«Αρχίζεις να σώζεις τον κόσμο, σώζοντας έναν άνθρωπο τη φορά – όλα τα υπόλοιπα είναι πομπώδης ρομαντισμός ή πολιτική».
Τσαρλς Μπουκόφσκι
Μια εργαζόμενη στο νοσοκομείο «Σωτηρία» βρήκε το κουράγιο να καταγγείλει την άσκηση βίας από αστυνομικό σε βάρος ψυχικά ασθενούς. Υπήρξε μάρτυρας της αστυνομικής αυθαιρεσίας στην εφημερία της ψυχιατρικής κλινικής. Η γυναίκα είχε μεταφερθεί εκεί από δύο αστυνομικούς και έπεσε θύμα της αγριότητας του ενός, επειδή σηκώθηκε από την καρέκλα της μετά από τρεις ώρες αναμονής. Τη χαστούκισε, την κλώτσησε, της τράβηξε τα μαλλιά.
Το έχει ξανακάνει; Μάλλον. Θα τιμωρηθεί γι αυτό; Δύσκολο. Συμβαίνει συχνά σε ακούσιες νοσηλείες ψυχικά ασθενών; Πιθανό. Το ξέρουν οι «αρμόδιοι»; Κάνουν πως δεν το ξέρουν. Γιατί; Γιατί μπορούν. Πού οφείλεται η αδράνεια όσων είναι μπροστά; Κοιτάζουν τη δουλειά τους.
Το αρνητικό ελληνικό ρεκόρ στη «βίαιη προσαγωγή» ανθρώπων που χρειάζονται ψυχική φροντίδα αποτελεί στίγμα για τη δημοκρατία, τον πολιτισμό και τη δημόσια υγεία στη χώρα μας. Η υφυπουργός Υγείας Ζωή Ράπτη δεσμεύτηκε ότι θα το παλέψει και θα κριθεί στην πράξη και στο χρόνο. Η προηγούμενη κυβέρνηση Τσίπρα έχει κριθεί ήδη (και) γι αυτό: Δεν άφησε έργο για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης σε ό,τι αφορά την κατάργηση της ιδρυματικής περίθαλψης και την πλήρη ανάπτυξη κοινοτικών υπηρεσιών που να μπορούν να καλύψουν όλες τις ανάγκες με όρους αξιοπρέπειας για τους ωφελούμενους.
Γιατί η ψυχιατρική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε δυναμικά όταν η Λέρος έγινε παγκόσμιο σύμβολο για τη βαρβαρότητα του εγκλεισμού ψυχικά ασθενών αφέθηκε στην τύχη της; Μια ερμηνεία είναι ότι οι ψυχικά ασθενείς που μπορεί να νοσηλευτούν δεν αποτελούν ενδιαφέρον εκλογικό κοινό για τα κυβερνώντα κόμματα. Συναφές είναι επίσης ότι υπάρχουν ισχυρές αντιστάσεις από συντεχνίες και τοπικά συμφέροντα, όπως συμβαίνει κάθε φορά που επιχειρείται μια τόσο ριζική αλλαγή.
Ας πάμε στη θέση του αστυνομικού που εντέλλεται να συνοδεύσει τον ψυχικά ασθενή στην ψυχιατρική κλινική. Τον κάλεσαν γιατί ο πάσχων είχε παραλήρημα, μπορεί να είχε γίνει ή να φαινόταν επιθετικός, η συμπεριφορά του ήταν εκτός ελέγχου και η οικογένειά του, καλώς ή κακώς, και πάντως επειδή δύσκολα θα μπορούσε να βρει ουσιαστική βοήθεια στην κοινότητα, απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα ζητώντας να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία.
