Opinions

Σία Αναγνωστοπούλου: Η Τουρκία του Ερντογάν

Σχεδόν όλοι οι αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 αποτελεί τομή και καθοριστικό σημείο έναρξης του Ερντογανισμού.

Η Τουρκία της εποχής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει απασχολήσει πολλούς μελετητές τα τελευταία χρόνια. Οι χαρακτηρισμοί όπως νεοθωμανική Τουρκία και σουλτανάτο-χαλιφάτο που προέρχονται από τον χαρακτηρισμό του ίδιου του Ερντογάν ως σουλτάνου, έχουν χρησιμοποιηθεί ευρέως για να αποδώσουν τα χαρακτηριστικά μιας πολιτικής, τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής, που μοιάζει «παράδοξη». Ωστόσο, αυτοί οι χαρακτηρισμοί των οποίων τα αναλυτικά εργαλεία παραπέμπουν σε ένα οθωμανικό παρελθόν (σε ποιο ακριβώς άραγε, αυτό του 16ου ή του 19ου;), δεν είναι ικανοί να αναλύσουν ένα φαινόμενο που διαμορφώνεται στη δική μας εποχή –εν τόπω και χρόνω. Η Τουρκία δεν είναι ούτε σουλτανάτο ούτε χαλιφάτο, και βεβαίως ο Ερντογάν δεν είναι σουλτάνος. Θα λέγαμε λοιπόν ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουμε με σύγχρονα εργαλεία την πολιτική στην Τουρκία την εποχή του Ερντογάν, είναι να την προσεγγίσουμε με αναλυτικό εργαλείο την πολιτική που παράγει ένα αυταρχικό σύστημα που δομείται γύρω από τον υπερπρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Να αναλύσουμε λοιπόν το φαινόμενο του Ερντογανισμού.

Το πρώτο ερώτημα που εύλογα τίθεται αφορά το κατά πόσο αυτό το φαινόμενο είναι νέο για την Τουρκία, κατά πόσο δηλαδή συνιστά την τουρκική εκδοχή του φαινομένου του Τραμπισμού στις ΗΠΑ ή του Ορμπανισμού στην Ευρώπη.

Ή αντιθέτως, μήπως πρόκειται για μια τουρκική ιδιαιτερότητα με συνέχεια η οποία εκφράζεται τώρα ως Ερντογανισμός αλλά έχει ρίζες στην Ιστορία. Το ερώτημα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν σκεφτούμε ότι ο πολιτικός τροφοδότης του Ερντογανισμού –ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν- ήταν ο ίδιος πολιτικός του οποίου σχεδόν όλη η πρώτη δεκαετία της μακρόχρονης θητείας του στην εξουσία ταυτίστηκε με την πλέον δημοκρατική περίοδο που γνώρισε η χώρα στο εσωτερικό της, αλλά και με σοβαρά σημάδια για ειρηνική συνύπαρξη με τους γείτονες και την Ευρώπη –με διακηρυγμένη πολιτική για «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες». Τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό έχουμε λοιπόν δύο φάσεις: μια δημοκρατική και ειρηνική ερντογανική πολιτική που διήρκησε περίπου μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2010. Και τον Ερντογανισμό ο οποίος, παρά τα κάποια, πρώιμα σημάδια αυταρχικής διολίσθησης, οικοδομείται και εμπεδώνεται από το 2011 και μετά, με κορύφωση από το 2015-2016 και μετά. Σχεδόν όλοι οι αναλυτές συγκλίνουν στην άποψη ότι το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016 αποτελεί τομή και καθοριστικό σημείο έναρξης του Ερντογανισμού.

