Οι πολλοί και κακοί νόμοι θεωρούνται, παγίως και αδιαλείπτως, αιτία μιας κακής διακυβέρνησης. Ειδικά, όσον αφορά την Δημοκρατία, αυτή πλήττεται βάναυσα από την ύπαρξή τους. Και τούτο, διότι η Δημοκρατία στηρίζεται στο κράτος δικαίου. Οι αποφάσεις, δηλαδή, μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης πρέπει να στηρίζονται σε νόμους και κανονιστικές ρυθμίσεις.
Βεβαίως, δεν αρκεί η ψήφιση των νόμων από το Κοινοβούλιο ούτε η τυπική νομιμοποίηση των οργάνων που είναι επιφορτισμένα με την νομοθετική παραγωγή. Τα διλήμματα μεταξύ φυσικού και θετικού δικαίου έχουν, προ πολλού, ξεπεραστεί.
Εδώ και μερικές δεκαετίες, έχει δημιουργηθεί και ανθεί η επιστήμη της «Καλής Νομοθέτησης», ως ένας διεπιστημονικός κλάδος που ενσωματώνει την πρακτική γνώση των νομοτεχνητών και των σύγχρονων κοινωνικών επιστημόνων με προεξέχοντες τους θεσμικούς οικονομολόγους και τους διοικητικούς επιστήμονες με ειδικότητα στην ρυθμιστική διακυβέρνηση.
Η χώρα μας είναι ουραγός όχι μόνον όσον αφορά την θεωρητική και ερευνητική παραγωγή αλλά και ως προς την πρακτική εφαρμογή των αρχών και των κανόνων της Καλής Νομοθέτησης στο παραγόμενο από το Κοινοβούλιο ρυθμιστικό προϊόν.
Μια εξαίρεση συνιστά η αξιέπαινη προσπάθεια εμβάθυνσης στην πρακτική και την διαδικασία της ελληνικής νομοθετικής παραγωγής με βάση τους κανόνες της Καλής Νομοθέτησης που κάνει, εδώ και μια τριετία, το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦιΜ). Με μια μικρή αλλά συμπαγή ερευνητική ομάδα δημιουργήσαμε τον Δείκτη Καλής Νομοθέτησης, μια ερευνητική πρωτοπορία, η οποία, πολύ γρήγορα, εξήχθη σε άλλες χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο δείκτης ενσωματώνει τόσο τις επιστημονικές παραδοχές της Καλής Νομοθέτησης όσο και τα πιο ενδιαφέροντα σημεία από την μεθοδολογία που έχει υιοθετηθεί για τα θέματα της ρυθμιστικής διακυβέρνησης από διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΟΣΑ και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Ο Δείκτης Καλής Νομοθέτησης διαμορφώθηκε με βάση τις ακόλουθες παραδοχές:
Καλός νόμος είναι ένας νόμος ο οποίος:
– Έχει τεθεί σε προ-κοινοβουλευτική διαβούλευση η οποία έχει επαρκή διάρκεια και ικανό πλήθος συμμετεχόντων.
– Περιλαμβάνει, κατά το δυνατόν, μια ποσοτικοποιημένη εκτίμηση των αποτελεσμάτων του νόμου με βάση την Ανάλυση Κόστους-Ωφέλειας.
– Παραθέτει μέτρηση των διοικητικών επιβαρύνσεων που προκαλεί ή αίρει ο νόμος.
– Δεν δημιουργεί καινούργιες δομές και συμπληρώνει/τροποποιεί υφιστάμενες.
– Έχει ακολουθήσει πιστά την κοινοβουλευτική διαδικασία με αποφυγή επειγόντων και κατεπειγόντων.
– Έχει συζητηθεί ικανό χρόνο εντός της Ολομέλειας με κατοχύρωση του δικαιώματος και της δυνατότητας όλων των βουλευτών που το επιθυμούν να εκφραστούν επ’ αυτού.
– Περιλαμβάνει ελάχιστες, και ιδανικά μηδενικές, προσθήκες άσχετων ή και εκπρόθεσμων τροπολογιών.
