Από τον περασμένο Αύγουστο παρακολουθούμε άφωνοι τις εξελίξεις με τις υποκλοπές τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στην Ελλάδα. Έγινε γνωστό ότι παρακολουθούνται αρκετές χιλιάδες πολίτες και μαζί με αυτούς δεκάδες χιλιάδες άλλοι που συνδιαλέγονται τηλεφωνικά μαζί τους.
Έγινε επίσης γνωστό ότι μεταξύ αυτών ήταν και αρχηγός πολιτικού κόμματος της αντιπολίτευσης, αλλά και αρκετοί δημοσιογράφοι που ασκούσαν πραγματική και «ενοχλητική» ερευνητική δημοσιογραφία. Ήδη είχε αλλάξει το νομοθετικό πλαίσιο καταλαμβάνοντας ο ίδιος ο πρωθυπουργός την κορυφή της ιεραρχίας του διοικητικού μηχανισμού που ασκεί τις παρακολουθήσεις για λόγους δημόσιου συμφέροντος και ασφάλειας, αλλά και ροκανίζοντας τις εγγυήσεις των δικαιωμάτων των παρακολουθούμενων. Εκτός από τις παρακολουθήσεις καθεαυτές, άλλο ένα ζήτημα νομιμότητας αφορά και τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν, δηλαδή, την παράλληλη χρήση κακόβουλου-παράνομου λογισμικού που αγοράστηκε μάλιστα με δημόσιο χρήμα.
Αφού ξέσπασε το σκάνδαλο αποκαλύφθηκε ότι παρακολουθούμενοι είναι και σημαίνοντα στελέχη της ίδιας της κυβέρνησης, και τέλος του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων της χώρας μας. Στο όνομα δηλαδή της εθνικής ασφάλειας, αφού δεν φαίνεται ότι οι παρακολουθήσεις αυτές γίνονται για την διαλεύκανση ποινικών αδικημάτων (σε αντίθεση με την περίπτωση της αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), ο πρωθυπουργός και η ΕΥΠ έχουν πρόσβαση σε προσωπικά στοιχεία δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Σε τι αποσκοπεί η συλλογή αυτών των στοιχείων, αφού δεν φέρεται κανείς να ασκεί δραστηριότητες εθνικής προδοσίας, είναι μιαν άλλη δυσώδης ιστορία.
Ό,τι αρχικά επιχειρήθηκε να διαψευστεί από την κυβέρνηση, τελικά επαληθεύτηκε είτε με ομολογίες αξιωματούχων είτε με την αποκάλυψη αδιαμφισβήτητα έγκυρων εγγράφων. Συνεπώς, ό,τι μαθαίνουμε είναι πραγματικό γεγονός, και πιθανότητα, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις περισσότερα μένουν ακόμα στο πολλά υποσχόμενο σκοτάδι.
Πέρα από τις πολιτικές ευθύνες και το ουσιαστικό περιεχόμενο της λογοδοσίας ως θεμελιώδους υποχρέωσης που έχουν οι εμπλεκόμενοι, και βέβαια ο ίδιος ο πρωθυπουργός, το ζήτημα που παραμένει και μας βασανίζει είναι η διερεύνηση των ποινικών ευθυνών, οι εγγυήσεις για τις διαδικασίες και τα δικαιώματα των παρακολουθούμενων (αιτιολόγηση, ενημέρωση, διασφάλιση του απόρρητου των συνδιαλέξεων) και η τήρηση του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας (έλεγχος της εξουσίας, ιεράρχηση κανόνων δικαίου, συμμόρφωση με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου).
Το σκάνδαλο των υποκλοπών κλονίζει για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση και ένταση την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και θέτει την εξουσία μπροστά στον καταστατικό της ρόλο: να διαφυλάξει τα δικαιοκρατικά θεμέλια και το περιεχόμενο της Δημοκρατίας μας, και να δράση ώστε να διερευνηθούν όσα καταμαρτυρούνται, και να διασφαλίζει τα ατομικά δικαιώματα όλων των πολιτών πλέον δυνάμει παρακολουθούμενων-φακελωμένων.
