Σε ποια φάση όμως βρίσκει η νέα πραγματικότητα τις μικρές επιχειρήσεις όσον αφορά στηνψηφιακή τους ωριμότητα, κατά τη χρονική περίοδο εξάπλωσης της πανδημίας;
Η συζήτηση για το «ψηφιακό χάσμα» και τη θέση της χώρας στις σχετικές διεθνείς αξιολογήσεις είναι ήδη αρκετά διαδεδομένη. Σύμφωνα με το SBAFactSheet(2019), οι δείκτες που σχετίζονται με το ηλεκτρονικό εμπόριο τοποθετούν τη χώρα στις χαμηλότερες θέσεις ως προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ) που εκτελούν προμήθειες ηλεκτρονικά (6%έναντι 25,85% μ.ο.) και τις ΜμΕ που αναπτύσσουν ηλεκτρονικές πωλήσεις (10,66% έναντι 16,57% μ.ο. ΕΕ-28).
Βάσει της πρόσφατης έκθεσης του δείκτη ψηφιακής οικονομίας και κοινωνίας (DESI) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα παραμένει στις χαμηλότερες θέσεις στην Ευρώπη(26η θέση σε επίπεδο ΕΕ-28) (EuropeanCommission, 2019).
Σε επίπεδο μάλιστα ενσωμάτωσης ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις (μια από τις βασικές κατηγορίες δεικτών του DESI), η Ελλάδα τοποθετείται στη 22η θέση με το ποσοστό να υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της Ε.Ε. με κάποια μικρή βελτίωση σε επιμέρους δείκτες, ενώ κατατάσσεται στην 24η θέση στην κατηγορία μικρομεσαίων επιχειρήσεων που πραγματοποιούν ηλεκτρονικές πωλήσεις καιστην 21η θέση (7% των ΜμΕ) ως προς τις διασυνοριακές ηλεκτρονικές πωλήσεις (EuropeanCommission, 2019).
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, με επικέντρωση στον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρών επιχειρήσεων -η οποία πραγματοποιήθηκε ακριβώς πριν την εξάπλωση του Covid-19- που αναμένεται να δημοσιευθεί στην αμέσως επόμενη περίοδο, αναδεικνύονται τα εξής ενδεικτικά στοιχεία:
Ένα ποσοστό της τάξεως του 25,1% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι έχουν αναπτύξει συμμετοχή σε διαδικτυακή πλατφόρμα, το 20,5% των επιχειρήσεων έχουν ενσωματώσει συστήματα ηλεκτρονικών πωλήσεων,το 24,1% δηλώνει ότι έχει υιοθετήσει εφαρμογές επεξεργασίας και ανάλυσης δεδομένων παραγωγικής/εμπορικής δραστηριότητας (π.χ. analytics, bigdata), το 15% δηλώνει χρήση εφαρμογών υπολογιστικού νέφους, ενώ το 12,3% δηλώνει ότι υιοθετεί εφαρμογές αυτοματοποίησης στην παραγωγική διαδικασία,με τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις (σε επίπεδα κύκλου εργαζομένων και αριθμό εργαζομένων) να καταγράφουν εμφανώς υψηλότερα ποσοστά ενσωμάτωσης σχετικών συστημάτων.
Μόνο το 29,7% των επιχειρήσεων δηλώνουν ότι έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις τα τελευταία 3 έτησε τεχνολογικό/ψηφιακό εξοπλισμό (π.χ. λογισμικό, ψηφιακές συσκευές και εφαρμογές), ενώ το 28,5% έχει πραγματοποιήσει επενδύσεις σε λοιπά μηχανήματα και μηχανολογικό εξοπλισμό,με υψηλότερα ποσοστά να εντοπίζονται στις κατηγορίες τζίρου πάνω από 300.000€.
Περίπου 1 στις 2 επιχειρήσεις από αυτές που πραγματοποίησαν επενδύσεις, προχώρησε σε επενδύσεις χαμηλότερες από 15.000€, ενώ περίπου 1 στις 4 επενδύσεις εντοπίζονται κάτω ακόμη και από το ποσό των 5.000€.
