακόμη και για τα δεδομένα της πολυκύμαντης Ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, είναι ιστορικό φαινόμενο αυτό που παρακολουθούμε στη Γαλλία:
Ένας, εν πολλοίς «κατασκευασμένος» άνωθεν, πολιτικός του Κέντρου, όπως ο Εμανουέλ Μακρόν, αντιμετωπίζει σε μια εκλογική αναμέτρηση την Ακροδεξιά και αμέσως μετά αντιμετωπίζει την Αριστερά- απειλούμενος και από τις δυο πλευρές, διαδοχικά.
Οι εξελίξεις στο Παρίσι ενδέχεται πάντα να οδηγήσουν ξανά- με εντελώς δυσλειτουργικό και ετερόκλιτο τρόπο αυτή τη φορά – σε «συγκατοίκηση». Αλλά με φόντο πλέον την αδιαφορία της πλειοψηφίας των ψηφοφόρων, σε βαθμό απαξίωσης της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Απαξίωση με αντιφάσεις: μέσα σε πενήντα μέρες , οι Γάλλοι ψηφοφόροι είχαν τη μια φορά να ανταλλάξουν τον Μακρόν με τη Λεπέν και τη δεύτερη η άλλη επιλογή τους ήταν ο Μελανσόν. Δεξιά θέλουν να πάνε τελικά ή αριστερά;
Το σκηνικό έχει στοιχεία από το ελληνικό 2012. Τον Μάιο οι ψηφοφόροι κατεδάφισαν τα δυο κόμματα εξουσίας που κυβέρνησαν εναλλασσόμενα από το 1974. Τον Ιούνιο αποκατέστησαν σχετικά το ένα και έστειλαν στο περιθώριο το άλλο, βάζοντας στη θέση του μια ομάδα της Αριστεράς που φυτοζωούσε ως τότε στο πολιτικό περιθώριο.
Η ερμηνεία ότι αυτό υπήρξε αποτέλεσμα του Μνημονίου από τη μια πλευρά και της χαρισματικής προσωπικότητας του Αλέξη Τσίπρα από την άλλη, είναι επιδερμική.
Πίσω από αυτά βρισκόταν ότι βρίσκεται και στη Γαλλία: η διασταύρωση της οικονομικής κρίσης με την πολυετή κρίση αντιπροσώπευσης του πολιτικού συστήματος. Η σήψη στο κράτος, η διαφθορά στην πολιτική τάξη και οι πολιτικές που διευρύνουν τις ανισότητες, αποκαθηλώνουν τα παραδοσιακά σχήματα διακυβέρνησης.
Συμβαίνει και εις Παρισίους: όταν αυτοί που εξαγοράζουν την ψήφο με παροχές, ξεμένουν από λεφτά απαξιώνονται και η κοινωνία εκδηλώνεται με αντικοινοβουλευτικές συμπεριφορές, αντισυστημικές αντιδράσεις και αντιευρωπαϊκά αντανακλαστικά. Ιδίως από ομάδες πληθυσμού που ωθούνται στο περιθώριο.
Κάπως έτσι στη δεύτερη πιο ισχυρή κοινοτική χώρα, απαξιώθηκαν οι παραδοσιακές παρατάξεις – της κάποτε ισχυρής Αριστεράς συμπεριλαμβανομένης . Μαζί τους χάθηκε και η παραδοσιακή «μεγαλοπρέπεια» που ανέδυε το γαλλικό πολιτικό σύστημα και η πολιτική συμπεριφορά των πολιτών εκπίπτει σε τυφλή διαμαρτυρία.
Η κατάρρευση της ένδοξης Δεξιάς που θεμελίωσε την Ε΄ Δημοκρατία, αλλά και η εξαφάνιση των Σοσιαλιστών που έβαζαν τη δική τους σφραγίδα στον ναρκισσισμό μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης σε υποχώρηση, έφεραν τους Γάλλους ψηφοφόρους αντιμέτωπους με κενο εκπροσώπησης. Αυτό είναι η κερκόπορτα της Κοινοβολευτικής Δημοκρατίας.
Στη θέση τους ο Μακρόν, με το πιο ισχνό ιδεολογικό φορτίο που είχε ποτέ κεντρικό πολιτικό πρόσωπο στη Δυτική Ευρώπη και με ένα νεοπαγές φιλελεύθερο, πολυσυλλεκτικό κίνημα του συρμού, εξελίχθηκε από το 2017 σε ισχυρό παράγοντα και Γαλλία και στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρά τον ελιτισμό και τις ταξικές μονομέρειες της πολιτικής του, γίνεται δεκτός πλέον ως πυλώνας αντίστασης της λειτουργικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας που στη Γαλλία απειλείται με περιορισμούς από τη μισαλλόδοξη Ακροδεξιά της Λεπέν και η αναχρονιστική Αριστερά του Μελανσόν.
