Όπως σε σχεδόν κάθε θέμα της επικαιρότητας, έτσι και στο ζήτημα των πλειστηριασμών, υπάρχουν δυο αφηγήματα. Το αφήγημα του κυρίαρχου λόγου ισχυρίζεται, ότι ο αργός βηματισμός στη διενέργεια πλειστηριασμών (σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα), η μη διενέργεια των προγραμματισμένων πλειστηριασμών, η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των διαδικασιών της αναγκαστικής εκτέλεσης (πχ στη σύνταξη πίνακα διανομής του πλειστηριάσματος μεταξύ των δικαιούχων, που μπορεί να οφείλεται σε άσκηση ενδίκων βοηθημάτων, αποχές δικηγόρων, συμβολαιογράφων, αναστολές λόγω covid19, καθυστερήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου κλπ), η έλλειψη πλειοδοτών αποτελούν τροχοπέδη στην προσπάθεια ανάκτησης των δανείων από τους μηχανισμούς ανάκτησης και τελικά, στην προσπάθεια ανάπτυξης της οικονομίας.
Το διαμετρικά αντίθετο αφήγημα ισχυρίζεται, ότι όσα συμβαίνουν με τους πλειστηριασμούς δεν είναι τίποτα περισσότερο από εκδήλωση των παθογενειών της ελληνικής οικονομίας, του τραπεζικού συστήματος και της δικαιοσύνης, που μας οδήγησαν στην οικονομική κατάρρευση του 2010-2018 και οι οποίες ουδέποτε αντιμετωπίστηκαν ριζικά.
Τη στιγμή που γράφεται τούτο το άρθρο, στην ιστοσελίδα ηλεκτρονικών πλειστηριασμών eauction.gr έχουν αναρτηθεί συνολικά 134.894 πλειστηριασμοί, εκ των οποίων οι 1241 είναι προγραμματισμένοι για να διενεργηθούν εντός της επόμενης εβδομάδας1.
Οι τράπεζες εμπλέκονται στην επίσπευση του 88% των ολοκληρωμένων πλειστηριασμών, ενώ το 69% των περιπτώσεων στρέφεται κατά της περιουσίας φυσικών προσώπων.To 32% των πλειστηριασμών αφορά κατοικίες. Στις περιπτώσεις οφειλών φυσικών προσώπων για τις οποίες εκπλειστηριάστηκαν κατοικίες, εκτιμάται ότι το 48% των συνολικών απαιτήσεων δεν μπορούν να εξοφληθούν, με βάση τις τιμές εκκίνησης των εν λόγω ολοκληρωμένων πλειστηριασμών, με συνέπεια οι οφειλέτες, παρόλο που έχασαν την περιουσία τους να εξακολουθούν να οφείλουν2.
Αν δούμε την πλευρά των τραπεζών, θα δούμε ότι η τελευταία στρατηγική επιλογή της χώρας, μέσω του προγράμματος «Ηρακλής», ήταν να ελαφρύνει τους τραπεζικούς ισολογισμούς από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, οδηγώντας μέσω κολοσσιαίων τιτλοποιήσεων (περί τα 24 δισ. ευρώ), τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε εταιρείες ειδικού σκοπού του εξωτερικού (funds), με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, ώστε να παράσχει δυνατότητες χρηματοδότησης της οικονομίας. Εντούτοις, παρά την προσαρμογή που έχει γίνει, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια παραμένουν σε πολλαπλάσιο επίπεδο από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών. «Η παρουσία σημαντικών όγκων μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών μειώνει την ικανότητά τους να εκπληρώνουν τη λειτουργία τους ως φορείς χορήγησης πιστώσεων στην πραγματική οικονομία», επισημαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο3.