Τα παραπάνω υποχρεώνουν σε μια πιο δυναμική ανάλυση της Τουρκίας και του Ερντογανισμού, τόσο ως προς τις εσωτερικές προϋποθέσεις εμφάνισης και εδραίωσής του, όσο και στις διαστάσεις του ως φαινομένου μεταφοράς στα τουρκικά συμφραζόμενα ενός μεταδημοκρατικού φαινομένου που συναντάται και αλλού. Καταρχάς, απλοποιώντας και σχηματοποιώντας, θα λέγαμε ότι η Τουρκία από την εποχή της ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 γνώρισε μακρές περιόδους αυταρχισμού με τα χαρακτηριστικά ενός ελιτίστικου εκσυγχρονισμού με δημοκρατικά στοιχεία, αλλά και περιόδους σκληρής καταπίεσης (στρατιωτικά πραξικοπήματα, κλπ). Αυτή η μεγάλη περίοδος δημιούργησε πολλαπλές διαιρέσεις, πολλαπλούς «ατελείς εμφυλίους», των οποίων τα βαθιά ταξικά και εθνοτικά χαρακτηριστικά «θάβονταν» κάτω από τόνους πολιτισμικών εργαλειοποιήσεων. Σχηματικά λοιπόν θα λέγαμε ότι μέχρι το 2000 πολλά ανοικτά προβλήματα δημοκρατίας, δικαιωμάτων (ατομικών και εθνοτικών) και κοινωνικών ανισοτήτων τροφοδοτούνταν ως πολιτισμικές διαιρέσεις, ως ιδιαιτερότητες μιας χώρας «ατελώς» δυτικής.
Αυτό το «ατελώς δυτική», αυτή η «τουρκική ιδιαιτερότητα» μέσα στον δυτικό κόσμο ήταν βεβαίως και αποτέλεσμα του ιδιότυπου «διαλόγου» ανάμεσα στην Τουρκία και τη Δύση. Του ιδιότυπου διαλόγου στον οποίο τόσο ο στρατός όσο όμως και το Ισλάμ –παρά τις περί του αντιθέτου αναλύσεις περί ενός αντισυστημικού Ισλάμ- αποτέλεσαν τα ισχυρά όπλα εγγύησης της «δυτικότητας» της Τουρκίας. Το Ισλάμ, αποτέλεσε το κρυφό όπλο που ανέσυρε το σχέδιο Μάρσαλ, ένα όπλο που θα έπαιζε το ρόλο της «φωνής της ανατολίτικης κοινωνίας» για δημοκρατία, απέναντι σε ένα κράτος που ξεπέρναγε τα πολιτισμικά και ηθικά όρια της.

Στην ουσία με το Ισλάμ φτιαχνόταν ένας εναλλακτικός διάδρομος διείσδυσης του κεφαλαίου, το οποίο δεν μπορούσε να αφήνει την τύχη του σε ένα σκληρό κράτος. Ο στρατός λοιπόν θα επέβαλε την ευσέβεια στο δυνατό κράτος και το Ισλάμ θα εξέφραζε την προσδοκία για δημοκρατία (εναντίον πάντα του κομμουνισμού και τα δύο) της πολιτισμικής πλειοψηφίας –της μουσουλμανικής-σουννιτικής κοινότητας. Οι ταξικές ανισότητες, το ισχυρό δημοκρατικό έλλειμμα, οι διεκδικήσεις για δημοκρατία (και στους Κούρδους) προσλάμβαναν τις διαστάσεις πολιτισμικών «εμφύλιων» που υπονόμευαν τα αριστερά κινήματα και τις διεκδικήσεις τους και που αντλούσαν ιστορική νομιμοποίηση από την οθωμανική νεωτερικότητα και το τέλος της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο και ο στρατός και το πολιτικό Ισλάμ των δεκαετιών του 1970-1980 «έπαιζαν στο ίδιο γήπεδο»: αυτό του αυταρχισμού και του συντηρητισμού -του ισχυρού κράτους. Τα πράγματα άλλαξαν στη δεκαετία του 1990, όταν το διεθνές και εγχώριο κεφάλαιο δεν είχαν ανάγκη πλέον ούτε τον στρατό ούτε το «σκληρό» πολιτικό Ισλάμ. Είχαν ανάγκη από έναν αποτελεσματικό φορέα ενός ομοιογενούς πολιτισμού που θα εξασφαλίζει την ατομική συμμετοχή σε ένα καταναλωτικό σύμπαν με όρους ηθικής-θρησκευτικής αφοσίωσης. Είχαν ανάγκη από ένα ισχυρό μεν κράτος με ευσέβεια στις ατομικές «εξουσίες» (όχι ελευθερίες), και τις δημοκρατικές αρχές του έθνους- κοινότητας.