– Έχει γλώσσα και σύνταξη απλή και κατανοητή, χωρίς να χρειάζεται προσφυγή σε ειδικούς για την κατανόησή του.
– Διαθέτει την απολύτως απαραίτητη έκταση και δεν αποτελεί συρραφή διατάξεων που αναφέρονται σε διαφορετικά πεδία πολιτικής.
– Έχει νοηματική και ουσιαστική αυτοτέλεια και δεν αποτελεί προσθήκη σε άλλη κανονιστική ρύθμιση – είτε διεθνή, είτε εγχώρια.
– Απαντά σε ένα πραγματικό πρόβλημα και δεν τροποποιεί νόμο ο οποίος δεν έχει προλάβει να εφαρμοστεί.
– Έχει εκδοθεί η πλειοψηφία των εξουσιοδοτικών του πράξεων εντός εξαμήνου από την ψήφισή του.
Με βάση τις άνω παραδοχές διαμορφώθηκε μέσω της κατάλληλης μεθοδολογίας ένας σύνθετος δείκτης που επιτρέπει την αξιόπιστη αποτύπωση της ποιότητας κάθε κανονιστικής ρύθμισης.
Τα συμπεράσματα που προκύπτουν από την εξέταση της νομοθετικής παραγωγής με βάση τον Δείκτη Καλής Νομοθέτησης έχουν ενδιαφέρον και, ιδού, γιατί:
Οι παθογένειες της ελληνικής νομοθέτησης εξακολουθούν να παραμένουν και να ευθύνονται για την οριακη ποιότητα τόσο της ίδιας όσο και του κράτους δικαίου.
Παρά την ισχνή βελτίωση που παρατηρείται το 2020 σε σχέση με το 2019 και το 2018, η «βαθμολογία» της νομοθέτησης μόλις και περνάει τη βάση (51/100). Βασικά προβλήματά μας εξακολουθούν να είναι:
– Το «ξεχείλωμα» της νομοθετικής ύλης. Ο νομοθετικός όγκος είναι τόσο μεγάλος (2.651 σελίδες αριθμεί η εθνική νομοθέτηση, μόνο για το 2020, στις οποίες προστίθενται οι 7.741 των κυρώσεων) ώστε το αξίωμα «άγνοια νόμου δεν συγχωρείται» να ακούγεται ως ανέκδοτο. Δραστικές πολιτικές απλούστευσης και κωδικοποίησης της νομοθετικής ύλης που είναι απολύτως απαραίτητες παραμένουν στα χαρτιά. Πλέον αυτού, η Βουλή των Ελλήνων αρνείται πεισματικά να υιοθετήσει τις σύγχρονες τεχνολογίες κατά την παραγωγή της νομοθετικής ύλης που θα της επέτρεπαν να αποφύγει επαναλήψεις και αντιφάσεις, κάτι σύνηθες παρ’ ημίν.
Να επισημανθεί στο σημείο αυτό το γεγονός ότι η εισαγόμενη νομοθετική ύλη είναι σχεδόν τετραπλάσια της εγχώριας. Σημειωτέον, ότι στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, κατά την τριακονταετία 1975-2005, η εισαγόμενη νομοθετική ύλη ήταν το μισό της συνολικής (47%).
Για τον λόγο αυτόν συνιστά σημαντικό ζήτημα για την βιωσιμότητα και την ικμάδα του κράτους δικαίου στην χώρα μας, η ενεργή συμμετοχή μας στην διαμόρφωση των κανόνων που παράγονται από τα υπερεθνικά δικαιοδοτικά όργανα. Δυστυχώς, όμως, είμαστε μακριά ακόμη από μια κατασταλαγμένη ευρωπαϊκή στρατηγική που θα επέτρεπε στη χώρα μας να έχει μια στέρεη άποψη και ενεργή στάση σε σχέση με την νομοπαραγωγική διαδικασία στις Βρυξέλλες.
– Δέκα χρόνια μετά την ψήφιση του πρώτου εθνικού ρυθμιστικού πλαισίου για την «Καλή Νομοθέτηση» (ν.4048/12) και 19 χρόνια μετά την πρώτη ευρωπαϊκή «Ανάλυση Επιπτώσεων», η Ελλάδα σκοράρει κάτω από την βάση (44/100) σε δύο κεντρικά ζητήματα της προ-κοινοβουλευτικής νομοθέτησης: Στην διαβούλευση και στην τεκμηρίωση των δημοσίων πολιτικών. Σταθερά χαμηλή είναι η ποιότητα της κοινοβουλευτικής διαδικασίας (51/100) και η εφαρμογή των νόμων (53/100), αποδεικνύοντας ότι οι νομοθετικές παθολογίες δεν περιορίζονται εντός του Κοινοβουλίου.
– Η πανδημία έβλαψε σοβαρά την καλή νομοθέτηση! Αρκεί ένα μόνο παράδειγμα: Ο νόμος 4764/2020 «Ρυθμίσεις για την προστασία της δημόσια υγείας από τις συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού Covid-19, την ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς, την επιτάχυνση της απονομής συντάξεων, τη ρύθμιση οφειλών προς τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλες κατεπείγουσες διατάξεις» (!) πέραν του ότι ανήκει στην κατηγορία των «νόμων-κουρελούδων»- μια πρακτική που καυτηριαζόταν ήδη από την δεκαετία του ‘60-αποτελεί μνημείο παραβίασης όλων των αρχών της καλής νομοθέτησης, αφού συνδυάζει παραδοσιακά και νέα αρνητικά στοιχεία: Δεν έγινε καμία διαβούλευση επί του σχεδίου νόμου ούτε πριν ούτε μετά την είσοδό του στο Κοινοβούλιο. Δημιουργήθηκαν, χωρίς καμία τεκμηρίωση, νέες δομές και σώματα. Ψηφίστηκε με την διαδικασία του κατεπείγοντος. Έχει τροπολογίες-νόμους με 22 άρθρα (sic!), με τις μισές απ’ αυτές να είναι εκπρόθεσμες και περιέχει εξουσιοδιοτήσεις για την έκδοση 74 Υπουργικών Αποφάσεων.
– Η νομοθέτηση μέσω και χάριν της εκτελεστικής εξουσίας, της κυβέρνησης, εξακολουθεί. Οι εξουσιοδοτήσεις για την έκδοση Υπουργικών Αποφάσεων ήταν πάντοτε πολλές, αποδεικνύοντας την ανισοβαρή σχέση μεταξύ μιας ισχυρής εκτελεστικής και μιας λυμφατικής νομοθετικής εξουσίας. Το ποσοστό των εξουσιοδοτήσεων για την έκδοση υπουργικών αποφάσεων, κατά την τριακονταετία 1975-2005, έφτασε 63%. Σήμερα, παρατηρείται μια ανησυχητική εξέλιξη η οποία δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε λόγω των εκτάκτων συνθηκών που επέβαλε ο κορονοϊός: Σ’ αυτή την περίπτωση ο νόμος και το κοινοβούλιο γίνονται αγωγοί των βουλήσεων της εκτελεστικής εξουσίας. Δυστυχώς, σ’ αυτό το κρίσιμο θέμα δεν υπάρχει αξιόλογη πρόοδος. Σχεδόν όλοι οι νόμοι του 2020 δίνουν, τουλάχιστον, μία εξουσιοδότηση για Υπουργική Απόφαση και ο μέσος όσος εξουσιοδοτήσεων ανά νόμο αυξήθηκε σημαντικά. Κάθε νόμος του 2020 εξουσιοδοτεί για την έκδοση 35 Υπουργικών Αποφάσεων, 45 περισσότερων από το 2019 και 10 περισσότερων από το 2018. Τι συνέβη; Κυβερνητική αβελτηρία η/και σκλήρυνση της εκτελεστικής εξουσίας; Ευκολία ρύθμισης κατά το δοκούν μέσα από εξαιρετικά γενικές εξουσιοδοτήσεις; Συμβολική νομοθέτηση;
Ό,τι κι αν συμβαίνει, είναι πλήγμα για την καλή νομοθέτηση.
Κρίσιμη υποσημείωση: Το 2020 μόνο 35% των εξουσιοδοτήσεων για Υπουργικές Αποφάσεις (δηλαδή των πράξεων ενεργοποίησης των νόμων) εκδόθηκε εντός 6 μηνών, ποσοστό καλύτερο εκείνου του 2019 (26%) και του 2018 (19%) αλλά, πάντως, χαμηλό.
Οι μη ενεργοποιούμενες εξουσιοδοτήσεις όπως και οι μη εφαρμοζόμενοι νόμοι που παραμένουν, επί μακρόν, αχρησιμοποίητοι ή εφαρμόζονται σε πολύ λίγες περιπτώσεις, παραπέμπουν σε συμβολική νομοθέτηση. Είναι οι περιπτώσεις εργαλειοποίησης του κανόνα δικαίου υπέρ μιας εντύπωσης ελέγχου των κοινωνικών προβλημάτων από τους κρατούντες.
– Η δίδυμη πληγή της νομοθέτησης μέσω υπουργικών αποφάσεων είναι η νομοθέτηση μέσω τροπολογιών. Στη χώρα μας, μια αθώα και διευκολυντική της νομοθέτησης διαδικασία, εκείνη, δηλαδή, της κατάθεσης βελτιωτικών τροπολογιών κατά την συζήτηση ενός σχεδίου νόμου στην ολομέλεια, έχει μεταβληθεί σε κερκόπορτα μέσω της οποίας εξυπηρετούνται οι πελατοκράτες πολιτικοί. Παρά την αδιάλειπτη κριτική του φαινομένου από την επιστημονική κοινότητακαι παρά τις προγραμματικές δεσμεύσεις όλων των κομμάτων που κυβέρνησαν από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ότι θα λάβουν μέτρα για τον περιορισμό της διαλυτικής για την Καλή Νομοθέτηση πρακτικής, η νομοθέτηση μέσω τροπολογιών ζει και βασιλεύει. Μάλιστα, η πρακτική αυτή μετασχηματίζεται δείχνοντας τις ατελεύτητες δυνατότητες του πελατειασμού ως παράσιτου στο σώμα της νομοθέτησης.
Πως αλλιώς να ερμηνευθεί το ότι αν και ο αριθμός των τροπολογιών που εισάγονται σε κάθε νομοσχέδιο βαίνει μειούμενος, εντούτοις αυξάνεται, κατά πολύ, ο αριθμός των άρθρων που περιλαμβάνει κάθε τροπολογία;
Το 2020 κάθε τροπολογία που εισήχθη σε σχέδιο νόμου της κυβέρνησης της ΝΔ είχε, κατά μέσο όρο, 13 άρθρα. Επρόκειτο για ολόκληρα νομοσχέδια τα οποία εισάγονταν στο εκάστοτε αρχικό νομοσχέδιο με μειωμένη διαβούλευση, επεξεργασία και χρόνο συζήτησης. Μάλιστα, σχεδόν όλες οι τροπολογίες (93%) είχαν κατατεθεί εκπρόθεσμα, μια πρακτική πέραν του ότι ελέγχεται ως εξώφθαλμα αντισυνταγματική, δεν επιτρέπει στους βουλευτές, ιδίως της αντιπολίτευσης, να μελετήσουν και να τεκμηριώσουν την θετική ή αρνητική τους ψήφο.Δεδομένου, δε, ότι οι τροπολογίες ψηφίζονται στο σύνολό τους και δεν υπάρχει δυνατότητα για τους βουλευτές να υπερψηφίζουν ορισμένα άρθρα τους και να καταψηφίζουν κάποια άλλα, τίθεται ευθέως ζήτημα κακής νομοθέτησης και απαξίωσης της νομοθετικής κοινοβουλευτικής λειτουργίας.