Αν, από την άλλη, δούμε την πλευρά των οφειλετών, πέραν του Ν. 3869/2010 (που έμεινε γνωστός ως «Νόμος Κατσέλη»), άλλες σημαντικές πρωτοβουλίες αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους δεν ελήφθησαν. Μάλιστα, με την εφαρμογή του νέου Πτωχευτικού Δικαίου («Δεύτερη ευκαιρία», sic) από τον Ιούνιο του 2021, καταργήθηκε ο Ν. 3869/2010 και μαζί καταργήθηκαν και οι τελευταίες δυνατότητες για την προστασία της κύριας κατοικίας (πχ με την κατάργηση του αρ 12 του Ν. 3869/2010 οι κληρονόμοι του οφειλέτη που είχε υπαχθεί σε δικαστική ρύθμιση του Ν. 3869/2010, δεν έχουν πια το δικαίωμα να υποβάλλουν αίτηση δικαστικής ρύθμισης των κληρονομικών οφειλών για τη διάσωση της κύριας κατοικίας τους, αλλά υπεισέρχονται στο χρέος, στο ύψος που είχε πριν την δικαστική αναδιάρθρωση και μάλιστα, προσαυξημένο κατά τους τόκους της οφειλής, δυνάμενοι μόνο, είτε να διαπραγματευτούν με τον πιστωτή μια ρύθμιση της οφειλής, είτε να πτωχεύσουν, χάνοντας και την κύρια κατοικία τους, σύμφωνα με το νέο πτωχευτικό δίκαιο).
Την ίδια στιγμή, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανήλθε σε 16.170 EUR το 2020, ποσό που αντιστοιχεί στο 60% περίπου του μέσου όρου της ΕΕ (26.380 EUR),ενώ στον ίδιο χρόνο οι επενδύσεις ήταν ιδιαιτέρως χαμηλές (11,7 % του ΑΕΠ το 2020 έναντι 22,3 % στην ΕΕ). Το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε απότομα το 2020, στο 125,3% του ΑΕΠ ενώ το κόστος δανεισμού (επιτόκια δανεισμού νοικοκυριών και επιχειρήσεων) παραμένει υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ και ταυτόχρονα από τα υψηλότερα στην Ευρωζώνη4, τόσο για τα νοικοκυριά, όσο και για τις μικρές επιχειρήσεις5. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα η οποία εμφανίζει μειωμένο κατώτατο μισθό τον Ιανουάριο του 2020 συγκριτικά με τον Ιανουάριο του 2010 και μάλιστα κατά 12%6, ενώ διατηρεί την πρώτη θέση στην νεανική ανεργία7 και στα κόστη στέγασης. Ένας στους τρεις κατοίκους στην Ελλάδα δίνει περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των αναγκών στέγασης8. Tο ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης.
Αν μέσα σε όλα αυτά προστεθούν και τα φαινόμενα της εποχής (ζήτηση ακινήτων για βραχυχρόνια μίσθωση-Airbnb, ζήτηση ακινήτων για τουριστική εκμετάλλευση σε συνθήκες «επενδυτικής ευκαιρίας», προς άμεση απόκτηση/ανάκτηση ρευστότητας, πληθωρισμός, αύξηση επιτοκίων κλπ) τότε, μπορεί να γίνει αντιληπτή η ταλάντευση της αγοράς ακινήτων επί ξυρού ακμής, μεταξύ ευκαιρίας και φούσκας.
Φαίνεται ότι η Ελληνική κοινωνία μπήκε σε Μνημόνια το 2010 ούσα υπερχρεωμένη και βγήκε από τα Μνημόνια το 2018 εξακολουθώντας να βαρύνεται με τα ίδια χρέη αλλά και παράγοντας διαρκώς νέα, δίχως καμία πραγματική δυνατότητα να τα εξυπηρετήσει και χωρίς καμία πρωτοβουλία ριζικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες εξασφάλισαν την απρόσκοπτη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος αλλά αντιμετώπισαν μόνο αποσπασματικά ή απέφυγαν να αντιμετωπίσουν (και κατ’ αποτέλεσμα, κατάφεραν να μην αντιμετωπίσουν) το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους. Χρέος το οποίο δημιουργήθηκε υπό συνθήκες αμφισβητούμενης νομιμότητας και πάντως, περιέλαβε κονδύλια αμφισβητούμενης νομιμότητας, χάρη στην εν πολλοίς διαχρονικά και θεσμικά επιτρεπόμενη αυθαιρεσία των προμηθευτών στην ελληνική οικονομία. Χρέος το οποίο διαιωνίζεται αυξανόμενο, είτε μέσω μακροχρόνιων ρυθμίσεων με αυξημένα επιτοκιακά κόστη και επί τη βάσει ανεδαφικών υποθέσεων (επί της ουσίας επιρρίπτοντας τα χρέη στις επόμενες γενεές), είτε μέσω πλειστηριασμών, με τους οποίους, αν και ρευστοποιείται το σύνολο της περιουσίας των οφειλετών, οι τελευταίοι εξακολουθούν να είναι αενάως οφειλέτες.