Η ανάδειξη του ΑΚΡ στην εξουσία με αρχηγό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν το 2002 εγκαινίασε μια περίοδο μεγάλων προσδοκιών για δημοκρατία στην Τουρκία. Αυτή η σύντομη περίοδος δημοκρατικής κανονικότητας στην οποία επένδυσαν διαφορετικής προέλευσης δημοκρατικές δυνάμεις της Τουρκίας και η οποία φαινόταν να αμβλύνει τις αντιθέσεις που τροφοδοτούσαν τους «πολιτισμικούς εμφυλίους» στην Τουρκία, κινητοποίησε κοινωνικές δυνάμεις, κινητοποίησε την κοινωνία των πολιτών, αλλά και χάραξε έναν άλλο δρόμο στην εξωτερική πολιτική. Η Τουρκία των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης του ΑΚΡ ανέπτυξε επίσης και έναν άλλο διάλογο με την Ευρώπη και τη Δύση γενικότερα, διάλογο που και οι τελευταίες υπαγόρευαν. Αυτό δεν σημαίνει ότι στη σύντομη περίοδο της δημοκρατικής κανονικότητας του Ερντογάν οι πολιτισμικές οριοθετήσεις δεν αποτέλεσαν το υπόβαθρο της πολιτικής του ΑΚΡ. Μόνο που αυτές, σε εκείνη τη φάση της δημοκρατικής κανονικότητας, κινητοποιήθηκαν ως στοιχείο συνύπαρξης, ως ένας νέος, οθωμανικός, κοινοτισμός ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα σε διαφορετικές εθνοθρησκευτικές κοινότητες, με προεξάρχουσα βέβαια την τουρκική, ισλαμική, σουννιτική κοινότητα. Αυτή η περίοδος συμπίπτει με το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής του ΑΚΡ για «μηδενικά προβλήματα» με τους γείτονες, που ωστόσο το υπόβαθρό της αναζητούσε τις ρίζες της στην ιστορική νομιμοποίηση μιας ρομαντικής αντίληψης περί «οθωμανικής ειρήνης» (δόγμα Νταβούτογλου). Αυτή η περίοδος της σύντομης δημοκρατίας σφραγίστηκε από τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας αμβλύνονταν ή υποβαθμίζονταν οι «πολιτισμικές» οριοθετήσεις και απελευθερώνονταν, κοινωνικά και θεσμικά, δυνάμεις που οδηγούσαν στη δημοκρατική χειραφέτηση σημαντικών δυνάμεων της κοινωνίας της Τουρκίας, χειραφέτηση στην οποία συνέβαλε και η σημαντική βελτίωση του επιπέδου ζωής μεγάλων ομάδων του πληθυσμού. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια σημαντική περίοδο «ανακωχής της Ιστορίας» με όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά. Αυτή η δημοκρατική ενδεχομενικότητα άρχισε να μειώνεται από το 2007 και μετά, όταν οι συντονισμένες ενέργειες Μέρκελ-Σαρκοζύ έκοψαν το νήμα των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ.

Τα «γεγονότα Γκεζί» το 2013 αποτελούν το πρώτο σημαντικό βήμα της διολίσθησης του ΑΚΡ προς τον αυταρχισμό, καθώς και της δριμύτερης επανόδου στην πολιτική ατζέντα των «κοινωνικο-πολιτισμικών» αντιθέσεων. Της επανόδου σε μια συγκρουσιακή ρητορική βασισμένη σε πολιτισμικές αντιθέσεις. Στη ρητορική της ακραίας πόλωσης λοιπόν βάθαιναν οι «κοινωνικο-πολιτισμικές» ρωγμές στην Τουρκία, οι οποίες ξαναζωντάνευαν μια «συνέχεια», ένα «τουρκικό διαρκές» συγκρούσεων και «υπόκωφων εμφυλίων» από το 19ο αιώνα. Το διακύβευμα της δημοκρατίας, της κοινωνικής ισότητας, των δικαιωμάτων τοποθετήθηκε με μαεστρία από τον Ταγίπ Ερντογάν -πάντα ηγέτης-προστάτης της πλειοψηφίας (σουννιτικής και συντηρητικής)- στο επίπεδο αυτού του «τουρκικού διαρκούς»: εκσυγχρονιστές εναντίον συντηρητικών, λαϊκοί εναντίον ισλαμιστών, Τούρκοι εναντίον Κούρδων, Σουννίτες εναντίον Αλεβιτών, κλπ.

