Είναι από τα ενδιαφέροντα των καιρών, κυβερνών κόμμα να διατηρεί, αν όχι να αυξάνει τα ποσοστά αποδοχής του έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στη συμπλήρωση δύο χρόνων άσκησης της εξουσίας. Τα στοιχεία όλων των τελευταίων δημοσκοπήσεων – στο μέτρο που αποδίδουν τις τάσεις που επικρατούν μεταξύ των πολιτών – είναι εντυπωσιακά. Η ΝΔ προηγείται με έως 16 ποσοστιαίες μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ και ο κ. Μητσοτάκης «αντιπαρατίθεται» για την πρωτιά με τον «Κανέναν από τους δύο» και όχι με τον Αλ. Τσίπρα, που σε κάποιες τουλάχιστον από τις έρευνες, έρχεται τρίτος.
Γιατί, άραγε, συμβαίνει αυτό; Γιατί η κυβέρνηση της ΝΔ κατόρθωσε το ακατόρθωτο να γοητεύσει το εκλογικό σώμα και μάλιστα παρατεταμένα; Γιατί τα έκανε όλα τέλεια από την αρχή της πανδημίας μέχρι σήμερα; Γιατί πέτυχε όλους τους βασικούς στόχους που είχε θέσει; Γιατί οι υπουργοί της, χωρίς εξαιρέσεις, πέρασαν πάνω από τον πήχη που τους είχε βάλει το Μαξίμου;
Προφανώς όχι. Kαι λάθη έγιναν, μερικά εκ των οποίων εξόφθαλμα , και χαλάρωση τη λάθος στιγμή υπήρξε, και σύγχυση από αντικρουόμενα επικοινωνιακά μηνύματα, υπήρξε.
Δεν καταγράφηκε όμως ούτε μια στιγμή σοβαρή και ουσιαστική απόκλιση από την κοινή λογική και τον ορθολογισμό. Και αυτό του αναγνωρίζεται ως τώρα, χωρίς καθόλου αυτό να σημαίνει ότι θα είναι αρκετό μέχρι το τέλος της τετραετίας. Θα απαιτηθούν πολλά περισσότερα για να παραμείνει θετική η βαθμολογία των πολιτών.
Αντιθέτως, το αντίπαλο στρατόπεδο «αξιοποίησε» τη διετία για να οριστικοποιήσει το «διαζύγιό του» με τον μέσο πολίτη και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τα πράγματα.
Σίγουρα υπάρχουν αρκετά ψήγματα αλήθειας σε κατά καιρούς αντιπολιτευτικές παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά στη μεγάλη εικόνα, δεν πείθει. Το είδαμε πρόσφατα στο κατ εξοχήν προνομιακό πεδίο του εργασιακού νομοσχεδίου, όπου προτίμησε την πεπατημένη των επαναστατικών τσιτάτων από το να πιέσει, ως όφειλε εκ του ρόλου του, για κρίσιμες αλλαγές.
Ακόμα και τη «μάχη» με τον κορονοϊό, δεν την κέρδισε.
Και το χειρότερο; Αρνείται να το κατανοήσει και να μεταβάλει στάση. Αντιθέτως, τώρα δείχνει να ποντάρει στην αξιοποίηση της όποιας δυναμικής του αντιεμβολιαστικού κινήματος. Όχι ως «μπροστάρης». Από τα παρασκήνια. Υποδαυλίζει τη ρητορική περί κοινωνικού διχασμού και δικαιωματισμού των ανεμβολίαστων, συμπαρατασσόμενος με κάθε λογής σκοταδιστές, ψεκασμένους, λάτρεις των συνωμοσιών, εραστές ανυπόστατων θεωριών κλπ κλπ.
Δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι στη σημερινή συγκυρία δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει το 2015. Ο κόσμος είναι κουρασμένος, εξασθενημένος οικονομικά και ψυχολογικά και σαστισμένος. Το τελευταίο που χρειάζεται είναι ακόμα μεγαλύτερα διλήμματα και αναπάντητα ερωτήματα. Χρειάζεται ηρεμία – και πολιτική – τεκμηριωμένα επιχειρήματα και χειροπιαστά αποτελέσματα που λειτουργούν προς όφελός του χωρίς ναι μεν, αλλά. Το τελευταίο που του χρειάζεται είναι η επαναστατική γυμναστική πάνω σε κινούμενη άμμο…
Η Έλλη Τριανταφύλλου είναι δημοσιογράφος