Ξέρω, συνηθίζεται οι αρθρογράφοι να προσπαθούν να κρατήσουν ίσες αποστάσεις, για να ικανοποιήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλήθος αναγνωστών, αλλά παραμένω προσηλωμένος στο αληθές και στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα απαιτεί να ληφθούν σοβαρές νομοθετικές πρωτοβουλίες με στόχο την δημιουργία διαφανών διαδικασιών αξιολόγησης και αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους ή ακόμα και διαδικασίες επαναγοράς χρέους εκ μέρους των οφειλετών, καταβάλλοντας ένα premium σε σχέση με το ποσό έναντι του οποίου τιτλοποιούνται οι απαιτήσεις.
Η πραγματικότητα απαιτεί διαγραφή σημαντικού μέρους αυτού του ιδιωτικού χρέους, εφόσον τα προσωπικά και εισοδηματικά χαρακτηριστικά του οφειλέτη ή η αντικειμενική αξία της υπέγγυας περιουσίας υποστηρίζουν τέτοια μέτρα, παράλληλα με κανονιστικές υποχρεώσεις συμμόρφωσης και συμμετοχής από την πλευρά των πιστωτών, αλλά και τη θέσμιση δυνατότητας υποβολής αίτησης παροχής εννόμου προστασίας, ώστε, αφενός μεν να υπάρχουν εγγυήσεις δίκαιης κρίσης, αφετέρου δε να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της ατιμώρητης αυθαιρεσίας θεσμικών φορέων. Η δυνατότητα της ρύθµισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, µε απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νοµιµοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να µην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε µία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν µπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όµως να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συµφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά µέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναµη προάγοντας την οικονοµική και κοινωνική δραστηριότητα9.
Απαιτείται, ίσως, ακόμα και επαναξιολόγηση των βασικών δικαιϊκών αρχών επάνω στις οποίες δομείται το νομικό μας σύστημα, ώστε, αφενός μεν να ανταποκρίνεται στα δεδομένα της εποχής, αφετέρου δε, να παρέχει όντως πραγματική «δεύτερη ευκαιρία» και όχι να παρουσιάζει ως τέτοια την πτώχευση, για τον οφειλέτη που δεν δύναται να πράξει άλλως. Σε διαφορετική περίπτωση, τόσο βάρος στις πλάτες της κοινωνίας, όχι μόνο υπονομεύει την προσπάθεια πραγματικής οικονομικής ανάκαμψης, αλλά απειλεί να μας συνθλίψει εκ νέου.
(Ο Μάριος Μαρινάκος είναι Διαπιστευμένος διαμεσολαβητής υπουργείου Δικαιοσύνης, δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω, MSc Law and Economics)
1 Στοιχεία από την ιστοσελίδα eauction.gr
2 Στοιχεία από το iMedDLab
3 Έκθεση Ελέγχου Ελεγκτικού Συνεδρίου 7/2021
4 Πηγή: https://www.euro-area-statistics.org/bank-interest-rates-loans?cr=eur&lg=el&page=2&template=1
5 Ευρωπαϊκή Επιτροπή ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ, Έκθεση χώρας 2022 – Ελλάδα, SWD(2022) 609 final
6 Eurostat, Minimum wage statistics, Data extracted in January 2022
7 Eurostat, Υouth unemployment rates and ratio 2020
8 Eurostat, Housing cost overburden rate 2020
9 Από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 3869/2010