Η στροφή από το αυταρχικό σύστημα εξουσίας του ΑΚΡ προς τον Ερντογανισμό αρχίζει να ολοκληρώνεται το 2014, όταν για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας ο πρόεδρος εκλέγεται απευθείας από το εκλογικό σώμα. Ωστόσο, όπως στις ιστορίες όλων των κοινωνιών, οι εξελίξεις δεν ακολουθούν μια γραμμική, προδιαγεγραμμένη πορεία, έτσι και στην Τουρκία οι εξελίξεις οδηγούσαν στον Ερντογανισμό αλλά και στο αντίθετο του –στην ενίσχυση του δημοκρατικού μετώπου. Έτσι, στις βουλευτικές εκλογές του 2015 το ΑΚΡ έχανε για πρώτη φορά από το 2002 την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτό το μέτωπο του αντι-Ερντογανισμού ήταν και παραμένει ένα μέτωπο στο πλαίσιο του οποίου σπάει αυτό το «τουρκικό διαρκές» των πολιτισμικών εμφυλίων. Το φιλοκουρδικό κόμμα της Δημοκρατίας των Λαών (HDP) έχει παίξει βαρύνοντα ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση. Η απάντηση του Ερντογάν σε αυτό το μέτωπο ήταν η περαιτέρω ενίσχυση του αυταρχισμού, η οποία σημαδεύτηκε από τη συμμαχία του ΑΚΡ με την εθνικιστική ακροδεξιά. Αυτή η φαινομενική παραδοξότητα, δηλαδή συμμαχία ισλαμικού κόμματος με τον ακραίο (κεμαλικό) εθνικισμό, αποδεικνύει την εργαλειοποίηση κάποιων εμπεδωμένων στη συλλογική συνείδηση πολιτισμικών διαιρέσεων. Ο Ερντογανισμός συστηματοποιείται, κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, βασισμένος και στον ακροδεξιό εθνικισμό. Έχει σημασία λοιπόν να υπογραμμίσουμε ότι η φανερή ή η υπόγεια σύνδεση με την ακροδεξιά συνιστά δομικό στοιχείο του αυταρχισμού, φαινόμενο που δεν συναντάμε μόνο στην Τουρκία, ούτε για πρώτη φορά στην Τουρκία, αλλά που σε αυτή τη φάση έχει τα χαρακτηριστικά του Ερντογανισμού.

Κάποια χαρακτηριστικά του Ερντογανισμού

Ο Ερντογανισμός στην Τουρκία είναι καταρχάς ένας ισλαμο-εθνικιστικός αυταρχισμός ο οποίος αντλεί την κοινωνική του ενέργεια από μια διαρκώς τροφοδοτούμενη ιστορική δίψα εκδίκησης και αντιελιτισμού. Η μετατροπή της Αγιάς Σοφιάς σε τζαμί συνιστά ένα από τα πολλά δείγματα της τροφοδότησης αυτής της ιστορικής εκδίκησης. Το επιτακτικό ερώτημα βέβαια που τίθεται αφορά το κατά πόσο και με ποιο τρόπο η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της Τουρκίας που αποστρέφεται αυτούς τους “πολέμους της μνήμης” που νομιμοποιούν τον Ερντογανισμό θα κατορθώσει να αναγάγει δημοκρατικά τις πολιτισμικές διαιρέσεις στα ιστορικο-κοινωνικά τους συμφραζόμενα και θα οδηγήσει στο τέλος του τον Ερντογανισμό, τον αυταρχισμό γενικότερα. Και το ερώτημα τίθεται γιατί ο Ερντογανισμός, παρά τη δύναμη που φαινομενικά έχει, «δομείται –όπως εύστοχα σημειώνει ο Αχμέτ Ινσέλ- πάνω σε κινούμενη άμμο, τεντώνει τα όρια του αφού έχει εξαντλήσει τόσο το οικονομικό μοντέλο του όσο και το ιστορικό αφήγημά του, χωρίς να είναι ικανός να του δώσει νέα πνοή».

Η δόμηση του Ερντογανισμού πάνω σε κινούμενη άμμο συνιστά λοιπόν ένα από τα χαρακτηριστικά του. Αυτό το υβριδικό, υπερπροεδρικό καταπιεστικό σύστημα εξουσίας, δίνει ωστόσο την αίσθηση –όπως και πάλι εύστοχα σημειώνει στο άρθρο του ο Αχμέτ Ινσέλ- ότι ακολουθεί μια πολιτική μόνιμης φυγής προς τα εμπρός, τόσο στην εσωτερική όσο και την εξωτερική πολιτική η οποία μοιάζει να κινείται –τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια- χωρίς πυξίδα. Σε ό,τι αφορά την εσωτερική πολιτική, ο Ερντογανισμός χαρακτηρίζεται από αυθαιρεσία. Θα λέγαμε ότι το θεμελιώδες δομικό στοιχείο του είναι η αυθαιρεσία, σε βαθμό που δεν σέβεται ούτε καν τους δικούς του κανόνες και υποχρεώνεται μονίμως να επινοεί νέους. Αυτός ο αυθαίρετος χαρακτήρας του καθεστώτος, με τις διώξεις εναντίον δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, καθηγητών, δημοσιογράφων, δικαστικών, κλπ., είναι απρόβλεπτος. Ο Ερντογανισμός λοιπόν, ακριβώς λόγω του αυθαίρετου χαρακτήρα του είναι απρόβλεπτος, συγκυριακός και γι’ αυτό δημιουργεί ανασφάλεια. Η πολιτική του δεν έχει τη συστηματικότητα και τη συνέχεια ενός ολοκληρωτικού συστήματος. Επινοεί κανόνες και επινοείται ο ίδιος διαρκώς ανάλογα με τη συγκυρία. Και πάλι η Αγιά Σοφιά αποτελεί ένα αποκαλυπτικό παράδειγμα του απρόβλεπτου και τυχαίου στοιχείου του Ερντογανισμού.

Λίγους μήνες πριν, ο ίδιος ο πρόεδρος Ερντογάν απέκλειε κάθε συζήτηση για μετατροπή του μνημείου σε τζαμί -για να διαψεύσει τον εαυτό του πολύ γρήγορα.

Σε αντίθεση λοιπόν με τις πολλές περιόδους κεμαλικού αυταρχισμού της Τουρκίας, που χαρακτηρίζονταν από μεθοδικότητα και συστηματικότητα, ο Ερντογανισμός περισσότερο προσιδιάζει σε αυτό τον μετα-δημοκρατικό αυταρχισμό που συναντάμε και σε άλλες χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο άλλωστε εγγράφεται και η προσήλωσή του, από τη μια μεριά στον απόλυτο έλεγχο του Τύπου, και συγχρόνως στις εκλογικές διαδικασίες. Ο Ερντογανισμός δίνει τεράστια σημασία –τουλάχιστον μέχρι τώρα- στην εκλογική νομιμοποίηση. Αυτή η αντίφαση –πλήρης έλεγχος της ενημέρωσης, περιορισμός των αντίπαλων πολιτικών κομμάτων μέσω της περιστολής της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, συγχρόνως όμως ένας ουσιαστικός εκλογικός ανταγωνισμός που, παρά τις υποθέσεις για νοθεία, δεν είναι νοθευμένος- καταδεικνύει τις ιδιαιτερότητες αυτού του μετα-δημοκρατικού αυταρχισμού που έχει ανάγκη νομιμοποίησης από «την εθνική βούληση που εκφράζεται στις κάλπες».

Ο Ερντογανισμός τελικά, παρά τις μαζικές, αυθαίρετες συλλήψεις, τις καταδίκες και τις φυλακίσεις, τις απαγορεύσεις που καλύπτουν όλο και περισσότερο το κοινωνικό πεδίο, καθώς και την ενίσχυση του συγκεντρωτισμού όλων των εξουσιών στα χέρια του προέδρου, παραμένει ένα φαινόμενο με αντιφάσεις. Κι αυτό οφείλεται κατεξοχήν στο γεγονός ότι ο Ερντογανισμός δεν κατόρθωσε να δομήσει μια πολιτισμική ηγεμονία της άρχουσας τάξης, μια ηγεμονία που θα διαφοροποιούσε τις συλλογικές πεποιθήσεις και τις συλλογικές πρακτικές ώστε να εγκαταστήσει ένα νέο σύστημα ηγεμονίας. Ο Ερντογανισμός δεν έχει και δεν μπόρεσε να αντιπαραθέσει μια άλλη ηγεμονία απέναντι στον κεμαλισμό.

Ο Ερντογανισμός στην εξωτερική πολιτική

Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στην εποχή του Ερντογανισμού χαρακτηρίζεται επίσης από αυτή τη λογική της φυγής προς τα εμπρός, η οποία απευθύνεται καταρχάς στο εσωτερικό ακροατήριο και προσλαμβάνει τις διαστάσεις «εθνικιστικής εγρήγορσης», με στοιχεία αλυτρωτισμού για έναν χαμένο παράδεισο, άλλοτε οθωμανικό άλλοτε γαλάζιο.

Ωστόσο, επί της ουσίας η Τουρκία από το 2010 και μετά, όταν η προοπτική ένταξης στην ΕΕ χάθηκε, βρέθηκε σε πορεία αναζήτησης ενός ισχυρού αφηγήματος που θα της επιτρέπει να παίζει το ρόλο της ηγεμονικής περιφερειακής δύναμης σε μια περιοχή σε πλήρη αποσταθεροποίηση. Ο Ερντογανισμός λοιπόν επινοεί αφήγημα ανάλογα με τη συγκυρία και σε σχέση πάντα με την ανάγκη εθνικιστικής εγρήγορσης. Αν στην περίοδο της ευρωπαϊκής προοπτικής ο ρομαντικός νεοθωμανισμός του Νταβούτογλου ανταποκρινόταν σε ένα αφήγημα για μια Τουρκία δύναμη σταθερότητας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή, από το 2010 και μετά αυτό το αφήγημα διαμορφωνόταν ανάλογα με τις ανάγκες μιας ενεργητικής πολιτικής πια της Τουρκίας σε ένα κοινό πολιτισμικό σύμπαν, έτσι όπως αυτό το όριζε κατά περίπτωση ο Ερντογανισμός, σπάζοντας τις κλασικές συμμαχίες της Τουρκίας στην περιοχή (Σαουδική Αραβία, Ισραήλ) ή επινοώντας νέες. Έτσι άρχισε να ξεδιπλώνεται το αφήγημα της ενεργητικής πολιτικής προς τη Μέση Ανατολή –ανοικτές παρεμβάσεις στην περίοδο των μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων στο εσωτερικό χωρών όπως η Αίγυπτος, η Συρία, η Τυνησία- και βεβαίως προς τη Συρία. Αυτή η ενεργητική-επεμβατική πολιτική οδηγούσε μοιραία σε στρατιωτικές επεμβάσεις. Το παράδειγμα της Συρίας είναι το πλέον χαρακτηριστικό. Η Λιβύη θα ακολουθούσε. Σχηματοποιώντας θα λέγαμε ότι η Τουρκία στην εποχή του Ερντογανισμού έγινε απρόβλεπτη στο βαθμό που η επεμβατική πολιτική της αποσταθεροποιούσε την περιοχή, ενώ συγχρόνως ο Ερντογανισμός μετατρεπόταν σε κεντρικό φορέα αναθεωρητισμού ακόμα και των ίδιων των καταστατικών αρχών της ίδρυσης της Τουρκίας και των σταθερών που είχε επί πάρα πολλά χρόνια.

Ο Ερντογανισμός ως κεντρικός φορέας αναθεωρητισμού στην περιοχή, που στην πράξη σημαίνει εχθρικές ή κακές σχέσεις με πολλές χώρες της περιοχής, αλλά και υπονόμευση του ρόλου της Τουρκίας στο πλαίσιο των διεθνών οργανισμών στους οποίους ανήκει –για παράδειγμα στο ΝΑΤΟ- τροφοδοτεί μια αντίληψη «αποκλεισμού» και απειλής από τους γείτονες, από τον «κόσμο στο σύνολό του», και νομιμοποιεί έτσι τις στρατιωτικές επεμβάσεις. Ο ερντογανικός αναθεωρητισμός λοιπόν τροφοδοτεί αλλά και τροφοδοτείται από την αποσταθεροποίηση. Αυτός ο επεμβατικός αναθεωρητισμός μετατρέπει την εξωτερική πολιτική σε πολιτική στρατιωτικών επεμβάσεων ως ανάγκη για «την εθνική ασφάλεια, ως ανάγκη ασφάλειας του κράτους», ως ανάγκη προστασίας των συμφερόντων ενός κόσμου με προστάτιδα δύναμη την Τουρκία.. Ο αναθεωρητισμός εντέλει του Ερντογανισμού έγκειται στην ανάγκη ιστορικής νομιμοποίησης της επεμβατικότητας στα κράτη της περιοχής, μια επεμβατικότητα ωστόσο που είναι αυτή που απειλεί την ασφάλεια της Τουρκίας -και όχι οι γείτονές της.

