Opinions

Pinar Cakiroglu: Η Τουρκία στον 21ο αιώνα, από τα βάρη του παρελθόντος στις αβεβαιότητες του μέλλοντος

H εξωτερική πολιτική έχει αναπτυχθεί ως εργαλείο της διακυβέρνησης για την κινητοποίηση της λαϊκής υποστήριξης στο AKP, αμαυρώνει τους εχθρούς του, αποσπά την προσοχή από τις αποτυχίες του και υιοθετεί ό, τι είναι απαραίτητο αυτή τη στιγμή για να διατηρήσει το AKP στην εξουσία

Μια ανάλυση της Τουρκίας στον 21ο αιώνα είναι ταυτόχρονα μια ανάλυση της διακυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Adalet ve Kalkınma Partisi – εφεξής AKP) υπό την ηγεσία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που επί του παρόντος είναι ο πρώτος Πρόεδρος της Τουρκίας με το νέο προεδρικό της σύστημα. Το AKP ήρθε στην εξουσία με πλειοψηφία στις εκλογές του 2002, έναν μόλις χρόνο από την ίδρυσή του, και έκτοτε κυβερνά τη χώρα με αυτοδυναμία για σχεδόν δύο δεκαετίες.

Αυτό σημαίνει χονδρικά πως όλοι όσοι έχουν ηλικία μικρότερη των 25 ετών, ποσοστό που αποτελεί περίπου το 39% του πληθυσμού, ⁠δεν γνώρισαν περίοδο που η χώρα να κυβερνάται από άλλο πολιτικό κόμμα ή από άλλο ηγέτη εκτός του Ερντογάν. Όμως, η ηγεμονία του AKP και του Ερντογάν δεν προκύπτει μόνο από αυτό το γεγονός.

Όπως θα υποστηριχθεί εδώ, κατά τη διάρκεια σχεδόν δύο δεκαετιών εξουσίας, το ΑΚΡ όχι μόνο άλλαξε το κυβερνητικό μοντέλο από κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία, αλλά κατάφερε επίσης να ταρακουνήσει τα ίδια τα θεμέλια της Τουρκίας.

Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να αναλυθεί ολόκληρη η εποχή του AKP ως μονολιθική, καθώς υπήρξαν υποπερίοδοι με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μετά από μια συνοπτική περιγραφή της Τουρκίας, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, ανά περίοδο, προκειμένου να διαφανούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, συνέχειες και επαναλαμβανόμενα μοτίβα και κύκλοι, θα ακολουθήσει μια περισσότερο ενδελεχής ανάλυση της περιόδου του AKP με ειδική αναφορά στην οικονομία, την εσωτερική και την εξωτερική πολιτική ως αλληλοτροφοδοτούμενες διαδικασίες. Στα συμπεράσματα θα αποτυπωθεί η κατάσταση της χώρας σήμερα.

Τα βάρη του παρελθόντος

Προκειμένου να κατανοήσουμε την κληρονομιά πάνω στην οποία το ΑΚΡ έχτισε την τουρκική οικονομία και πολιτική του 21ου αιώνα, πρέπει να κατανοήσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά του τουρκικού κράτους καθώς και τον κυκλικό χαρακτήρα της τουρκικής οικονομίας και πολιτικής καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Το πιο κρίσιμο χαρακτηριστικό του τουρκικού κράτους είναι ο παραδοσιακός συγκεντρωτισμός του, που αποτελεί κληρονομιά από το αυτοκρατορικό παρελθόν της χώρας, τότε που το συγκεντρωτικό κράτος είχε καθολική εξουσία.

Επομένως, παρότι στόχος των ιδρυτών της σύγχρονης Τουρκίας ήταν η οικοδόμηση μιας ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας δυτικού τύπου, το τελικό αποτέλεσμα ήταν μια δημοκρατία α λα τούρκα.

Αυτή η συνέχεια ενός ισχυρού κρατικού συγκεντρωτισμού, ακόμη και εντός μιας ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας, αποτέλεσε την ουσία της Τουρκίας καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, διαμόρφωσε όλες τις δομές/ θεσμούς του κράτους και υπήρξε θεμελιώδης για τη διαμόρφωση της κοινωνίας.

Στη Δύση, η τουρκική ιστορία έχει αναλυθεί πολύ απλοϊκά ως η διχοτομία μεταξύ «εκσυγχρονισμένων/δυτικοποιημένων ελίτ» στο κέντρο και «των καταπιεσμένων μαζών» στην περιφέρεια του συστήματος. Αυτή η υπεραπλούστευση αγνοεί ένα καθοριστικό στοιχείο: ότι ούτε οι δυτικοποιημένες ελίτ ούτε οι καταπιεσμένοι συντηρητικοί, όπως στην περίπτωση του AKP, είχαν κανένα πρόβλημα, κατακτώντας την εξουσία, να επωφεληθούν από τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα του κράτους. Επομένως, βλέπουμε αυταρχικές τάσεις στην τουρκική πολιτική σε κάθε περίοδο από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα.

Σε αυτή τη βάση, είναι δυνατόν να συνοψίσουμε τις εξελίξεις στην Τουρκία κατά τον περασμένο αιώνα σε τέσσερις κύριες περιόδους.

Η πρώτη περίοδος εκτείνεται από το 1923 έως το 1950 και χαρακτηρίζεται από τη διαμόρφωση της Δημοκρατίας, τις μεταρρυθμίσεις στα χνάρια της κοσμικής Δύσης και τη μονοκομματική κυριαρχία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Cumhuriyet Halk Partisi – στο εξής CHP). Η οικονομία βασίστηκε στον προστατευτισμό και τον κρατισμό. Η εξωτερική πολιτική της νέας Δημοκρατίας διαμορφώθηκε από το σύνθημα «ειρήνη στο σπίτι, ειρήνη στον κόσμο», καθώς η χώρα είχε υποστεί σοβαρές ζημιές από πολέμους πολλών δεκαετιών.

Η δεύτερη περίοδος ξεκίνησε το 1950 όταν το Δημοκρατικό Κόμμα (εφεξής DP) κέρδισε την πλειοψηφία με την υποστήριξη εμπορικών συμφερόντων, μεγάλων γαιοκτημόνων, και μικρομεσαίων επιχειρήσεων των μικρών επαρχιών. Η λαϊκιστική ρητορική που ενσωμάτωνε τη διχοτομία των κρατικών ελίτ εναντίον των καταπιεσμένων μαζών, καθώς και την αναβίωση του Ισλάμ σε αντίθεση με την αυστηρά κοσμική στάση της προηγούμενης εποχής χρησιμοποιήθηκε ευρέως από το DP. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εποχής αποτέλεσαν, η φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, το καταπιεστικό πολιτικό περιβάλλον – ενάντια σε όλες τις αντιπολιτευτικές δυνάμεις – και η φιλοαμερικανική εξωτερική πολιτική.⁠ Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας, η οικονομία άρχισε να επιδεινώνεται, γεγονός που αντικατοπτριζόταν όλο και περισσότερο στο εξίσου επιδεινούμενο πολιτικό και δημοκρατικό περιβάλλον, οδηγώντας έτσι στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960.

Η τρίτη περίοδος καλύπτει χονδρικά τις δύο δεκαετίες από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 έως το 1980. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960 ακολούθησε το πιο προοδευτικό σύνταγμα της Δημοκρατίας το 1961, δημιουργώντας μια φιλελεύθερη πολιτική ατμόσφαιρα.

Όσον αφορά την οικονομία και την αναδιανομή, η εκβιομηχάνιση με στόχο την υποκατάσταση των εισαγωγών (ISI) ενθαρρύνθηκε με κεντρικό σχεδιασμό, σε ένα μοντέλο μικτής οικονομίας, γεγονός που σήμαινε πως η διανομή ήταν ακόμη στα χέρια του κέντρου. Ένας μεγάλος κοινωνικός συμβιβασμός επιτεύχθηκε στην τουρκική κοινωνία γεφυρώνοντας τα συμφέροντα των γραφειοκρατών, της βιομηχανικής μπουρζουαζίας, της οργανωμένης εργασίας και της αγροτιάς. Εν μέσω της εξελισσόμενης πολιτικής αναταραχής στα παρασκήνια, η οικονομία άνθισε μέχρι το εσωστρεφές οικονομικό μοντέλο να φτάσει στα όριά του.

Η τέταρτη περίοδος ξεκινά επίσης με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα το 1980 και μπορεί να παραταθεί μέχρι τις οικονομικές και πολιτικές κρίσεις του 2001. Η παρέμβαση του στρατού για μια ακόμη φορά αποδόθηκε σε πολιτικά αίτια. Ωστόσο, η εξάντληση της οικονομίας και η παγκόσμια κρίση του 1977 ήταν επίσης καθοριστικής σημασίας. Ο νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός της χώρας σε όλους τους τομείς τέθηκε σε τροχιά από το στρατιωτικό καθεστώς.

Εάν ο στόχος ήταν να «εξαλειφθούν τυχόν πιθανές απειλές για την εδραίωση της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας με γνώμονα την αγορά», το νέο ιδεολογικό πλαίσιο πίσω από αυτό ήταν μια «τουρκο-ισλαμική σύνθεση». Σχεδιασμένος από τη στρατιωτική χούντα, αυτός ο συνδυασμός δεξιού εθνικισμού και Ισλάμ διαμόρφωσε έκτοτε το πολιτικό περιβάλλον στην Τουρκία. Θεωρούμενος ως ένα σταθερό εμπόδιο ενάντια σε πιθανές πηγές αστάθειας καθώς και ενάντια στη ριζοσπαστικοποίηση της αριστερής ιδεολογίας, αποτέλεσε εξίσου το πλαίσιο που ενθάρρυνε την εμφάνιση φιλελεύθερων ή κεντροδεξιών κομμάτων στην πολιτική σκηνή. Και αυτή είναι ακριβώς η βάση στην οποία ρίζωσε το AKP.

Η Τουρκία στον 21ο αιώνα

Όπως έγινε φανερό στην προηγούμενη ενότητα, ορισμένοι επαναλαμβανόμενοι κύκλοι είχαν σημαίνοντα ρόλο στην τουρκική πολιτική. Έναν τέτοιος κύκλος είναι και ο εξής: η εξάντληση του υφιστάμενου κάθε φορά καθεστώτος οικονομικής πολιτικής ακυρώνοντας τους πολιτικούς διακανονισμούς και διανεμητικούς συνασπισμούς που αυτό εξασφάλιζε, οδηγούσε σε ολοσχερή πολιτική κρίση με αποτέλεσμα, είτε τα στρατιωτικά πραξικοπήματα, όπως το 1960, το 1971 ή το 1980, είτε μια ριζοσπαστική στροφή στην πολιτική, όπως το 1950. Η εμφάνιση του AKP συμπίπτει κι αυτή με τη σειρά της με την ατμόσφαιρα οικονομικής και πολιτικής κρίσης του 2001.

Παρά το γεγονός ότι προέρχεται από την ακροδεξιά ισλαμική πολιτική πτέρυγα, το AKP προσπάθησε να σκιαγραφήσει μια πιο συμπεριληπτική και ελκυστική εικόνα του εαυτού του, τονίζοντας τη δέσμευσή του στις φιλελεύθερες αξίες και τη δημοκρατική διακυβέρνηση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος δικαίου, τον πλουραλισμό και την πολυπολιτισμικότητα, την οικονομική ανάπτυξη και την ελεύθερη οικονομία της αγοράς. Χάρη σε αυτήν την εικόνα, το AKP κέρδισε τις πρώτες του εκλογές με απόλυτη πλειοψηφία το 2002 ένα χρόνο μόλις μετά την ίδρυσή του. Σε μία στιγμή απόλυτης αποσταθεροποίησης για την Τουρκία, το AKP εμφανίστηκε με την υπόσχεση για οικονομική ανάπτυξη και κοινωνικοπολιτική σταθερότητα. Βασιζόμενο τόσο στη δεξιά όσο και στην ισλαμική πολιτική παράδοση, το κόμμα κατόρθωσε να προσελκύσει ένα ευρύ εκλογικό ακροατήριο, πολιτευόμενο ως ένα πολυσυλλεκτικό δεξιό λαϊκιστικό κόμμα – πολιτιστικά συντηρητικό, πολιτικά δημοκρατικό και οικονομικά φιλελεύθερο.

Από την άλλη πλευρά, η εμφάνιση του AKP με τις προαναφερθείσες αξίες στην Τουρκία, μια πρωτίστως μουσουλμανική χώρα με στρατηγική και οικονομική σημασία, ήταν επίσης αυτό που χρειαζόταν ο δυτικός κόσμος μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 ως υποδειγματική περίπτωση για την ανασυγκρότηση της Μέσης Ανατολής.

Μετά την εκλογική του νίκη το 2001, το AKP πέρασε μία «χρυσή εποχή» που χαρακτηρίστηκε από υψηλή και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη, σημαντικές μεταρρυθμίσεις εκδημοκρατισμού, εξωτερική πολιτική προσέγγισης και «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες», και αύξηση της αποτελεσματικότητας της πολιτικής του σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο. Αυτά τα επιτεύγματα της πρώτης περιόδου διακυβέρνησης του AKP βοήθησαν στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ και κατέστησαν την Τουρκία πρότυπο κράτος για ολόκληρη την περιοχή.
Κατά τη διάρκεια αυτού που μπορεί να οριστεί ως η δεύτερη περίοδος διακυβέρνησης του AKP από το 2007 έως το 2011, το κόμμα πέρασε σε μία φάση «σχετικής στασιμότητας». Αυτή συνδέεται εν μέρει με την παγκόσμια οικονομική κρίση.

Ωστόσο, οι επιδόσεις της Τουρκίας στην κρίση δεν ήταν ιδιαίτερα ζημιογόνες ειδικά σε σύγκριση με τις καταστροφικές κρίσεις της προηγούμενης δεκαετίας. Από την άλλη πλευρά, σημειώθηκε μια χαλάρωση των προσπαθειών εκδημοκρατισμού μαζί με μια πιο επιθετική εξωτερική πολιτική, γνωστή και ως «νεο-οθωμανισμός», σύμφωνα με την οποία στην Τουρκία αναλογεί ο ρόλος του παράγοντα που καθορίζει την τάξη πραγμάτων στην περιοχή, χάρη στους κοινούς ιστορικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς της με τη Μέση Ανατολή και τα Βαλκάνια. Ένα αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα αυτού του νέου προσανατολισμού ήταν το άνοιγμα νέων αγορών για το τουρκικό κεφάλαιο με την υποστήριξη του AKP και το γεγονός ότι η Τουρκία κατέστη μια ελκυστική αναδυόμενη οικονομία για ξένες επενδύσεις μετά την οικονομική κρίση του 2008. Με αυτόν τον τρόπο, το AKP άρχισε να χρησιμοποιεί την εξωτερική πολιτική ως μέσο για την εγχώρια πολιτική. Η αύξηση της παγκόσμιας οικονομικής ρευστότητας όχι μόνο ενίσχυσε την οικονομική ανάπτυξη αλλά επίσης, το πιο σημαντικό, επέτρεψε στο AKP να ξεκινήσει φιλόδοξα έργα που βελτίωσαν τις γερασμένες υποδομές της χώρας και τις υποβαθμισμένες κοινωνικές υπηρεσίες.

Ωστόσο, η περίοδος «πραγματικής παρακμής» ξεκίνησε το 2011, τότε που οι αρχικές μεταρρυθμιστικές υποσχέσεις έδωσαν τη θέση τους σε έναν εντεινόμενο αυταρχισμό. Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί μια συγκεκριμένη ημερομηνία κατά την οποία ο αυταρχισμός του Ερντογάν έγινε εμφανής.

Ωστόσο, η βίαιη αντίδραση της κυβέρνησης στις διαδηλώσεις στο Πάρκο Gezi τον Μάιο του 2013 αποτέλεσε μία κρίσιμη καμπή. Οι οικονομικές επιδόσεις της χώρας έφτασαν επίσης σε πολύ εύθραυστο σημείο εξαιτίας των διαρθρωτικών αδυναμιών της, των αυξανόμενων ελλειμμάτων και της εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο. Τέλος, η φιλόδοξη και επιθετική «νεο-οθωμανική» εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης έφτασε σε αδιέξοδο εξαιτίας κυρίως της αποτυχίας των τουρκικών θέσεων στην Αίγυπτο και τη Συρία.

Οι επιλογές του AKP δημιούργησαν σοβαρούς κινδύνους για την ασφάλεια της χώρας, δηλαδή επιθέσεις από το Ισλαμικό Κράτος (ISIS) στις τουρκικές πόλεις, κατάρρευση της κατάπαυσης του πυρός με το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) και αποσταθεροποιητικές σχέσεις με τους γείτονες της Τουρκίας, δηλαδή με τη Συρία, το Ιράκ, το Ιράν, τη Ρωσία, και τη διεθνή κοινότητα. Επιπλέον, η άφιξη περισσότερων από 3,5 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες επηρέασε δυσμενώς την εσωτερική πολιτική ακόμα περισσότερο.⁠

Ωστόσο, το πραγματικό σημείο καμπής στην τουρκική πολιτική σκηνή ήταν το 2016. Η πλειοψηφική στρατηγική του κόμματος, σύμφωνα με την οποία έχοντας παγιώσει την κυριαρχία του πάνω σε μια «νόμιμη» βάση, θα μπορούσε να αφαιρέσει όλους τους ελεγκτικούς και εξισορροπητικούς μηχανισμούς από την κυβέρνηση, είχε ήδη γίνει σαφής. Μετά από αυτό, όπως το έθεσε ο ίδιος ο Ερντογάν, «το πραξικόπημα ήταν δώρο του Θεού». Για το AKP, η απόπειρα πραξικοπήματος δικαιολόγησε την κήρυξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης μακράς διάρκειας, που εξασφάλισε στην κυβέρνηση απεριόριστη εξουσία μέσω της υπέρμετρης χρήσης νομοθετικών διαταγμάτων, και διατηρώντας τη, με το συνταγματικό δημοψήφισμα του 2017. Το δημοψήφισμα έλαβε χώρα σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης, ακραίας λογοκρισίας, καταστολής της αντιπολίτευσης και με σοβαρές καταγγελίες για νοθεία. Η νίκη του Ερντογάν στο δημοψήφισμα εξασφάλισε την αλλαγή του κυβερνητικού συστήματος από κοινοβουλευτική σε προεδρική δημοκρατία και τον επόμενο χρόνο ο Ερντογάν εξελέγη πρώτος πρόεδρος της Τουρκίας μετά από μία ακόμη έντονα αμφισβητούμενη εκλογική διαδικασία. Η «υπερπροεδρία» Ερντογάν χωρίς ελεγκτικούς και εξισορροπητικούς μηχανισμούς μετέβαλε την κατάσταση από de facto σε de jure.

Σε αυτήν την τελευταία περίοδο, η οικονομία της χώρας, η ανάπτυξη της οποίας είχε διαδραματίσει ζωτικό ρόλο στη δημοτικότητα του AKP, υπέστη επίσης μια ιδιαίτερα ανησυχητική πτώση. Η αξία της τουρκικής λίρας (TL) σε ευρώ υποτιμήθηκε από 2,9 μετά τις πρώτες προεδρικές εκλογές του Ερντογάν, τον Αύγουστο του 2014, σε 5,40 κατά την επανεκλογή του στο πλαίσιο του νέου προεδρικού συστήματος ενώ τον Αύγουστο 2018 κατρακύλησε στο 7,8 κυρίως λόγω της πολιτικής κρίσης με τις ΗΠΑ. Την ίδια χρονιά η ανεργία έφτασε επίσης στο υψηλότερο ποσοστό των τελευταίων 15 ετών, σχεδόν 22 %. Η τουρκική εξωτερική πολιτική έγινε ιδιαίτερα επιθετική και ανερμάτιστη αυτήν την περίοδο καθώς άρχισαν να κυριαρχούν ο ωμός πραγματισμός, ο οπορτουνισμός και ο λαϊκισμός.
Αν και οι επιδόσεις του AKP πέρασαν από την περίοδο της «χρυσής εποχής» και της «σχετικής στασιμότητας» σε αυτήν της «πραγματικής παρακμής», το κόμμα συνέχισε να εξασφαλίζει εκλογικές νίκες.

Σε μια κοινωνία που είναι δεκτική στον ισλαμικό συντηρητισμό και τη φαρισαϊκή ρητορική, δεν μπορεί να αγνοηθεί το χάρισμα του Ταγίπ Ερντογάν ως σημαντική παράμετρος της διαρκούς επιτυχίας του κόμματος. Το ίδιο ισχύει και για την αυξανόμενη κοινωνική δυναμική του ΑΚΡ μέσω του ελέγχου που ασκεί στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στο εκπαιδευτικό σύστημα και στα τοπικά δίκτυα μιας κοινωνίας που υποκλίνεται στους κανόνες συμμόρφωσης.

Οι οικονομικές επιδόσεις υπήρξαν επίσης ιδιαίτερα κρίσιμες για την επιτυχία του ΑΚΡ. Το ίδιο, και οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν στις δημόσιες και κοινωνικές υπηρεσίες, όπως το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, τα επιδόματα ανεργίας, η ψηφιοποίηση και η απλοποίηση των διαδικασιών στις κρατικές υπηρεσίες και την κρατική γραφειοκρατία, ενώ, τέλος, καθοριστικής σημασίας για τη δημοτικότητα του AKP υπήρξε και η ανανέωση των γερασμένων υποδομών με μεγάλα έργα.

Ωστόσο, ως επί το πλείστον, η επιτυχία του ΑΚΡ σχετίζεται με το πώς το κόμμα κατάφερε να μεταμορφώσει την πολιτική-οικονομική βάση της χώρας μέσω της ανακατανομής των οικονομικών εσόδων.

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η ισχυρή συγκεντρωτική παράδοση της Τουρκίας σήμαινε πως το κράτος ήταν ο μοναδικός διανομέας οικονομικών εσόδων, γεγονός που εκμεταλλεύτηκε ανοιχτά το ΑΚΡ τόσο σε κεντρικό όσο και σε τοπικό επίπεδο διοίκησης. Αυτό σήμαινε αναδιάρθρωση ολόκληρης της κοινωνίας και δημιουργία κοινωνικών στρωμάτων που υποστηρίζονται από το AKP. Μαζί με τις προαναφερθείσες πτυχές, αυτό δημιούργησε την ηγεμονική ισχύ του AKP.

Αντί συμπεράσματος: αβεβαιότητες του μέλλοντος

Ο αυξανόμενος αυταρχισμός στη διακυβέρνηση της Τουρκίας αποδείχτηκε επιζήμιος για διάφορους λόγους: Αποδυνάμωσε τις δομές δημοκρατικής διακυβέρνησης στους κρατικούς θεσμούς. Συνέβαλε στην πρωτοκαθεδρία των λαϊκιστικών ανησυχιών στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής, και δημιούργησε μια οικονομία εξαρτημένη από τις πελατειακές σχέσεις και το κυνήγι του κέρδους. Οι εντεινόμενες πολιτικές αποκλεισμού του Ερντογάν επιδείνωσαν την ήδη υπάρχουσα κοινωνική πόλωση της Τουρκίας σε τόσο επικίνδυνο βαθμό, που φαίνεται αδύνατη η συνύπαρξη στη βάση κοινών αξιών. Από την άλλη πλευρά, ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας ευνοεί τη σταθερότητα έναντι των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών και ταυτίζει την ηγεσία του Ερντογάν με τη σταθερότητα μετά από την παραμονή του σχεδόν 20 χρόνια στην εξουσία.

Η κατάσταση της τουρκικής οικονομίας είναι αρκετά ανησυχητική αυτή τη στιγμή και σίγουρα θα παραμείνει ως ένα από τα πιο κρίσιμα προβλήματα της χώρας. Η τουρκική λίρα (TL) υποτιμήθηκε κι άλλο μέσα στο 2020, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κι άλλο ενώ και ο πληθωρισμός σημειώνει ανοδική πορεία⁠. Από την άλλη πλευρά, τα δύο διαρθρωτικά προβλήματα της τουρκικής οικονομίας, τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και το εξωτερικό απόθεμα χρέους, εξακολουθούν να αποτελούν σοβαρό πρόβλημα για το μέλλον της οικονομίας⁠. Επιπρόσθετα, η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας από το εμπόριο και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, κυρίως από την ΕΕ, είναι ένα ακόμη ανησυχητικό ζήτημα, καθώς η πανδημία του COVID-19 δημιουργεί περιορισμούς για την παγκόσμια οικονομία.

Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, οι δραματικές μετατοπίσεις και οι αιφνίδιοι αναπροσανατολισμοί της εξωτερικής πολιτικής του ΑΚΡ αντικατοπτρίζουν απλώς την υποταγή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στον λαϊκισμό του ΑΚΡ και του Ερντογάν. Ως εκ τούτου, η εξωτερική πολιτική έχει αναπτυχθεί ως εργαλείο της διακυβέρνησης για την κινητοποίηση της λαϊκής υποστήριξης στο AKP, αμαυρώνει τους εχθρούς του, αποσπά την προσοχή από τις αποτυχίες του και υιοθετεί ό, τι είναι απαραίτητο αυτή τη στιγμή για να διατηρήσει το AKP στην εξουσία.

Με άλλα λόγια, η κρίση του COVID-19 βρήκε την Τουρκία ήδη σε μια δύσκολη κατάσταση τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Οι τοπικές εκλογές του 2019, όπου το AKP είδε τη μεγαλύτερη απώλεια στην ιστορία του, αποτύπωσαν επίσης πόσο περιοριστικές και επιζήμιες έχουν γίνει οι πολιτικές του AKP. Από το ξέσπασμα της πανδημίας, η Τουρκία αποφάσισε να μην ακολουθήσει ένα γενικό lockdown αφήνοντας την οικονομία να λειτουργεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτό πρόσθεσε τεράστιο βάρος στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης της Τουρκίας, το οποίο αποδείχτηκε ιδιαίτερα ετοιμοπόλεμο παρά τα διοικητικά και διαχειριστικά προβλήματα εξαιτίας των κυβερνητικών επιλογών. Μόλις πρόσφατα, κι αφού το σύστημα έφτασε σε σημείο κατάρρευσης, ανακοινώθηκαν νέα μέτρα καραντίνας. Υπό αυτήν την έννοια, η πανδημική κρίση έκανε πιο ορατή την κρίση της διακυβέρνησης στην Τουρκία. Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, η χώρα βρίσκεται υπό σοβαρή πίεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας.

Οι κυρώσεις των ΗΠΑ για την αγορά πυραύλων S-400 καθυστέρησαν χάρη στις προσωπικές σχέσεις του Ερντογάν με τον Τραμπ. Ωστόσο, ο νεοεκλεγμένος Μπάιντεν προβλέπεται να κρατήσει πιο συνεπή αντι-τουρκική στάση. Επομένως, δεν είναι δύσκολο να δούμε την Τουρκία να αντιμετωπίζει όλο και περισσότερες δυσκολίες σε διάφορα μέτωπα στο εγγύς μέλλον. Ωστόσο, αυτό που είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς είναι μια διέξοδος από αυτήν την κατάσταση καθώς η χώρα έχει χάσει όλους τους αυτόνομους θεσμούς της που κρατούσαν τη δημοκρατία της κάπως ζωντανή. Η διέξοδος από τον σημερινό εγκλωβισμό της χώρας ή καλύτερα «η επόμενη μέρα χωρίς τον Ερντογάν» έχει γίνει αδιανόητη καθώς η χώρα έχει χάσει, με τον αυταρχισμό του Ερντογάν, όλα τα αυτόνομα και λειτουργικά θεσμικά της όργανα που είναι απαραίτητα για μια λειτουργική δημοκρατία και οικονομία.

Η Pinar Cakiroglu είναι δρ. Οικονομικών SOAS, Πανεπιστήμιο του Λονδίνου. Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην περιοδική έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς για τις διεθνείς τάσεις με τίτλο “Με ευρυγώνιο φακό”, η οποία είναι διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-1-dekemvrios-2020/. Τη μετάφραση από τα αγγλικά έκανε ο Ανδρέας Μαράτος

 

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Γιώργος Καπόπουλος: Πρόβα σκληρού Brexit
Ο ΣΕΙΒ αντιδρά στον αποκλεισμό εταιριών από την προμήθεια rapid tests
Chevron Right