Το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό (83,2%) των επιχειρήσεων που πραγματοποίησαν επενδύσεις κατά τα 3 προηγούμενα έτη, χρηματοδότησαν τις επενδύσεις αυτές με ίδια κεφάλαια, έναντι των πολύ χαμηλών ποσοστών αξιοποίησης του τραπεζικού δανεισμού και των προγραμμάτων χρηματοδότησης (π.χ. ΕΣΠΑ).
Τα βασικότερα εμπόδια για τις περισσότερες επιχειρήσεις ως προς την ενσωμάτωση τεχνολογικού εξοπλισμού ή την υιοθέτηση ψηφιακών λύσεων και εργαλείων παραμένουν τόσο η έλλειψη χρηματοδότησης όσο και το υψηλό κόστος αγοράς και συντήρησης εξοπλισμού.
Εν συντομία, τα παραπάνω επιλεγμένα στοιχεία αναδεικνύουν,μεταξύ άλλων, το χαμηλό βαθμό υιοθέτησης σύγχρονων ψηφιακών συστημάτων, τη σχετικά περιορισμένη ψηφιακή προσαρμογή ενός μεγάλου τμήματος των μικρών επιχειρήσεων, την περιορισμένη επενδυτική δραστηριότητα -ως προς το πλήθος των επιχειρήσεων αλλά και την κλίμακα των επενδύσεων- σε επίπεδο τεχνολογικού/ψηφιακού εξοπλισμού καθώς και την ύπαρξη ισχυρών εμποδίων ως προς την σχετικά χαμηλή πρόσβαση σε χρηματοδοτικά εργαλεία. Επιπλέον, το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό των -ούτως ή άλλως περιορισμένων- επενδύσεων που βασίζεται υπέρμετρα σε ίδια κεφάλαια, θα βρεθεί αντιμέτωπο με τα άμεσα και ασφυκτικά προβλήματα ρευστότητας που προέκυψαν ως συνέπεια του Covid-19.
Ως εκ τούτου, φαίνεται ότι μεγάλο μέρος των μικρών επιχειρήσεων θα κληθείάμεσα να αντιμετωπίσει μια ισχυρή τριπλή πρόκληση στη «μετά Covid-19 εποχή» που περιλαμβάνει:i)την ανάγκη προσαρμογής στις υφιστάμενες ψηφιακές προκλήσεις που προκύπτουν από την κλιμάκωση του νέου τεχνολογικού κύματος της λεγόμενης «4ης Βιομηχανικής Επανάστασης», ii) την αντιμετώπιση ενός έντονα και επιταχυνόμενα ψηφιοποιούμενου οικονομικού περιβάλλοντος, ως συνέπεια και των επιπτώσεων του Covid-19, που θα οξύνειτάσεις «ψηφιακών χασμάτων» μεταξύ ψηφιακά προηγμένων και λιγότερο ψηφιακά ανεπτυγμένων επιχειρήσεων και iii) την επιβίωση, λειτουργία και ανάπτυξη των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων σε ένα ευρύτερο περιβάλλον «απομόχλευσης», οικονομικής ύφεσης, συναφών μακροοικονομικών και χρηματοδοτικών περιορισμώνκαθώς και εντατικοποιημένου ανταγωνισμού.
Η επόμενη μέρα επιφυλάσσει υψηλότερους και επιταχυνόμενους βαθμούς «ψηφιοποίησης» αλλά ταυτόχρονα και μια οικονομική πραγματικότητα με νέες μορφές ισχυρών προκλήσεων και ψηφιακών ανισοτήτων. Εάν όμως οι οικονομίες είναι τόσο ευάλωτες όσο και οι πιο αδύναμοι κρίκοι τους, τότε η συντεταγμένη υποβοήθηση και υποστήριξη της ψηφιακής μετάβασης των μικρών επιχειρήσεων μέσω κατάλληλων πολιτικών αναδεικνύεται σε βασική προϋπόθεση οικονομικής ανασυγκρότησης και ανάκαμψης.
Ο Αντώνης Αγγελάκης είναι επιστημονικό στέλεχος του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ (Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ)
* To παρόν άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις του γράφοντος