– Η προ-κοινοβουλευτική διαβούλευση διαρκεί, κατά μέσον όρο, 14 ημέρες. Αυτός είναι ο μέσος όρος των ημερών που διαρκεί η διαβούλευση στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αλλά, στην ελληνική περίπτωση απαντάται το βαλκανικό παράδοξοη κυβέρνηση να διαβουλεύεται ένα μέρος των διατάξεων που προτείνει, τελικά, στην εθνική αντιπροσωπεία. Στους νόμους του 2020 το ποσοστό των διατάξεων που τέθηκαν σε διαβούλευση περιορίστηκε στο 72%. Το 30% των διατάξεων που δεν τίθενται προς διαβούλευση παρουσιάζεται, για πρώτη φορά, στο σχέδιο που κατατίθεται στην Βουλή.
Έτσι, η μικρή βελτίωση του ποσοστού των νόμων που αποτελούν αντικείμενο διαβούλευσης (από 45% το 2018 αυξάνεται σε 51% το 2020) δεν είναι αρκετή για να δείξει ότι η κυβερνητική πολιτική για την νομοθέτηση προάγει την διαφάνεια και την ακεραιότητα.
Η περιορισμένη προ-κοινοβουλευτική διαβούλευση συναντά την «κάτι-σαν-διαβούλευση» διαδικασία που γίνεται κατά την διάρκεια των κοινοβουλευτικών ακροάσεων. Αποτελεί τον παραδοσιακό τρόπο διαβούλευσης των νόμων και τα ποσοστά της είναι σταθερά υψηλά. Στην τριετία κυμάνθηκαν στο 75% με υψηλότερη τιμή 82% το 2020 και χαμηλότερη, 69%, το 2019.
Η κοινοβουλευτική ακρόαση διαρκεί, συνήθως, κάποιες ώρες στην διάρκεια μιας ημέρας. Οι εκπρόσωποι των φορέων που καλούνται να αναπτύξουν τις απόψεις τους έχουν, με την ανοχή του Προεδρείου, πέντε λεπτά, και η τοποθέτησή τους αποτελεί, ουσιαστικά, μια δήλωση για την στάση του φορέα τους απέναντι στο σχέδιο νόμου. Ο αριθμός τους είναι, συνήθως, μεγάλος και οι θέσεις των προσκεκλημένων περιλαμβάνονται, αν και εξαιρετικά συνοπτικά, στο πρακτικό διαβούλευσης που προωθείται μαζί με το σχέδιο νόμου στην Ολομέλεια.
Εάν στα προηγούμενα προστεθούν οι άσχετες και εκπρόθεσμες τροπολογίες που δεν υπακούουν ούτε σε προ-κοινοβουλευτική ούτε σε κοινοβουλευτική διαβούλευση, τότε, οι επιδόσεις μας στο ένα από τα δύο σκέλη της καλής νομοθέτησης (το άλλο είναι η Ανάλυση Επιπτώσεων), είναι πτωχές.
– Η Ανάλυση Επιπτώσεων αποτελεί το τμήμα της καλής νομοθέτησης που ο νομοθέτης πρέπει να αποδείξει ότι ενεργεί ορθολογικά, στηριζόμενος στα πορίσματα και τις συστάσεις των ειδικών και των επιστημόνων. Ειδικότερες επιπτώσεις που πρέπει να μελετώνται είναι εκείνες που αναφέρονται στο περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία.
Θεμελιώδης σκοπός της Ανάλυσης Επιπτώσεων είναι να αποτυπώσει τον βέλτιστο τρόπο καταμερισμού των βαρών μεταξύ των κοινωνικών ομάδων (ποιος ωφελείται-ποιος βλάπτεται-ποιος βρίσκεται σε κίνδυνο).
