Οι σοκαριστικές περιπτώσεις γυναικοκτονιών που έχουν αποκαλυφθεί τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, φέρνουν για άλλη μία φορά στο προσκήνιο ένα κρίσιμο ζήτημα:
Πώς αντιμετωπίζεται η ενδοοικογενειακή βία, ως πτυχή της έμφυλης βίας.
Και αυτό γιατί οι δράστες των δολοφονιών που σχετίζονται με το φύλο, με βάση τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται, είναι πολύ συχνά σύζυγοι, πρώην σύζυγοι ή σύντροφοι των θυμάτων.
Όσο και αν η έννοια της ενδοοικογενειακής βίας δεν μας δημιουργεί άμεσα τον συνειρμό μίας δολοφονίας που σχετίζεται με το φύλο, είναι ώρα πλέον να συνειδητοποιήσουμε ότι μία γυναικοκτονία είναι η κατάληξη, σε αρκετές περιπτώσεις, αυτού του φαινομένου.
Αυτό άλλωστε εξηγεί και το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις γυναικοκτονίας, ο σύντροφος έχει επιδείξει μακρόχρονη κακοποιητική συμπεριφορά.
Και μάλιστα, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι κάποιες φορές οι δράστες «κορύφωσαν» την κακοποιητική τους συμπεριφορά, όταν τα θύματα απείλησαν να τους εγκαταλείψουν ή αφού το έπραξαν.
Οι αιτίες μίας κακοποιητικής πράξης δεν έχουν διαβάθμιση.
Τα φαινόμενα αυτά, είτε αφορούν σε λεκτική βία, είτε σε σωματική, είτε σε εγκλήματα κατά της ζωής, έχουν τη ρίζα τους στα ανδροκρατικά και πατριαρχικά στερεότυπα που εξακολουθούν να καθορίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις.
Τα ίδια ακριβώς στερεότυπα ωθούν τους δράστες να μετατρέπουν, πολλές φορές, τα ίδια τους τα παιδιά σε «τρόπαια» της βίαιης επιβολής τους στο θύμα.
Σε κάθε περίπτωση, η κακοποιητική συμπεριφορά είναι μία επιλογή συνειδητή, που στόχο έχει να πλήξει το θύμα και φυσικά ό,τι σχετίζεται με αυτό, όπως ανήλικα παιδιά, ηλικιωμένους γονείς, μωρά, ακόμη και ζώα.
Για τον λόγο αυτό, οι έκνομες και απάνθρωπες αυτές συμπεριφορές, δεν μπορεί να συσχετίζονται – και επομένως να δημιουργούν δήθεν άλλοθι για τον θύτη – με τη συμπεριφορά του θύματος.
Τα φαινόμενα αυτά είναι δυστυχώς σε έξαρση. Είδαμε κατά τη διάρκεια των περιοριστικών μέτρων που λήφθηκαν για την αντιμετώπιση της πανδημίας, να αυξάνονται παγκοσμίως, κατακόρυφα.
Άλλη μία απόδειξη ότι τα έμφυλα στερεότυπα υπάρχουν, είναι ακόμα εδώ…
Ακόμα και αν γίνονται βήματα προόδου αυτά αναβιώνουν ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων, κατά τις οποίες η γυναίκα είναι διαχρονικά ο εύκολος στόχος: στην εργασία, την επαγγελματική της σταδιοδρομία, στην οικογένεια, το σπίτι, παντού…
Για όλους αυτούς τους λόγους, η Πολιτεία οφείλει να εντείνει την προσπάθεια εκπαίδευσης της κοινωνίας, ώστε αυτή να αναγνωρίζει όλες τις εκφάνσεις του φαινομένου.
Άλλωστε η ανάπτυξη ή η ενδυνάμωση της κοινωνικής συνείδησης, σε όλα τα θέματα, περνά πρωτίστως μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία και φυσικά την οικογένεια.
Εκεί δομείται ο σκληρός πυρήνας του τρόπου σκέψης των αυριανών πολιτών.
Ιδιαίτερα στην εκπαίδευση θα πρέπει να δοθούν περισσότερα και αποτελεσματικότερα εκπαιδευτικά εργαλεία καλλιέργειας των αξιών της ανοχής, της διαφορετικότητας, της ισότιμης συμμετοχής και βέβαια της μη βίας.
Η Πολιτεία θα πρέπει, επίσης, μέσα από στρατηγικές δράσης ευαισθητοποίησης, ενημέρωσης και πληροφόρησης, σε συνεργασία και με τον ιδιωτικό τομέα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και την κοινωνία των πολιτών, να συμβάλει στην ανάπτυξη ισχυρών κοινωνικών αντανακλαστικών για τη μη ανοχή απέναντι σε κάθε μορφή βίας.
Είναι άμεση προτεραιότητα επίσης, η ενίσχυση άμεσα και σημαντικά της παροχής στήριξης και φροντίδας προς τα θύματα, ώστε να νιώσουν ασφάλεια και σιγουριά για το μέλλον τους – και μάλιστα μακροπρόθεσμα – μακριά από τον κακοποιητή τους.
Εν όψει των τεράστιων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, όπου η επίτευξη της έμφυλης ισότητας αποτελεί κρίσιμο παράγοντα ευημερίας, οφείλουμε να επιταχύνουμε στα ζητήματα ενίσχυσης της ασφάλειας των γυναικών, ως κύριων θυμάτων έμφυλης βίας, σύμφωνα και με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.
Οι γυναίκες στον 21ο αιώνα πρέπει να νιώθουν ασφαλείς σε όλους τους τομείς της ζωής τους.
Είναι προϋπόθεση για την ενίσχυση της κοινωνικής ειρήνης, την αύξηση της παραγωγικότητας, την ευημερία των κοινωνιών, την ίδια τη Δημοκρατία.
Η Όλγα Κεφαλογιάννη είναι βουλευτής Α΄ Αθηνών της Νέας Δημοκρατίας, πρώην υπουργός