Opinions

Δημήτρης Παπανάγνου: Η αποκανονικοποίηση της εργασιακής επισφάλειας ως στρατηγική προτεραιότητα της προοδευτικής πολιτικής

Εργασιακή και οικονομική επισφάλεια αποτελεί πολιτική επιλογή και επιτρέπεται να συμβαίνει καθώς δομεί την εργασιακή πραγματικότητα με τρόπο τέτοιο, ώστε να εργαλειοποιείται οικονομικά όποτε απαιτείται.

Στην τελευταία μέρα εργασιών του διήμερου συνεδρίου του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, που έλαβε χώρα στις 27 και 28 του περασμένου Μάρτη, με τη συμμετοχή του Υπουργού Γιάννη Δραγασάκη, του Συντονιστή του Κύκλου Πολιτικής ανάλυσης του Ινστιτούτου ΕΝΑ Κώστα Ελευθερίου, της Διευθύντριας του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς Δανάης Κολτσίδα και του Διευθυντή του Ινστιτούτου Eteron Γαβριήλ Σακελλαρίδη έγινε προσπάθεια για την προσέγγιση των στόχων και των προτεραιοτήτων μίας προοδευτικής διακυβέρνησης στο πλαίσιο ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου. Σε αυτό το πλαίσιο, αναφέρθηκε και το πολύ σημαντικό ζήτημα τις εργασιακής και οικονομικής επισφάλειας από όλους τους ομιλητές με την κυρία Κολτσίδα να προβαίνει σε ειδική αναφορά, με δεδομένα και από τις έρευνες που διεξάγει το Ινστιτούτο Πουλαντζά.

Πράγματι, το ζήτημα της εργασιακής επισφάλειας, ειδικότερα στους εκπροσώπους της γενιάς των κάτω των 45 ετών, η οποία φέρνει ως συνεπακόλουθο και την οικονομική επισφάλεια είναι ένα ζήτημα κεφαλαιώδες και με πολλαπλές απολήξεις για την κοινωνική οργάνωση. Αποτελεί ένα ζήτημα άξιο ανάλυσης και αντιμετώπισης στο πλαίσιο της εφαρμογής μία προοδευτικής διακυβέρνησης

Προβαίνοντας σε μία μεθοδολογικά αυθαίρετη, αλλά λειτουργικά εύλογη, γενεαλογική διάκριση, είναι χρήσιμο να χωρίσουμε ενδεικτικά τη γενιά αυτή σε 2 κατηγορίες με ελαφρώς διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά με βάση την ηλικία, στην κατηγορία των «25άρηδων» (από 18 έως 30) και στην κατηγορία των «35άρηδων» (από 30 έως 40+) . Φυσικά, χωρούν και άλλες διακρίσεις όπως επαγγελματικής φύσης, κοινωνικής καταγωγής ή ακόμα και μορφωτικού επιπέδου, αλλά χάριν του παρόντος αντικείμενο της ανάλυσης είναι η νεαρή μεσαία και μικρομεσαία τάξη, οι νέοι εργαζόμενοι, νέοι επιστήμονες και νέοι εργάτες. Το κρίσιμο αυτό υποκείμενο που εμπεριέχει από εργαζόμενους στην εστίαση, ντελιβεράδες, σερβιτόρους, εργαζομένους στον τουρισμό, εργάτες, τεχνίτες και τεχνικούς και εργαζόμενους νέους επιστήμονες με διάφορές μορφές απασχόλησης.

Για την πρώτη κατηγορία, αυτή των 25άρηδων γίνεται φανερό ότι έχοντας ήδη βιώσει τη μεγάλη δημοσιονομική κρίση του 2008-2010, προτού βγουν στην αγορά εργασίας έχουν διαμορφώσει μία πιο στιβαρή εργασιακή συμπεριφορά. Ως νέοι εργαζόμενοι δεν λειτουργούν στη λογική της ανοχής κάθε εργοδοτικής συμπεριφοράς και κάθε φόρτου εργασίας που συνεπάγεται, αντιθέτως όταν οι συνθήκες το απαιτούν συχνά αποφασίζουν να φύγουν από την εργασία τους και να αναζητήσουν μία άλλη. Για αυτό ευθύνονται πολλοί παράγοντες, με κυριότερο το γεγονός ότι τα χρήματα που αποκερδαίνουν είναι ευκολότερο να ξαναβρεθούν καθώς δεν είναι πολλά, οι χαμηλές απολαβές κάνουν και πιο εύκολη την πρόσληψη από την επόμενη επιχείρηση, αυτή η συνεχής εναλλαγή δεν τους επιτρέπει να αναπτύξουν αισθήματα «εταιρικού πατριωτισμού» καθώς όπως οι εργοδότες δεν επενδύουν σε εκείνους, έτσι και αυτοί δεν επενδύουν στους εργοδότες, ενώ έχουν περιορίσει αισθητά τις ανάγκες που έχουν «συνηθίσει» να καλύπτουν. Αυτά είναι τα κρίσιμα στοιχεία που συνθέτουν το καθεστώς εργασιακής επισφάλειας, η οποία ενώ δε βιώνεται από αυτή την κατηγορία με τρόπο συντριπτικό, εντούτοις έχει δομικό χαρακτήρα και συνιστά μία κανονικοποιημένη συνθήκη για τον εργασιακό βίο. Αποτελεί για εκείνους συστατικό στοιχείο της εργασιακής ζωής, όπως τη γνώρισαν και το μεταχειρίζονται ως έναν ακόμη παράγοντα των επιλογών τους. Αυτή η άνεση της εναλλαγής εργασίας και της μικρότερης ανοχής σε συμπεριφορές θα μπορούσε να ιδωθεί και ως ένας «αυθόρμητος συνδικαλισμός», μία ασύνταχτη μορφή συνδικαλιστικού κινήματος που περιχαρακώνει τις συνθήκες εργασίας, όμως ατομικά και όχι συλλογικά.

Βεβαίως είναι σαφές και προφανές ότι στο τέλος αυτής της ανάλυσης το αποτέλεσμα είναι η εργασιακή και κατ’ επέκταση οικονομική επισφάλεια που βιώνεται από τους νέους ανθρώπους και η ενσωμάτωσή της στη συνολική συμπεριφορά της κατηγορίας αυτής, που αντανακλά στις ανθρώπινες και κοινωνικές σχέσεις καθώς και στις επιλογές που καλούνται να κάνουν συνολικά. Ενώ, όπως ειπώθηκε, υφίσταται ο κίνδυνος της αποδοχής αυτής της κατάστασης ως δεδομένης με άμεσο αποτέλεσμα τη διατήρηση της οικονομικής αυτής θέσης και την απροθυμία, πέραν της αδυναμίας, για οικονομική και εργασιακή ανέλιξη με τον, πιθανό, αυτοπεριορισμό στόχων και ονείρων. Ταυτοχρόνως, οι άνθρωποι αυτής της γενιάς είναι πιο ανοιχτοί σε εναλλακτικές μορφές εύρεσης εισοδήματος, μεταχειριζόμενοι τα κοινωνικά δίκτυα, τις ευκαιρίες κέρδους που παρουσιάζουν, την εμπορευματοποίηση και εκμετάλλευση περιεχομένου που παράγουν, καλλιτεχνικής κυριότερα φύσης. Όλες οι προηγούμενες γενιές παρουσιάζονται ως πιο συντηρητικές σε αυτού του είδους την προοπτική, αντιλαμβανόμενες ότι πιθανόν είναι κάτι πιο εφήμερο. Εντούτοις, ως νεοφυείς μορφές «επιχειρηματικότητας» μένει να αποδειχτεί αν θα παγιωθούν ή όχι.

Για την έτερη κατηγορία, αυτή των 35άρηδων, οι οποίοι πιθανόν να επιβαρύνονται με προσθετά βάρη και δεσμεύσεις, όπως πχ η δημιουργία οικογένειας, τα πράγματα είναι διαφορετικά, καίτοι κινούνται, εν πολλοίς, εντός του ιδίου πλαισίου. Αυτή η κατηγορία των νέων ανθρώπων, έχοντας βγει στην αγορά εργασίας στην ακμή της δημοσιονομικής κρίσης, βίωσε έντονα την αναλωσιμότητά της, ως εργαζόμενη, καθώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα έβριθε πτωχεύσεων και κλεισιμάτων επιχειρήσεων και συνεπώς απολύσεων εργαζομένων. Ταυτοχρόνως, ως εργαζόμενοι, απολυμένοι ή άνεργοι, οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής βίωσαν την αδυναμία των οικογενειών τους να τους στηρίξουν ουσιαστικά για να επιτύχουν τους στόχους τους και αναγκάστηκαν, σχεδόν πειθαναγκάστηκαν από τα αφηγήματα της εποχής, να εργάζονται κάτω από πολύ κακές εργασιακές συνθήκες, με πολύ κακές απολαβές, καθώς «δεν υπήρχε επιλογή» και «ή θα δουλεύεις ή θα είσαι άνεργος» με όλο το συναισθηματικό φόρτο που κομίζει η τελευταία αυτή «επιλογή», που μόνο επιλογή, φυσικά, δεν είναι.

Αυτή η πραγματικότητα, μάλλον βίαια και όχι σταδιακά, αφενός μετέτρεψε μία ολόκληρη γενιά σε εργαζομένους εργασιακά και οικονομικά επισφαλείς, έρμαια της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και των εργοδοτικών συμπεριφορών, αφετέρου δε την «γαλούχησε» να αντιμετωπίζει όλη αυτή την επιγενόμενη συνθήκη φοβικά, ενοχικά, πιθανόν ακόμα και με έναν «εθελόδουλο» και μονίμως αγχωμένο τρόπο εργασιακής συμπεριφοράς. Παρόλα αυτά, αυτός ο τρόπος εργασιακού διαβιείν, ή καλύτερα επιβιώνειν, μπορεί να μη δημιουργεί απαραίτητα τροχοπέδη στην συνδικαλιστική δράση και οργάνωση, όπως είδαμε με τα παραδείγματα των εργαζομένων στην efood ή στο λιμάνι του Πειραιά αλλά και στις δράσεις του σωματείου μισθωτών δικηγόρων Αττικής. Ωστόσο, ενώ, ίσως, να διεκδικεί συλλογικά τα αυτονόητα, σε επίπεδο εργασιακής καθημερινότητας, βιώνει συντριπτικά και όχι απλώς δομικά την εργασιακή επισφάλεια και μάλιστα με τρόπο εξόχως ψυχοφθόρο.

Μάλιστα αυτή η ζοφερή εργασιακή πραγματικότητα δεν έχει μόνο τοπικά χαρακτηριστικά, λόγω και των ιδιαίτερων συνθηκών που η χώρα διήλθε για πάνω από μία 10ετία. Αντιθέτως, είναι ένα φαινόμενο με στοιχεία παγκοσμιότητας, που γεννά γενιές εργασιακά «καμένων» εργαζομένων, νέων επιστημόνων και εργατών που έχουν μέχρι τα 30 τους χρόνια δουλέψει εξοντωτικά, σε συνθήκες άγχους και συνεχούς πίεσης, δυσανάλογα και αναντίστοιχα με την ηλικία και πολλές φορές και δυνατότητές τους και βιώνουν μία βαθιά και ουσιαστική κόπωση. Εξ ου, πιθανότατα και τα φαινόμενα των «μεγάλων» και «σιωπηρών» παραιτήσεων, τα οποία πέραν από φυσιολογική αντίδραση και αυτοπροστασία ακόμα και της φυσικής ύπαρξης των εργαζομένων, θα ήταν λάθος να μην εκληφθούν και ως μίας μορφής πολιτικής και κοινωνικής δράσης. Είναι, επίσης, πιθανόν παρατηρώντας όλα αυτά, οι μεγάλες εταιρείες, κυρίως στο εξωτερικό, αλλά πλέον και στην Ελλάδα να δελεάζουν τους εργαζομένους τους όχι, βεβαίως, με αυξήσεις και ουσιαστικές παροχές ή με μείωση των εξοντωτικών ωραρίων αλλά παροχές δευτερεύουσας σημασίας, όπως συνδρομές σε γυμναστήρια ή με προσπάθειες παρουσίασης ενός «ανθρώπινου» προσώπου της επιχείρησης, με bonding εκδηλώσεις και δραστηριότητες, με σκοπό, αναντίρρητα τη δικαιολόγηση της συνέχισης της εντατικοποίησης της εργασίας. Ένα ιδιότυπο εργασιακό «well-being washing».

Η σύνθεση αυτής της πραγματικότητας οδηγεί αναπόδραστα στην εμπέδωση της εργασιακής επισφάλειας, όχι ως ένα ανθρώπινο γνώρισμα, ορισμένων εργαζομένων, νέων επιστημόνων, εργατών κλπ αλλά ως ένα «κανονικοποιημένο» συλλογικό χαρακτηριστικό όλης της νέας γενιάς που ανήκει στην τάξη των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων και προέρχεται από αυτή. Μάλιστα, αυτή η εργασιακή επισφάλεια εμπεδώνεται και αποκρυσταλλώνεται ως ένα δομικό στοιχείο της εργασιακής ζωής των νέων ανθρώπων. Αυτή, λοιπόν, η κατασκευή αποτελεί ένα πρώτης τάξης εργαλείο για να γίνεται χρήση του σε περιπτώσεις μίας συνολικής υποτίμησης των μισθών, των απολαβών των νέων ανθρώπων, οι οποίοι έμπλεοι επισφάλειας αδυνατούν να αντιδράσουν στις από τα πάνω επιβαλλόμενες συνθήκες, ιδίως όταν αυτές παρουσιάζονται ως απαραίτητες μεταβολές για την επιβίωση της επιχείρησης και του συστήματος συνολικότερα.

Το εργαλείο αυτό δεν έχει βρεθεί τυχαία στα χέρια όσων το μεταχειρίζονται, αντίθετα, αποτελεί μία πολιτική επιλογή μεθοδικά επιβαλλόμενη από την λεγόμενη οικονομία της ελεύθερης αγοράς και από θιασώτες οικονομικά φιλελεύθερων και αναρχοφιλελεύθερων θεωριών και πολιτικών, καθώς με αυτό τον τρόπο δίνεται η δυνατότητα να εφαρμόζονται πολιτικές εσωτερικής υποτίμησης, όποτε οι οικονομικές συνθήκες το επιβάλλουν. Πράγματι, με την απεμπόληση της δυνατότητας άσκησης νομισματικής πολιτικής -η οποία βέβαια έχει και αυτή τους δικούς της περιορισμούς και σίγουρα η «εθνική νομισματική κυριαρχία» δεν εγγυάται αφ’ εαυτή αξιοβίωτες μισθολογικές απολαβές- παρουσιάστηκε ως ένα αναγκαίο εργαλείο που θα μπορούσε να επιφέρει όμοια αποτελέσματα και, δυστυχέστατα, μάλλον είναι και ένα αποτελεσματικό εργαλείο.

Ταυτόχρονα, με την επιβολή της εργασιακής και οικονομικής επισφάλειας επιτυγχάνεται και η αναχαίτιση της δόμησης ενός Αναπτυξιακού Κράτους, καθώς αναχαιτίζεται συνολικά μία ανάπτυξη συμπεριληπτικής λογικής. Οι νέοι άνθρωποι που βιώνουν την επισφάλεια είναι προφανές πως δεν θα καταναλώσουν ή πως η κατανάλωση στην οποία θα προβούν θα είναι πρόσκαιρη και όχι στιβαρή με όρους προγραμματισμού ζωής, άρα και πιο ανεμική. Φοβικά και λελογισμένα καταναλώνουν οι νέοι άνθρωποι και με το νου τους πάντοτε στο επισφαλές και αβέβαιο εργασιακό και οικονομικό αύριο.

Καταλήγοντας σε ένα συμπέρασμα, η εργασιακή και οικονομική επισφάλεια αποτελεί πολιτική επιλογή και επιτρέπεται να συμβαίνει καθώς δομεί την εργασιακή πραγματικότητα με τρόπο τέτοιο, ώστε να εργαλειοποιείται οικονομικά όποτε απαιτείται. Απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό είναι η συνεχής και εντεινόμενη πίεση των νέων εργαζομένων, νέων επιστημόνων και νέων εργατών υπό το βάρος της διπλής αυτής επισφάλειας, εγκολπώνοντάς την ως κάτι δεδομένο. Αυτή η πραγματικότητα είναι ένας εκ των βασικότερων, χωρίς να είναι ο μοναδικός, παραγόντων της αδυναμίας συγκρότησης ενός Αναπτυξιακού Κράτους, αφενός με συμπεριληπτικά και εξισορροπητικά χαρακτηριστικά στην ανάπτυξη που θα κομίζει, αφετέρου με δικαιοσύνη για την κοινωνία. Ο περιορισμός της πολιτικά και ιδεολογικά προωθούμενης εργασιακής και οικονομικής επισφάλειας, δεν μπορεί να είναι απλώς μία πολιτική μίας προοδευτικής διακυβέρνησης, η οποία αφουγκράζεται το πρόβλημα, αλλά πρέπει να είναι μία πολιτική στρατηγική προτεραιότητα για την επίτευξη ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου και για την ουσιαστική πρόοδο και ευημερία της κοινωνίας αλλά ακόμα και για την επίτευξη κοινωνικών συσχετισμών σταθερών για το μέλλον.

 (Ο Δημήτρης Παπανάγνου είναι Δικηγόρος, Κάτοχος Μεταπτυχιακού Τίτλου της Νομικής Σχολής Αθηνών του ΕΚΠΑ στο Δίκαιου του Ανταγωνισμού και της Βιομηχανικής Ιδιοκτησία, Επιστημονικός Συνεργάτης του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Νίκος Μπίστης: Το Επικρατείας της φτώχειας και της αλαζονείας
Αλέξανδρος Τάρκας: Πρωτοβουλία Πάιατ μέσα στο καλοκαίρι
Chevron Right