Από μόνη της η συζήτηση γύρω από τις δημοσκοπήσεις είναι άκαιρη σε μια περίοδο τόσο μεγάλης κοινωνικής έντασης και πόνου, σε μια συγκυρία απανωτών κρίσεων. Όταν η υγειονομική μάχη εξελίσσεται, όταν χιλιάδες πολίτες άμεσα (ως ασθενείς) ή έμμεσα (ως συγγενείς και φίλοι) δοκιμάζονται, το να καταγράφεις συν και μείον, παραπέμπει σε πολιτική μυωπία.
Οι δημοσκοπήσεις κυρίαρχο αντικείμενο κι ενδιαφέρον αυτή την περίοδο δεν πρέπει να έχουν το αν η κυβέρνηση έχασε ή αν η αντιπολίτευση έχασε λιγότερο ή κέρδισε. Το ενδιαφέρον της στατιστικής βρίσκεται στις κοινωνικές τάσεις κι όχι στα πολιτικά ερωτήματα ή στην πρόθεση ψήφου.
Δεν παραβλέπω προφανώς την όποια πολιτική διεργασία, ούτε λησμονώ πως τα πάντα στη ζωή είναι πολιτική. Όμως σε μια περίοδο μάχης, το να μιλάμε για πρόθεση ψήφου είναι σαν να έκαναν γκάλοπ οι αμερικανικές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις για το αν θα πρέπει ή όχι να πραγματοποιήσουν την απόβαση στη Νορμανδία.
Οι παραπάνω επισημάνσεις δεν έρχονται σε μια περίοδο που η Νέα Δημοκρατία όπως κάποιοι θα ήθελαν “καταποντίζεται”. Αντιθέτως, παρά τα οξυμένα προβλήματα και τις δύσκολες αποφάσεις που ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγκάζεται να πάρει, η αξιοπιστία του ίδιου και της κυβέρνησης του παραμένουν υψηλά. Στόχος δεν είναι η αποφυγή των πολιτικών ερωτημάτων, για τα οποία όμως χρόνος θα υπάρξει λίγο πιο μετά (βλ. https://www.ieidiseis.gr/eidiseis/opinions/item/66911-dimitris-markopoulos-o-polemos-kai-to-tameio). Όταν δηλαδή η χώρα και ο πλανήτης θα βγουν από αυτό το πρόβλημα που λέγεται COVID 19. Ο λόγος γίνεται για τα ευρήματα στο πεδίο του εμβολιασμού ή καλά – καλά και της ίδιας της άρνησης ύπαρξης του φονικού ιού. Η συζήτηση οφείλει να ξεκινήσει αναφορικά με το υγειονομικό μοντέλο που χρειάζεται να προκύψει και την επένδυση στο κράτος πρόνοιας και πρόληψης τέτοιων φαινομένων.
Την Κυριακή που μας πέρασε, ο νομπελίστας Οικονομολόγος Χριστόφορος Πισσαρίδης παρά τις κραυγές της αντιπολίτευσης κατά το οικονομικού σχεδίου του και των καταγγελιών του ως “νεοφιλελεύθερο”, ξεκαθάρισε σε συνέντευξή στο ΒΗΜΑ πως το Κράτος είναι αναγκαίο στο χώρο της υγείας και της πρόληψης υπογραμμίζοντας κόντρα στις Κασσάνδρες πως “το Κράτος έχει ευθύνη να παρέχει βοήθεια εκεί που υπάρχει ανάγκη κι εκεί που δεν διασφαλίζεται ιδιωτικώς”. Αναφερόμενος ειδικότερα στη μετά κορωνοϊό περίοδο και τις ανάγκες της, υπογράμμισε την αξία ενός ισχυρού Κράτους σε αυτή την κατεύθυνση, δίδοντας απαντήσεις στους λαϊκιστές που ψάχνουν κάθε ευκαιρία για να ασκήσουν εύκολη αντιπολίτευση. Αυτή όμως είναι και η κοινωνική τάση που καταγράφεται στις περισσότερες μετρήσεις κοινής γνώμης, την οποία οφείλουν όλοι να σεβαστούν. Η διατήρηση του κράτους πρόνοιας, κάτι στο οποίο εξάλλου η Νέα Δημοκρατία έχει ξεκάθαρα δεσμευτεί.
Η άλλη τάση που από μόνη της δημιουργεί μεγάλη συζήτηση είναι ο αντιεμβολιασμός. Όταν πολίτες απαντούν σε ποσοστά από 20% έως 30% πως δεν επιθυμούν να κάνουν εμβόλιο, οφείλουμε να κινητοποιηθούμε. Όχι κατασταλτικά, αλλά ενημερωτικά όπως είπε και ο πρωθυπουργός το περασμένο Σάββατο στη Θεσσαλονίκη. Σε μια περίοδο που η πανδημία σαρώνει τα πάντα, είναι ευθύνη της Πολιτείας με τρόπο οργανωμένο σωστά να ενημερώσει την κοινή γνώμη για την αξία του εμβολιασμού και να λύσει με τρόπο κατανοητό όλες τις απορίες. Η καχυποψία είναι έμφυτη στον άνθρωπο, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ζητήματα υγείας. Όμως έμφυτη είναι και η αγάπη για τη ζωή. Και ζωή δίχως εμβολιασμό, ζωή δίχως τις επιστημονικές βοήθειες που οδηγούν τις εξελίξεις δεν μπορεί να υπάρξει.
Η συζήτηση λοιπόν γύρω από τις δημοσκοπήσεις σε αυτές τις δύο βασικές κατευθύνσεις οφείλει να γίνει. Στη στήριξη του κράτους πρόνοιας και στον εμβολιασμό. Όσοι βιαστούν να βγάλουν πολιτικά συμπεράσματα, όσοι σπεύσουν να “προφητεύσουν” εξελίξεις ή – ακόμα χειρότερα- όσοι σπεκουλάρουν επάνω στην υγειονομική κρίση, είναι βέβαιο πως μελλοντικά θα είναι εκείνοι που θα απολογηθούν.
Ο Δημήτρης Μαρκόπουλος είναι βουλευτής ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Β’ Πειραιά