Ο κύριος Ντογιάκος – διορισμένος Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου τον Ιούλιο του 2022–έχει εκχωρήσει στον εαυτό του νέες αρμοδιότητες που δεν έχει από το Σύνταγμα, ως αυτόκλητος βραχίονας της εκτελεστικής εξουσίας. Όχι μόνο δεν έχει επιδείξει το παραμικρό ενδιαφέρον, ούτε για τους τύπους, να κάνει τη δουλειά του αλλά παρεμποδίζει το έργο μιας ανεξάρτητης αρχής που αποτελεί το μόνο θεσμικό όργανο που δραστηριοποιείται ερευνητικά μέσα στον βούρκο των υποκλοπών.
Ο ευτελισμός του θεσμικού ρόλου του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου δεν είναι προσωπική υπόθεση του κυρίου Ντογιάκου: όλοι και όλες, μέλη του Δήμου της Ελληνικής Δημοκρατίας, χάνουμε τις εγγυήσεις των δικαιωμάτων μας που εγγράφονται στη θέση που υπηρετεί και συνεπώς αλλοιώνεται η ιδιότητα του πολίτη. Η δουλειά του, αντίθετα, θα ήταν να εκκινήσει τη διερεύνηση αξιόποινων πράξεων, αξιόπιστα και με ταχύτητα, χωρίς να χαθούν πολύτιμα στοιχεία. Ενδεχομένως και με την παραπομπή στο αυτόφωρο. Μήπως, οι περισσότερες από τις διαφαινόμενες κακουργηματικές πράξεις δεν συνεχίζουν να τελούνται πίσω από το πέπλο του απόρρητου που καλύπτει κατά βούληση την «εθνική μας ασφάλεια»;
Τίποτα από αυτά που επιτάσσει το καθήκον του δεν έπραξε ο κ.Ντογιάκος. Προφανώς γνωρίζει άριστα τις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ και των σχετικών νόμων, όμως τις παρακάμπτει, και μάλιστα με προκλητική άνεση. Πού τη βρήκε άραγε; Παρακωλύει το έργο της ΑΔΑΕ και ενδεχομένως των εισαγγελέων που θα ήθελαν να ασκήσουν τις αρμοδιότητές τους.
Δεν αποκλείεται ένας εξωτερικός παρατηρητής να διαπιστώνει ότι ο κύριος Ντογιάκος, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, συμμετέχει στη συγκάλυψη κακουργηματικών πράξεων αλλά και στη διευκόλυνση στη συνεχιζόμενη τέλεσή τους. Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά συνθέτουν ένα πρωτοφανές δυστοπικό θεσμικό περιβάλλον όπου όλα επιτρέπονται και οι εγγυήσεις των δικαιωμάτων τελούν υπό δυσερμήνευτες και θολές προϋποθέσεις.
Ποιος μας φυλάει, λοιπόν, από τους φύλακες; Στο υψηλότερο σκαλί στην κλίμακα των εγγυητών της συνταγματικής νομιμότητας βρίσκεται η Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Χωρίς να έχει ρητά την αρμοδιότητα από το Σύνταγμα να τραβάει αυτιά, η κυρία Σακελλαροπούλου είναι αρχηγός του στρατού και έχει την υψηλή επιστασία της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος.
Είναι ανθρωπίνως αδύνατον να μην ανησυχεί για το πού πάει η Ελληνική Δημοκρατία όταν τόσοι υπουργοί υπομένουν υποταγμένοι την παρακολούθησή τους από τα δεύτερα υπόγεια αλλά και το ρετιρέ της εκτελεστικής εξουσίας. Είναι αδύνατον να μην ανησυχεί όταν ο άμεσα υφιστάμενός της στρατηγός παρακολουθείται επίσης υποταγμένος, και όταν ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, έχει φύγει μακριά από το θεσμικό του δρόμο κι άλλες τέχνες απεργάζεται.
(Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι καθηγητής δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας)