Η κατάθεση των προτάσεων από την κυβέρνηση για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας. Ένα παραγωγικό μοντέλο που αποδείχθηκε, όπως οι περισσότεροι ομολογούν, αναποτελεσματικό να αντιμετωπίσει το σύνολο των κρίσεων των τελευταίων ετών αλλά ταυτόχρονα ατελές ως προς το στόχο διεκδίκησης μιας καλύτερης θέσης στον παγκόσμιο ανταγωνισμό καταμερισμού εργασίας, παραγωγής και επενδύσεων.
Οι διαθέσιμοι πόροι των 32 δισ.€, που πρέπει να απορροφηθούν ως το 2026, δίνουν στη χώρα τη δυνατότητα να κινητοποιήσει τις υγιείς εγχώριες παραγωγικές δυνάμεις, να αναδείξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της, να αφυπνίσει και να ενεργοποιήσει το αργούν δυναμικό στην κατεύθυνση του ριζικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας.
Παράλληλα, να προσελκύσει άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό, αποσκοπώντας στη μείωση του επενδυτικού κενού, στο έλλειμμα παραγωγικότητας, στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και φυσικά στην τόνωση της απασχόλησης.
Ταυτόχρονα σε θεωρητικό πάντα επίπεδο, δίνεται τόσο η δυνατότητα επούλωσης των πληγών που άνοιξε και ανέδειξε η πανδημική κρίση όσο και το περιθώριο κατάλληλης προετοιμασίας των προκλήσεων του μέλλοντος. Κυρίαρχη πρόκληση αυτή της κλιματικής αλλαγής που διαπερνά το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας με ευρείες συνέπειες στο κοινωνικό σύνολο.
Αναγκαία προϋπόθεση επιτυχούς και πολλαπλασιαστικής θετικής επίδρασης αποτελεί η εφαρμογή ενός εκταταμένου προγράμματος αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που θα δημιουργήσουν την κατάλληλη, ισχυρή βάση για τη βέλτιστη αξιοποίηση των συνολικών κονδυλίων που θα εισρεύσουν ως το 2027. Σαφώς αποτελεί μεγάλη πρόκληση η ετοιμότητα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά και του ιδιωτικού τομέα, να ανταποκριθεί στις νέες υψηλές απαιτήσεις καθώς η απορρόφηση των ευρωπαϊκών πόρων αποτέλεσε μια από τις βασικές αδυναμίες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο μελετώντας την καταθετημένη πρόταση της κυβέρνησης προκαλούνται κάποια κρίσιμα σημεία – ερωτηματικά.
Ένα πρώτο σημείο αφορά την ακολουθούμενη διαδικασία, καθώς πρώτα κατατέθηκε στις Βρυξέλλες και κατόπιν τούτου ξεκινάει η διαβούλευση με τους φορείς και τα πολιτικά κόμματα εντός του Κοινοβουλίου. Από την αρχή ήταν γνωστό ότι η διάρκεια του Ταμείου Ανάκαμψης και η διαθεσιμότητα των πόρων αφενός υπερβαίνει τη συνταγματική διάρκεια της παρούσας κυβέρνησης και αφετέρου ότι οι πόροι λόγω του πρωτοφανούς μεγέθους τους, έδιναν και δίνουν μια τεράστια ευκαιρία στη χώρα ουσιαστικού μετασχηματισμού και δομικών αλλαγών.
Θα ήταν ωφέλιμο να είχε προηγηθεί ένας ευρύς δημόσιος διάλογος από τον περασμένο Ιούλιο, που έλαβε χώρα η ιστορική συμφωνία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ζήτημα της αποτελεσματικής εκμετάλλευσης αυτής της ευκαιρίας αφορά το σύνολο των πολιτών και θα καθορίσει το μέλλον της χώρας σε χρονικό ορίζοντα πέραν της τρέχουσας δεκαετίας.
Επομένως κρίνεται κρίσιμο ο διάλογος που θα εκκινήσει τις προσεχείς εβδομάδες να επιδιώξει εκτός της εύρεσης της βέλτιστης μεθοδολογίας αξιοποίησης και πολλαπλασιαστικής επίδρασης στους μακροοικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες, τη μέγιστη δυνατή συναίνεση των παραγωγικών και πολιτικών δυνάμεων ως ένα θέμα εθνικής εμβέλειας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι αντίστοιχη μεθοδολογία ακολουθήθηκε και για το έργο της επιτροπής Πισσαρίδη. Ουδέποτε τα μέλη της, ομολογουμένως επιφανείς οικονομολόγοι, ήρθαν σε συζήτηση με τα πολιτικά κόμματα προκειμένου να καταθέσουν τις απόψεις τους, την εμπείρια τους για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και τις προτεραιότητες ενός εκτεταμένου προγράμματος μετασχηματισμών.
Μελετώντας τους βασικούς άξονες του σχεδίου διαπιστώνεται η ορθή διασύνδεση και συμφωνία του ελληνικού σχεδίου με τους βασικούς τομείς και στόχους που έθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την πράσινη μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή. Δράσεις που συντονίζονται με την παγκόσμια τάση, προκλήσεις που θα μας απασχολήσουν σοβαρά στο άμεσο μέλλον, και τομείς που μπορούν να προκαλέσουν σημαντική αύξηση των επενδύσεων και ενίσχυση της απασχόλησης.
