Η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση, αλλά και με πολλές και σύνθετες γεωπολιτικές εξελίξεις.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει προκαλέσει μία άνευ προηγούμενου αλλαγή στους περιφερειακούς συσχετισμούς, τόσο εντός του ΝΑΤΟ όσο και εντός της ΕΕ. Η Ένωση επιβάλλει διαρκώς νέες κυρώσεις στη Ρωσία, οι οποίες και δεν έχουν επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και βαθαίνουν τα προβλήματα στις ήδη ευάλωτες διμερείς μας σχέσεις. Οι συνέπειές τους πυροδοτούν την κρίση στο πεδίο της ενέργειας, πλήττουν τις ίδιες τις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες και διαμορφώνουν ψυχροπολεμικό κλίμα.
Παράλληλα, στην εξωτερική πολιτική, η χώρα μας από πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας στη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, μετατρέπεται σε προκεχωρημένο φυλάκιο της Δύσης. Τόσο στην περίπτωση της Ουκρανίας, όσο και σε αυτή των ελληνοτουρκικών σχέσεων, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν κινείται με γνώμονα την προστασία των εθνικών συμφερόντων, κάνοντας κινήσεις που εκθέτουν τη χώρα σε πιθανούς κινδύνους και πλήττουν την πολυμερή εξωτερική πολιτική αλλά και το αμυντικό δόγμα της χώρας.
Από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Μαδρίτη η Τουρκία βγαίνει ενισχυμένη, ενώ οι δηλώσεις των αξιωματούχων των ΗΠΑ είναι υποστηρικτικές προς το αίτημα της Άγκυρας όχι μόνο για αναβάθμιση των τουρκικών F-16 αλλά και για αγορά νέων. Η ελληνική παρουσία στη σύνοδο περιορίστηκε στο ρόλο του πιστού και υπάκουου συμμάχου που δηλώνει την ικανοποίηση του για το γεγονός πως ξεπεράστηκαν οι δυσκολίες, που η Τουρκία δημιουργούσε και προχώρησε το θέμα της Φιλανδίας και της Σουηδίας.
Με τα άρθρα 7 και 8 του μνημονίου που υπέγραψαν με την Τουρκία, η Φινλανδία και η Σουηδία δεσμεύονται ότι – χωρίς περιορισμούς και προϋποθέσεις – θα πουλάνε όπλα στην Τουρκία και θα στηρίζουν τη συμμετοχή της στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ σήμερα και στο μέλλον, ανεξαρτήτως των Τουρκικών ενεργειών στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο, την Κύπρο, τη Συρία και τη Λιβύη. Με αυτή την εξέλιξη η κυβέρνηση δηλώνει ικανοποιημένη και προσπαθεί να κάνει το άσπρο μαύρο.
Την ίδια στιγμή δεν λαμβάνονται κατάλληλα και αποτελεσματικά μέτρα σε κεντρικό επίπεδο για την αντιμετώπιση αυτής της οικονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα μετά από δεκαετίες να κάνει ξανά την εμφάνισή της στην Ευρώπη μια κρίση στασιμοπληθωρισμού. Ειδικά σε οικονομίες που εφαρμόζονται οι γνωστές, αποτυχημένες νεοφιλελεύθερες συνταγές του παρελθόντος, όπως στην ελληνική, οι συνέπειες είναι βαθύτερες και ενδεχομένως μεγαλύτερης διάρκειας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει αποτύχει πλήρως να αντιμετωπίσει την υγειονομική κρίση, καθώς και μια σειρά άλλων μεγάλων ζητημάτων, με κορυφαίο την ενεργειακή κρίση και την κρίση ακρίβειας. Η αποτυχία της δεν αποτελεί προϊόν διαχειριστικής ανικανότητας, αλλά στρατηγική επιλογή με νεοφιλελεύθερο πρόσημο. Πάνω στο κύμα ακρίβειας έχουμε την «ακρίβεια Μητσοτάκη» ως αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης κερδοσκοπίας και της εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων πλήττοντας τους ασθενέστερους και τον κόσμο της εργασίας. Με τις ενέργειές της, η κυβέρνηση της ΝΔ πολλαπλασίασε τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης, αποσαθρώνοντας κάθε ελεγκτικό και ρυθμιστικό μηχανισμό στην αγορά, κάνοντας «πλάτες» στην αισχροκέρδεια, ζημιώνοντας το δημόσιο συμφέρον.
Απέναντι στη διαρκή υποβάθμιση της χώρας και στα μεγάλα κοινωνικά αδιέξοδα, η χώρα χρειάζεται άμεσα μια προοδευτική κυβέρνηση που θα μειώσει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, θα ενισχύσει την ανάπτυξη, θα προστατεύσει την κοινωνική συνοχή, θα εγγυηθεί την κοινωνική δικαιοσύνη, την ασφάλεια και την προοπτική για το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και ιδιαίτερα για τη νέα γενιά, αποκαθιστώντας και τη διεθνή εικόνα και θέση της χώρας. Η πολιτική αλλαγή είναι κοντά για να πάρει ανάσα η κοινωνία και να θωρακιστούμε καλύτερα απέναντι στην οικονομική κρίση, δίνοντας διέξοδο στις παραγωγικές δυνάμεις, ετοιμάζοντας την επομένη μέρα με αισιοδοξία, όραμα και ασφάλεια.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αττικής)