Από αυτή την άποψη , ο «εκβιασμός» που υπέστησαν τον περασμένο Απρίλιο οι Γάλλοι ψηφοφόροι για να καταλήξουν στον Μακρόν, ήταν λυτρωτική διέξοδος απέναντι στην προοπτική ευρύτερης αποδιάρθρωσης: οι αντίπαλοι του είναι και αντίπαλοι της Κοινοτικής Ευρώπης.
Έχουν ήδη πολύ ζωτικό χώρο στη διάθεσή τους- αν συνυπολογιστούν ο Σαλβίνι στην Ιταλία, οι ακροδεξιές εκλάμψεις στη βόρεια Ευρώπη και οι ακραίοι του Ουγγρο-πολωνικού αντι-ευρωπαϊσμού.
Η αιτία δεν είναι ο «λαϊκισμός» που αναφέρουν οι συντηρητικοί αναλυτές. Περισσότερο αποδυναμώνει τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία στα μάτια των λαών , η ανισότητα, με την εγκατάλειψη – υπέρ των ισχυρών και των πλουσίων- της πολιτικής πρόνοιας και κοινωνικής δικαιοσύνης και η υποχώρηση της ευρωπαϊκής ιδέας.
Οι κυβερνήσεις, αλλά και η γραφειοκρατία που εγκαθιστούν στο κοινοτικό κέντρο, δεν υπηρετούν με επάρκεια το ευρωπαϊκό όραμα που για χρόνια απορροφούσε την ανασφάλεια των λαών.
Στη Γαλλία η καταστροφή του παλιού γαλλικού πολιτικού συστήματος- όπως έγινε παλαιότερα στην Ιταλία για άλλους λόγους- και η αντικατάσταση κομμάτων και πολιτικών με λαοπλάνους, παίρνει τυφλά χαρακτηριστικά απομάκρυνσης και από την κοινή ευρωπαϊκή πορεία.
Από αυτή την άποψη η, ασθμαίνουσα έστω, αντοχή του Γάλλου προέδρου – ανεξάρτητα από το εσωτερικό μοντέλο άνισης, διακυβέρνησης -συνιστά προσφορά στον Κοινοβουλευτισμό και στην Ευρώπη. Έστω και αν όπως δήλωσε όταν κέρδισε τη δεύτερη θητεία: «ξέρω ότι με ψηφίσατε χωρίς να με εμπιστεύεστε».
Και στην Ελλάδα; Αν δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά της παράδοσης που μεταφέρει αέρηδες από την Ευρώπη -με ή χωρίς καθυστέρηση- αποτελούν προπαγανδιστικές προχειρολογίες οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί ότι η επικράτηση Μακρόν ενισχύει τη ΝΔ ή ότι η νεκρανάσταση Μελανσόν, δίνει αέρα στα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ.
Το στοιχείο των διπλών γαλλικών εκλογών που αναζητά χαραμάδες, για να εγκατασταθεί στο συλλογικό πολιτικό υποσυνείδητο των Ελλήνων ψηφοφόρων- που ήδη έκαναν ασκήσεις προετοιμασίας τον Μάιο του 2012- είναι ο αντικοινοβουλευτισμός. Ελλοχεύει, όπως το 2015 είχε φτάσει σε σημείο βρασμού ο αντιευρωπαϊσμός.
Η απλή αναλογική που επέβαλε αβασάνιστα ο Τσίπρας και η υπερισχυμένη που έφερε ιδιοτελώς ο Μητσοτάκης, αντί να ενισχύσουν την τάση συμμετοχής, διαμορφώνουν στους πολίτες διαθέσεις παραίτησης από το δικαίωμα εκλογής της κυβέρνησης.
Ο λόγος είναι ορατός. Από τη στιγμή που όσοι διεκδικούν να κυβερνήσουν δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη, το εκλογικό σύστημά γίνεται αντιληπτό ως μηχανισμός επικράτησης και κρατάει μακριά από την κάλπη όλο και μεγαλύτερο μέρος των εκλογέων.
Η αγωνία στην οποία υποβάλλεται αυτή τη χρονιά το Παρίσι για δυο – ή μάλλον για τέσσερις- εκλογικές, βραδιές, στην Ελλάδα θα έχει άλλα χαρακτηριστικά, αλλά τις ίδιες αιτίες: την κόπωση του εκλογικού σώματος από την πολιτική τάξη.
Η πιθανή υπο-εκπροσώπηση της κοινωνίας στην επόμενη Βουλή- α λα Γαλλία- ανεξάρτητα από τους συσχετισμούς της, είναι ο τριγμός που ακούγεται σε όλη την Ευρώπη. Ελλάς- Γαλλία- Αδιαφορία.
(Ο Γιώργος Λακόπουλος είναι δημοσιογράφος)