Είναι κουρασμένος τόσα χρόνια στο δρόμο. Ούτε ο μισθός είναι καλός ούτε έχει κύρος πια η στολή. Με μισό μάτι τον κοιτάζουν πολλοί και ούτε που τους νοιάζει ότι μπορεί να δουλέψει νύχτα, σε γιορτές και αργίες, ότι μπορεί να κινδυνεύσει η σωματική του ακεραιότητα.
Από τα λίγα που ξέρει θεωρεί επικίνδυνο κάθε πρόσωπο που έχει ψυχιατρικά προβλήματα. Γενικά δεν θέλει πολλά-πολλά με τους τρελούς. Ούτε τους βλέπει διαφορετικά από έναν κοινό κρατούμενο. Αμα δεν συμμορφώνονται, θυμώνει. Και όταν θυμώνει επιβάλλεται – με τη βία, αν χρειαστεί.
Ας πάμε στη θέση της εργαζόμενης που έδειξε γενναιότητα.
Με την πανδημία τα είδε όλα. Εξουθενώθηκε στο νοσοκομείο, καθημερινά μέσα στην αρρώστια και το θάνατο. Στερήθηκε την αγκαλιά των δικών της ανθρώπων για να μην τους μολύνει, δούλεψε ατελείωτες ώρες σε απίστευτα σκληρές συνθήκες, χωρίς καμία ανταπόδοση, γιατί αυτή είναι η δουλειά της και την έκανε όσο καλύτερα μπορούσε από υπευθυνότητα και ανθρωπικά.
Οταν είδε τον αστυνομικό να χτυπά τη γυναίκα έξω από την ψυχιατρική κλινική δεν ήξερε τι να κάνει. Πήρε την αστυνομία. Μα την αστυνομία για να «μαζέψει» τον αστυνομικό; Τα χασε. Ηταν σαν να τραβάει την ίδια από τα μαλλιά. Αισθανόταν στο σώμα της τα χτυπήματα. Στην αρχή σάστισμα και μετά θυμός, λύπη, απόγνωση. Ισως θυμήθηκε κάτι που λέει ο Αρθουρ στην ταινία «Joker»: «Το χειρότερο που περιμένουν από τους ανθρώπους με ψυχική ασθένεια είναι να συμπεριφέρονται σαν να μην την έχουν».
Είναι η πρώτη φορά που είδε από κοντά αστυνομικό να βιαιοπραγεί εναντίον πολίτη. Και τι πολίτη, τον πιο αδύναμο. Τι άνθρωπος είναι αυτός και ποιος θα τον σταματήσει; Εκείνη δεν μπόρεσε. Ούτε που έδωσε σημασία στις διαμαρτυρίες της. Αλλά δεν μπορούσε να το αφήσει πίσω της αυτό που έζησε. Την ακολουθούσε το απελπισμένο βλέμμα αυτής της γυναίκας. Και έκανε μήνυση. Γι αυτήν και για τους άλλους.
Ας πάμε στη θέση του ψυχικά ασθενούς που μεταφέρεται με το περιπολικό στην ψυχιατρική κλινική. Πονάει αφόρητα, μέσα του βαθιά, για κάτι που οι γύρω του δεν καταλαβαίνουν. Ακούει φωνές, βλέπει μορφές, μιλάει και δεν του απαντούν, φωνάζει και δεν τον ακούν, διαλύεται από την αγωνία και τον τρόμο μέσα σε έναν κόσμο σκοτεινό και απειλητικό – κι όμως οι άλλοι τον φοβούνται. Είναι σαν να τον έχει παρασύρει ένα ορμητικό ποτάμι και πλέοντας να χτυπάει σε κοφτερές πέτρες και άγρια βράχια, να έχει χάσει τον έλεγχο του σώματός του και να μην μπορεί να βγει από το νερό, να ματώνει, να βυθίζεται, να πνίγεται και κανείς να μην είναι εκεί για να τον σώσει. Οσοι τον βλέπουν παραξενεύονται, μπορεί και να φοβούνται, μα τι φοβούνται αλήθεια;, ίσως τους τρομάζει το αλλόκοτο στο βλέμμα του, τα χείλη του που τρέμουν, τα δάκρυά του και μετά το γέλιο του.