Από την έναρξη εφαρμογής της καλής νομοθέτησης ως δημόσιας πολιτικής, στην χώρα μας, οι Αναλύσεις Επιπτώσεων είχαν έναν χαρακτήρα απολογητικό της πρότασης του σχεδίου νόμου. Ακόμη κι όταν συνοδεύονταν από σχοινοτενείς αναλύσεις ελάχιστη πληροφορία προσέφεραν στο κεντρικόερώτημά της: Συμβαδίζει η προτεινόμενη ρύθμιση με τις τρέχουσες απόψεις της επιστήμης και τέχνης; Yπάρχει μια, κατά το δυνατόν, δίκαιη κατανομή των βαρών και των ωφελημάτων;
Η Ανάλυση Επιπτώσεων αντί να αποτελεί μια εναλλακτική σε σχέση με άλλες λιγότερο καλύτερες, έχει μεταβληθεί σε μια γραφειοκρατική άσκηση.
Αλλά, για να αποτελέσει η Ανάλυση Επιπτώσεων μια ουσιαστική βοήθεια στον εμπλουτισμό της δημόσιας πολιτικής, πρέπει να διαλειτουργήσουν αξιόπιστες βάσεις δεδομένων και να διασφαλιστεί η πρόσβαση του εθνικού νομοθέτη σε δίκτυα μέσω των οποίων θα μπορεί να πληροφορείται σε πραγματικό χρόνο τα τεκταινόμενα και να προσαρμόζεται αναλόγως. Πρέπει, επίσης, να δημιουργηθεί η, επί χρόνια, συζητούμενη ομάδα επιτελικών στελεχών που θα μπορούν να οργανώσουν, εποπτεύσουν και αξιολογήσουν το εγχείρημα.
Ένα σημαντικό τμήμα των νόμων (35%) που ψηφίστηκαν διορθώνει άλλους νόμους που ψηφίστηκαν το ίδιο ή το προηγούμενο έτος. Η εσωστρέφεια των εθνικών κανόνων δικαίου δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Το ποσοστό των τροποποιητικών νόμων κυμαινόταν, κατά την τριακονταετία 1975-2005, στο 14%. Αυξήθηκε δραματικά κατά την περίοδο των μνημονίων και σήμερα βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Η προχειρότητα στην νομοθέτηση, η έλλειψη πρόβλεψης και ανίχνευσης του μέλλοντος μαζί με τις ταχύτατεςμεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος οδηγούν σ’ αυτό το αποτέλεσμα.
– Ψηφίζουμε νόμους με άσχετες διατάξεις που προστίθενται ακόμη και σε διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες, δημιουργώντας μια απαράδεκτη «επιχρύσωση» (goldplating). Η αλλοίωση του νεύματος και του γράμματος, ιδίως, των κοινοτικών ρυθμίσεων, αποδοκιμάζεται από την Καλή Νομοθέτηση. Πλην όμως εναπόκειται στα κράτη μέλη να σεβαστούν τους κοινοτικούς κανόνες. Το ίδιο ισχύει και για διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις της χώρας.
Η δύναμη, όμως, του πελατειασμού και τα εξαρτημένα αντανακλαστικά των κυβερνώντων οδηγούν όχι μόνον στην παραβίαση του κανόνα αποφυγής της επιχρύσωσης αλλά και στην ένταση της ρουσφετολογίας. Στην προηγούμενη διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ξεκίνησε, διστακτικά, η προσθήκη διατάξεων εθνικού ενδιαφέροντος σε διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες. Η πρακτική αυτή υιοθετήθηκε, ασμένως, από την παρούσα διακυβέρνηση της ΝΔ και η κακή αυτή πρακτική συνεχίζεται: Στις 58 κυρώσεις του 2020 παρεισέφρυσαν 20 διατάξεις εθνικού ενδιαφέροντος.
– Αλγεινή εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και της ΝΔ έχουν εγκαταλείψει την αναζήτηση και την κατάργηση των διοικητικών βαρώνστις κανονιστικές ρυθμίσεις. Το μηδενικό ποσοστό των νόμων που διερευνήθηκαν για την ύπαρξη βαρών, το 2020, συναντά το αντίστοιχο μηδενικό του 2018, αποδεικνύοντας την αδιαφορία των κυβερνήσεων για την ύπαρξη παλιάς και νέας γραφειοκρατίας που δημιουργείται μέσω της νομοθέτησης.