Ωστόσο από το παρόν σχέδιο απουσιάζουν κρίσιμα σημεία τα οποία αφενός αφορούν τις διαχρονικές αδυναμίες του παραγωγικού υποδείγματος αφετέρου δεν δείχνουν να λαμβάνουν υπόψη τις ελλείψεις και τα προβλήματα που ανέδειξε και προκάλεσε – τόσο στον παρόντα χρόνο όσο και σε μέλλοντα – η πανδημική κρίση. Ενδεικτικά θα αναφερθούμε σε δυο από αυτές.
Ως πρώτη δομική αδυναμία του παρόντος σχεδίου είναι η παντελής απουσία αναφοράς στην δημιουργία ενός ισχυρού και αποτελεσματικού συστήματος υγείας. Σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πλέον παραδεκτό ότι αποτελεί βασική προϋπόθεση της βιώσιμης ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής η ισχυροποίηση του συστήματος υγείας, σε βαθμό που να μπορεί να καλύψει τόσο έκτακτες συνθήκες, όπως οι σημερινές, όσο και τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται από άλλες εξελίξεις όπως για παράδειγμα οι δημογραφικές μεταβολές. Αν το συμπέρασμα που βγαίνει από την προβληματική διαχειριστική αντιμετώπιση της πανδημίας είναι μόνο η ανάγκη μέτρησης της αποτελεσματικότητας του συστήματος υγείας και ο – αναγκαίος – ψηφιακός μετασχηματισμός των υπηρεσιών του, τότε μάλλον βρισκόμαστε στην πρώτη φάση – της άρνησης – που περιγράφει η επιστήμη της ψυχολογίας.
Δεύτερη αδυναμία αποτελεί η απουσία μιας συνολικής πολιτικής για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Σύμφωνα με το σχέδιο η μείωση των ανισοτήτων θα προέλθει από τις προωθούμενες αλλαγές στην αγορά εργασίας και την ενίσχυση της απασχόλησης που θα προκαλέσουν με τη σειρά τους την βελτίωση των εισοδημάτων, ενώ γίνεται αναφορά στον εξορθολογισμό των κοινωνικών παροχών.
Στον αντίποδα μια συνολική συνεκτική πρόταση θα συμπεριλάμβανε την προώθηση πολιτικών εξάλειψης του κοινωνικού αποκλεισμού, μείωσης των διακρίσεων φύλου, ηλικίας, εθνικότητας κ.α, τόνωσης της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας. Επίσης την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, τον περιορισμό του κινδύνου φτώχειας και εισοδηματικής ανισότητας και φυσικά την ενίσχυση της απασχόλησης και του διαθέσιμου εισοδήματος. Να υπογραμμισθεί ότι το ζήτημα της μείωσης των ανισοτήτων αποτελεί ένα από τα κυρίαρχα θέματα της παγκόσμιας ατζέντας και έναν από τους βασικούς στόχους του ΟΗΕ για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεπειών στο κοινωνικό σώμα απαιτεί πέραν της βέλτιστης αξιοποίησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων τον συγχρονισμό με μια διαφορετική δημοσιονομική πολιτική. Το σκέλος της δημοσιονομικής πολιτικής είναι μια δύσκολη και σύνθετη άσκηση καθώς απαιτεί την εύρεση ισορροπίας σε τρεις άξονες. Πρώτος, την αναγκαστική αύξηση των δαπανών για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης. Δεύτερος, τη συνεπακόλουθη διόγκωση του ελλείμματος και ειδικά του δημόσιου χρέους σε επίπεδα ανώτερα του 200%/ΑΕΠ. Τρίτος άξονας, η επικείμενη ενεργοποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας.
Οι αποφάσεις που θα ληφθούν τον επόμενο χρόνο σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα έχουν καθοριστικό ρόλο στον καθορισμό των περιθωρίων για την απαραίτητη υποστήριξη της κοινωνικής συνοχής και την υποβοήθηση της αξιοποίησης των εισερχόμενων πόρων.
Πρακτικά, τυχόν επιστροφή στην απαίτηση επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2022 θα περιορίσει τόσο τη δυνατότητα παρεμβάσεων για την εξάλειψη των συνεπειών της πανδημίας όσο και τη θετική πολλαπλασιαστική επίδραση από την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Οι προτάσεις του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου είναι θετικές και θα πρέπει η ελληνική πλευρά να κινηθεί προς την κατεύθυνση συγκρότησης συμμαχιών για την υιοθέτηση τους. Ιδιαίτερα στο σκέλος που αφορά την παροχή ευελιξίας για τους παραμετρικούς κανόνες μείωσης του χρέους και “παραγωγής” πλεονασμάτων. Βέβαια χωρίς να παραμερίζεται ο στόχος της δημιουργίας ενός μόνιμου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού μηχανισμού, με επίκεντρο τις επενδύσεις και τις δημόσιες δαπάνες στοχεύοντας στην περαιτέρω σύγκλιση των οικονομιών των χωρών – μελών. Στην επικείμενη εγχώρια συζήτηση για την αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων θα ήταν χρήσιμο να προστεθεί και αυτή η κρίσιμη παράμετρος και γιατί όχι η δημιουργία μιας κοινής πολιτικής θέσης.
Ο Δημήτρης Λιάκος είναι Οικονομολόγος, πρώην Υφυπουργός