Ο Franz Neumann στο μνημειώδες Behemoth. The Structure and Practice of National Socialism 1933-1944 1 γράφει τα εξής:
Την ίδια ακριβώς ημέρα στην οποία ξέσπασε η επανάσταση το 1918 [σημ.: αναφέρεται στην εξέγερση των Σπαρτακιστών], το αντεπαναστατικό κόμμα άρχισε να οργανώνεται. Δοκίμασε πολλές μορφές και τακτικές αλλά σύντομα έμαθε ότι θα μπορούσε να ανέλθει στην εξουσία μόνο με τη βοήθεια της κρατικής μηχανής και ποτέ εναντίον της. Το πραξικόπημα του Kapp του 1920 και το πραξικόπημα του Hitler του 1923 το είχαν αποδείξει αυτό.
Στο κέντρο της αντεπανάστασης στεκόταν το δικαστικό σώμα. Αντίθετα από τις διοικητικές πράξεις, που εδράζονται στη μελέτη του συμφέροντος και σκοπιμότητας, οι δικαστικές αποφάσεις εδράζονται στον νόμο, δηλαδή στο σωστό και το λάθος, και απολαμβάνουν πάντοτε τα φώτα της δημοσιότητας. Ο νόμος είναι ίσως το πιο ολέθριο από όλα τα όπλα στους πολιτικούς αγώνες, ακριβώς εξαιτίας του φωτοστέφανου που περιβάλλει τις έννοιες του δικαίου και της δικαιοσύνης. […] Όταν γίνεται «πολιτικός», η δικαιοσύνη ταΐζει το μίσος και την απόγνωση μεταξύ εκείνων που ξεχωρίζει για να τους επιτεθεί. Εκείνοι τους οποίους ευνοεί, από την άλλη μεριά, αναπτύσσουν μια βαθιά περιφρόνηση για την ίδια την αξία της δικαιοσύνης· γνωρίζουν ότι μπορεί να αγορασθεί από τους ισχυρούς. Ως μηχανισμός ενδυνάμωσης μιας πολιτικής ομάδας εις βάρος άλλων, εξουδετέρωσης εχθρών και αρωγής πολιτικών συμμάχων, ο νόμος τότε απειλεί τις θεμελιώδεις πεποιθήσεις επί των οποίων η παράδοση του πολιτισμού μας εδράζεται (σελ. 20-21).
Αφού εξετάσει μια σειρά από αποφάσεις και παρεμβάσεις της γερμανικής ποινικής δικαιοσύνης που έχουν καταφανώς αφ’ ενός ωφελήσει και βοηθήσει τα μέλη της αντεπανάστασης μέσω της αθώωσης, της απαλλαγής ή της πλημμελούς τιμωρίας τους – μεταξύ αυτών και ο Hitler – λειτουργώντας και ως μηχανισμός προπαγάνδας της ιδεολογίας τους και έχουν αφ’ ετέρου τιμωρήσει δυσανάλογα τους οπαδούς της εξέγερσης των Σπαρτακιστών, ο Neumann καταλήγει στο εξής:
Είναι αδύνατο να αποφύγει κανείς το συμπέρασμα ότι η πολιτική δικαιοσύνη είναι η πιο μαύρη σελίδα στη ζωή της Γερμανικής Δημοκρατίας [σημ.: εννοεί τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης]. Το νομικό όπλο χρησιμοποιήθηκε από την αντίδραση με σταθερά αυξανόμενη ένταση. Επιπλέον, αυτή η κατηγορία εκτείνεται σε ολόκληρο το αρχείο του δικαστικού σώματος, και ειδικά στην αλλαγή στη νομική σκέψη και στη θέση του δικαστή η οποία ολοκληρώθηκε στη νέα αρχή της δικαστικής αναθεώρησης των διαταγμάτων (ως ενός μέσου για να σαμποτάρονται οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις). Η εξουσία των δικαστών συνεπώς μεγάλωσε εις βάρος του κοινοβουλίου (σελ. 23).