Ωστόσο, ο Ερντογανισμός είναι φαινόμενο σε διαλεκτική σχέση με μια ευρύτερη, διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική στην περιοχή, μια πολιτική χωρίς κανόνες και με έντονο το χαρακτηριστικό του απρόβλεπτου, του τυχαίου και του συγκυριακού. Ίσως -για να το θέσουμε διαφορετικά- είναι φαινόμενο μιας ευρύτερης πολιτικής που σπάει τους δικούς της κανόνες ή βρίσκεται σε πορεία αναζήτησης άλλων. Έτσι, η διεθνής και ευρωπαϊκή πολιτική στην ευρύτερη περιοχή διαμορφώνεται πάνω σε κινούμενη άμμο χωρίς κανόνες. Το μεταναστευτικό-προσφυγικό αποτελεί το αποκορύφωμα μιας ευρωπαϊκής πολιτικής που θεμελιώνεται στις πολιτισμικές διαιρέσεις και εκθεμελιώνει τη δύναμη των κανόνων του διεθνούς δικαίου –πολιτικές που τρέφουν φαινόμενα όπως ο Ερντογανισμός. Πράγματι, η αντιμετώπιση του μεταναστευτικού-προσφυγικού ως πολιτισμικής διαμάχης ανάμεσα σε δύο αντίπαλους «τρόπους ζωής», ο «ευρωπαϊκός ρόλος» της Τουρκίας ως εγγυήτριας που θα μπορεί να κρατάει στο έδαφός της τους «εισβολείς» που απειλούν τον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής», νομιμοποιούν τον Ερντογανισμό ως φορέα προστασίας της περιοχής, ως φορέα ιστορικού της αντιπροσώπου. Έτσι, τροφοδοτούν τον απρόβλεπτο και συγκυριακό χαρακτήρα του αναθεωρητισμού του Ερντογανισμού που για να είναι ικανός και αποτελεσματικός να κρατάει σε απομόνωση τους δύο πολιτισμούς, σπάει κανόνες διεθνούς δικαίου, επεμβαίνει ακόμα και στρατιωτικά όπως επιβάλλει η συγκυρία που επιλέγει, διαμορφώνει εντέλει τον κόσμο της περιοχής του ανάλογα με το δικό του αφήγημα. Κι αυτό γιατί είναι ο δικός του, ξεχωριστός και έξω από κανόνες κόσμος.

Το τέλος των φαινομένων όπως ο Ερντογανισμός και των συνεπειών που τέτοια φαινόμενα παράγουν έχει μια θεμελιώδη προϋπόθεση: αυτή του τέλους άσκησης πολιτικής με όρους πολιτισμικών αντιπαραθέσεων και πολέμων μνήμης. Του τέλους της άσκησης πολιτικής με όρους πολιτισμικής σύγκρουσης χωρίς κανόνες και αρχές.

Η Σία Αναγνωστοπούλου είναι Καθηγήτρια Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και βουλεύτρια του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην περιοδική έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς για τις διεθνείς τάσεις με τίτλο “Με ευρυγώνιο φακό”, η οποία είναι διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή εδώ: https://poulantzas.gr/yliko/me-evrygonio-fako-periodiki-ekdosi-gia-tis-diethneis-taseis-tefchos-1-dekemvrios-2020/

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Ζέφη Δημαδάμα: Δημοκρατική παράταξη - Νέες απαντήσεις, σε νέες ερωτήσεις
Δημήτρης Μαρκόπουλος: Κοστούμια
Chevron Right