Γνωρίζοντας ότι κατά την εφαρμογή των ρυθμίσεων ανακύπτουν γραφειοκρατικά εμπόδια που, συχνά, επιβαρύνουν υπέρμετρα πολίτες και επιχειρήσεις και απαιτούν νέες ρυθμίσεις για την παράκαμψή τους, η Καλή Νομοθέτηση υιοθέτησε, από την αρχή, μεθόδους και πρακτικές με τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί η μείωσή τους. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται εργαλεία, όπως είναι το μοντέλο υπολογισμού του σταθερού κόστους, με το οποίο έχει υπολογιστεί το ύψος του διοικητικού βάρους στην Ελλάδα. Αυτό ανέρχεται σ’ ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό που αντιστοιχεί, κατά τον ΟΟΣΑ και την Παγκόσμια Τράπεζα, σε 10 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, ενώ κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε 7. Το ίδιο μοντέλο χρησιμοποιήθηκε για την μέτρηση των βαρών σε διάφορα πεδία πολιτικής με πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Η χώρα μας που είχε, διαπιστωμένα, έναν από τους υψηλότερους βαθμούς διοικητικών βαρών δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στον κοινό στόχο της ΕΕ για την μείωσή του κατά 25%. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως, κατάφεραν να το μειώσουν σε ποσοστό που έφθασε το 40% (Δανία).Σε συνάρτηση με το μηδενικό ποσοστό νόμων που έχουν αποτιμηθεί ως προς τα διοικητικά βάρη που προκαλούν πρέπει να εκτιμηθεί και η αξία του μικρού ποσοστού των νόμων (24%) στους οποίους έγινε κάποια διοικητική απλούστευση. Είναι δίδαγμα της κοινής πείρας ότι δεν μπορεί κανείς «και τούτο ποιείν, κακείνο μη αφιέναι». Δεν μπορεί κανείς, από την μια, να απλουστεύει και, από την άλλη να προσθέτει άκριτα νέα διοικητικά βάρη (για να έρθει στη συνέχεια να τα απλουστεύσει…). Εκτός κι αν εκείνος που το επιχειρεί είναι, κατά την ευαγγελική ρήση, υποκριτής.
Συμπερασματικά:
Πρόοδος ως προς την ποιότητα της νομοθέτησης, σε σχέση με το παρελθόν, έχει γίνει. Από τους απαράδεκτους νόμους «με αναδρομικές κυρώσεις» της εικοσαετίας 1974-1994, δηλαδή, την εκ των υστέρων κοινοβουλευτική νομιμοποίηση αποφάσεων της εκτελεστικής εξουσίας (υπουργικές αποφάσεις, πράξεις υπουργικού συμβουλίου και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου) σε ποσοστό 15% έχουμε φύγει. Υστερούμε, όμως, πολύ σε σχέση με το τι έχουν πετύχει άλλες προηγμένες χώρες. Υπάρχουν παραδείγματα και εφαρμογές της Καλής Νομοθέτησης σε αγγλοσαξωνικές χώρες που απέχουν πολύ από το να εφαρμοστούν στην χώρα μας.
Η προόδος-σημειωτόν είναι, εν τέλει, πρόοδος; Εάν απαντήσουμε θετικά, είναι πρόοδος-με-το-ζόρι. Mόνο 5 στα 18 Υπουργεία περνάνε τη βάση, αξιολογούμενα με βάση τον Δείκτη Ποιότητας Νομοθέτησης. Η χώρα χωλαίνει, ασθμαίνει και παρακολουθεί, από μακριά, τους πρωτοπόρους.
Η Καλή Νομοθέτηση περιμένει στη χώρα των «Νόμων» και της «Πολιτείας» εκείνον που δεν θα αρκείται στην αναπόληση του αρχαίου κάλλους της αλλά θα θέλει να την κάνει περήφανη και για το παρόν της.
Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι μέλος του ΑΣΕΠ, νομικός, διοικητικός επιστήμονας και πρώην βουλευτής