Η ελληνική δικαιοσύνη δεν είναι η πρώτη φορά που αποφασίζει ή γνωμοδοτεί με ακραία συντηρητικό και αντιδημοκρατικό τρόπο εξυπηρετώντας συγκεκριμένες σκοπιμότητες και ευνοώντας συγκεκριμένα πρόσωπα, συμφέροντα και μηχανισμούς. Ούτε είναι η πρώτη φορά που δέχεται παρεμβάσεις από πολιτικά και άλλα πρόσωπα και λειτουργεί κατόπιν εντολών άλλων. Ίσως οι αντιδράσεις να μην ήταν τόσο πολλές εξαιτίας του γεγονότος ότι μέχρι πρόσφατα οι αποφάσεις της στρέφονταν κυρίως εναντίον του εσωτερικού εχθρού και άλλων «περιθωριακών».
Όμως, δεν θα έπρεπε να προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι σε μια συγκυρία που κρίνεται ως τόσο κρίσιμη για την ίδια την ύπαρξη του κράτους δικαίου και των ατομικών και συλλογικών δικαιωμάτων εντός των ορίων της φιλελεύθερης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα η ελληνική δικαιοσύνη κρατά αυτή τη στάση. Δεν πρόκειται μόνο για μια συνταγματική εκτροπή – που ασφαλώς και είναι. Πρόκειται για τη στιγμή στην οποία η αντίδραση επιχειρεί να εδραιώσει τον αυταρχισμό της ώστε να εμπεδωθεί σε κοινωνικό επίπεδο ότι ο νόμος έχει αυτή ακριβώς τη λειτουργία που περιγράφει ο Neumann: είναι μηχανισμός ενδυνάμωσης μιας πολιτικής ομάδας εις βάρος άλλων, εξουδετέρωσης εχθρών και αρωγής πολιτικών συμμάχων. Πρόκειται ασφαλώς για μια καθοριστικής σημασίας μετατόπιση στην έννοια και τη λειτουργία του νόμου που είναι, ωστόσο, απαραίτητη σε αυτή τη συνολική μετατόπιση προς τον αυταρχισμό την οποία η χώρα βιώνει και παρακολουθεί σχεδόν απαθής. Η αυταρχικοποίηση αυτή δεν εμφανίζεται για πρώτη φορά με την υπόθεση των υποκλοπών και των παρακολουθήσεων μέσω predator. Έχει ξεκινήσει με το επιτελικό κράτος και την κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου, έγινε εμφανής με τη διαχείριση της πανδημίας, με τη γενικευμένη καταστολή πορειών, με την πανεπιστημιακή αστυνομία, με τον έλεγχο της πληροφορίας, με τη νομοθέτηση χωρίς καμία συναίνεση που εξυπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες. Στο πλαίσιο της αυταρχικοποίησης εντάσσεται και η διευρυμένη και θολή χρήση της έννοιας της εθνικής ασφάλειας και του εσωτερικού εχθρού που θα λειτουργήσουν ως πρόσχημα για περισσότερες παραβιάσεις του κράτους δικαίου και των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει ο φιλελευθερισμός. Δεδομένης της μέχρι τώρα στάσης της ελληνικής δικαιοσύνης, έκπληξη θα αποτελούσε αν ανακτούσε την ανεξαρτησία της αλλά και τη λειτουργία της εντός του πλαισίου μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας αντί του να είναι ένας από τους πυλώνες της αντίδρασης και του αυταρχικού κράτους που χτίζεται μεθοδικά και με την απεριόριστη βοήθεια των mainstream ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια. Όμως, ίσως πιο σημαντικές από αυτό να είναι η ανάσχεση αρχικά και ακολούθως η αντιστροφή αυτής της αυταρχικοποίησης.
1. Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά υπό τον τίτλο Βεεμώθ. Η Δομή και η Πρακτική του Εθνικοσοσιαλισμού (1933-1944) από τις εκδόσεις Νησίδες σε μετάφραση του Βασίλη Τομανά. Η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι της υπογράφουσας.
(Η Δήμητρα Μαρέτα είναι διδάκτωρ πολιτικής φιλοσοφίας)