Για αρχή, τα αυτονόητα: οι σχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ με τον Τύπο – είτε μιλάμε για δημοσιογράφους, είτε για εκδότες-φορείς συγκεκριμένων συμφερόντων, ήταν συγκρουσιακή και απολύτως προβληματική από την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι δεν θα είναι μία βολική αριστερά, αλλά μία αριστερά που δε σηκώνει μύγα στο σπαθί της – είτε αυτό αφορά σε εξεγέρσεις νέων, είτε αφορά σε τυφλές πολιτικές λιτότητας που δεν οδηγούν πουθενά και για τις οποίες χρόνια αργότερα, οι εμπνευστές τους ζήτησαν συγγνώμη και παραδέχτηκαν την αποτυχία τους.
Δεν είναι, μάλιστα, υπερβολή να υποστηρίξει κάνεις ότι ίσως μαζί με τον Αντρέα Παπανδρέου, ο Αλέξης Τσίπρας υπήρξε ο πλέον στοχοποιημένος πολιτικός της Μεταπολίτευσης. Ενδεικτικό, του προβληματικού τρόπου με τον οποίο διαχειρίζονταν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το γεγονός ότι αμέσως μετά στην λίστα των στοχοποιημενων πολιτικών, φιγουράρουν και πάλι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ… Όλα τούτα, σε συνδυασμό με τον απόλυτα στρεβλό τρόπο λειτουργίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης στην χώρα μας -τις τελευταίες ημέρες καίγεται η μισή Ελλάδα και τα κανάλια παίζουν επαναλήψεις του προηγούμενου χειμώνα ή αδιάφορες ταινίες… – φανερώνουν ένα πραγματικό πρόβλημα δημοκρατίας. Και, βεβαίως, επειδή η σχέση της δράσης με την αντίδραση δεν περιγράφεται μόνο με τους νόμους της φυσικής αλλά ισχύει και για τις σχέσεις πολιτικών κομμάτων – μέσων μαζικής ενημέρωσης, όσο η χώρα εισέρχεται σε μία νέα φάση τόσο είναι απαραίτητο ακόμα περισσότερο να κάνει και ο ΣΥΡΙΖΑ ότι μπορεί από πλευράς του, προκειμένου αυτή η προβληματική σχέση να διορθωθεί. Προσοχή: αυτό δε σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα γίνει βολική αριστερά -Άλλωστε, τα βιογραφικά και τα διαπιστευτήρια όλων των διεκδικούντων την προεδρία του κόμματος πιστοποιούν ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει.
Ούτε σημαίνει ότι θα πρέπει να δώσει ανταλλάγματα στην πολιτική του γραμμή, μόνο και μόνο για να αποκτήσει την εύνοια ορκισμένων αντί- ΣΥΡΙΖΑ καναλαρχών ή των δημοσιογράφων που πολλές φορές, δυστυχώς ξεχνούν τι σημαίνει δημοσιογραφία και γίνονται εκπρόσωποι των συμφερόντων των αφεντικών τους. Με άλλα λόγια, όσο υπάρχει δράση, προφανώς θα υπάρχει αντίδραση. Όσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα προκαλείται, είναι εύλογο να επιστρέφει τα πυρά. Άλλωστε, επειδή η πλειονότητα των ελληνικών μέσων μαζικής ενημέρωσης έχουν αρκετούς σκελετούς τις ντουλάπες τους, αυτό δεν είναι και ιδιαίτερα δύσκολο…
Ωστόσο, έχει πάντα σημασία ποιος ξεκινάει την δράση που προκαλεί την αντίδραση. Αυτό το αυτονόητο είπε, λοιπόν, η Έφη Αχτσιόγλου: Να μην αδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ τους δημοσιογράφους και να μην τον αδικούν κι αυτοί, αν μπορούν. Όσοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να τής επιτεθούν, άλλαξαν μία λέξη και μαζί τους και το νόημα. Είναι άλλο πράγμα η φράση «ο ΣΥΡΙΖΑ να μην αδικεί τους δημοσιογράφους και οι δημοσιογράφοι να μην τον αδικούν» και άλλο η φράση «ο ΣΥΡΙΖΑ να μην αδικεί τους δημοσιογράφους για να μην τον αδικούν». Το πρώτο είναι μία αυτονόητη διαπίστωση που ισχύει σε όλες τις εποχές, σε όλες τις χώρες, για όλα τα κόμματα. Το δεύτερο, το λες και υπονοούμενο συναλλαγής. Μπορεί, λοιπόν, όσοι έβαλαν αυτό το «για» που αλλάζει τα πάντα στο νόημα, να αισθάνονται την ανάγκη να (υπερ)προβάλλουν «πετσωμένα βοθροκάναλα» για να δικαιολογούν την αθυρόστομη και αχαλίνωτη ύπαρξή τους, ωστόσο είναι άλλο πράγμα οι πολιτικές διαφορές κι άλλο η μονταζιέρα.
ΥΓ: Αυτό το «αν μπορούν», στην κατάληξη της επίμαχης δήλωσης της υποψήφιας προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, είναι βρετανικού τύπου φλέγμα και ειρωνεία που βγάζει μάτι ως προς το αν η ίδια πιστεύει ότι μπορούν οι δημοσιογράφοι να σταματήσουν να βλέπουν το ΣΥΡΙΖΑ σαν πολιτικό αντίπαλο. Αλλά από όσους μετέρχονται τέτοιες μεθόδους φτηνής μονταζιέρας, είναι μάλλον υπερβολική απαίτηση να αξιώσει κανείς να αντιληφθούν την ειρωνεία…
(Ο Γιώργος Μελιγγώνης είναι δημοσιογράφος)