Δεν καταλαβαίνει γιατί τον ακινητοποίησαν αυτοί οι ξένοι με τη στολή και πού τον πάνε. Του μιλούν απότομα, τον σπρώχνουν, τον βρίζουν, του φέρονται σαν χει κάνει κάτι κακό, σαν να τον τιμωρούν. Κοντά του δεν υπάρχει κανένα οικείο πρόσωπο, το περιβάλλον γύρω είναι τρομακτικό, δεν γνωρίζει κανέναν και κανείς δεν τον γνωρίζει.
Ίσως αυτή είναι η έσχατη ευαλωτότητα. Να μην ξέρεις πού είσαι, για πόσο, ποιος είσαι, ποιοι είναι οι άλλοι, τι θα γίνει μετά, αν υπάρχει μετά.
Πιο σοβαρό από το να χάσεις το μυαλό σου είναι να χάσεις την ψυχή σου. Και «αν έχεις χάσει την ψυχή σου και το ξέρεις, τότε έχει μείνει λίγη ακόμα ψυχή για να χάσεις” (Μπουκόφσκι και αυτό).
Η ανάρτηση-καταγγελία
Στο τμήμα Επειγόντων που εργάζομαι στο νοσοκομείο Σωτηρία και σε εφημερία ψυχιατρικής κλινικής, ασθενής συνοδευόμενη από δύο αστυνομικούς μπροστά στα μάτια μου, στη βάρδια μου δέχτηκε επίθεση και λεκτική κ σωματική από τον έναν από αυτούς.
Διαμαρτυρηθηκα, φώναξα, κάλεσα αστυνομία γιατί θεώρησα απαράδεκτο μια κοπέλα που περιμένει στο χώρο αναμονής του νοσοκομείου και χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας, να γίνεται έρμαιο του εκνευρισμού του αστυνομικού που τη συνοδεύει.
Η κοπέλα τόλμησε να σηκωθεί απλά από την καρέκλα που περίμενε κοντά στο τρίωρο.
Ο αστυνομικός εκνευρίστηκε τη βούτηξε απ το μαλλί, την έριξε κάτω, την κλώτσησε, της έριξε χαστούκια κ σπρώχνοντάς τη βίαια την έβαλε να καθίσει πάλι στη θέση της.
Δεν τον προκάλεσε, δεν προσπάθησε να διαφύγει, δεν έκανε τίποτα που να δικαιολογεί τη βία του.
Μου είπαν κι αυτός κ ο συνάδελφος του “να κοιτάζω τη δουλειά μου”.
Η δουλειά μου λοιπόν είναι να εξυπηρετω ασθενείς. Κ οι ψυχιατρικοι ασθενείς δεν είναι ασθενείς β κατηγορίας!!!! Είναι άνθρωποι που χρήζουν φροντίδας κ όχι προπηλακισμου!!!
Να σέβονται οι κύριοι αστυνομικοί λοιπόν τον ιερό χώρο ενός νοσοκομείου κ τους ασθενείς που συνοδεύουν.
Δεν θα μπορούσα να επιτρέψω στον εαυτό μου να κλείσει τα μάτια κ να κάνω ότι δεν είδα.
Οι ψυχιατρικοι ασθενείς είναι άνθρωποι που πρέπει να συνοδεύονται από ανθρώπους με ενσυναίσθηση γιατί δεν είναι σακοι του μποξ. Είναι ματωμένες ψυχές κ οφείλουμε να τους προστατεύουμε.
Σήμερα κατέθεσα μήνυση κ θα ήμουν πολύ χαρούμενη αν βάζω ένα λιθαράκι για την προστασία τους.
Μας αφορά όλους.
Η Αγγελική Σπανού είναι δημοσιογράφος-συγγραφέας