Τη λένε Εύη – από το Παρασκευή. Δεν άντεχε το όνομα της γιαγιάς που της φόρτωσαν και το διόρθωσε κρατώντας τις δύο τελευταίες συλλαβές – το υπόλοιπο το πέταξε, ελάχιστοι ξέρουν το βαφτιστικό της όνομα.
Αισθάνεται πολύ τυχερή που ζει στην Αθήνα και όχι στην Ηγουμενίτσα όπου γεννήθηκε. Της άρεσε η μεγάλη πόλη από την πρώτη στιγμή που βρέθηκε στην πρωτεύουσα για να σπουδάσει στο ΙΕΚ. Τα πλήρωσαν όλα οι γονείς της, με χίλια ζόρια, για να της δώσουν την ευκαιρία να φύγει. Της το χρωστούσαν, έτσι έλεγαν, γιατί αν δεν τα πήγε καλά στο σχολείο είναι γιατί φρόντιζε τα τρία μικρότερα αδέρφια της και δεν είχε χρόνο για διάβασμα, ούτε συγκέντρωση.
Στα δυο χρόνια των σπουδών της δούλευε τηλεφωνήτρια σε εταιρεία κινητής. Ήταν φρικτό. Έπαιρνε ατελείωτα τηλεφωνήματα για να προτείνει «πακέτα» σε ανθρώπους που δεν είχαν καμία διάθεση να την ακούσουν, παρά μόνο πολύ-πολύ σπάνια. Συνήθως εισέπραττε εκνευρισμό, έρχονταν πάνω της κύματα αρνητικής ενέργειας. Ένα «άσε μας κι εσύ κοπέλα μου» της ερχόταν διαρκώς.
Σιχαινόταν τον εαυτό της όταν τελείωνε τη βάρδια. Το μόνο που την ανακούφιζε ήταν ότι δεν την έβλεπαν και δεν ήξεραν ποια είναι. Απωθούσαν μια ενοχλητική φωνή χωρίς να ξέρουν σε ποιον ανήκει.
Την κρατούσε ότι σύντομα θα αποκτούσε «πιστοποίηση» και θα είχε δικαίωμα να δουλέψει σ αυτό που της άρεσε: Μανικιούρ-πεντικιούρ.
Ούτε που ξέρει πώς της ήρθε. Όταν ήταν μικρή συνήθιζε να βάφει τα νύχια στις κούκλες της και μεγαλώνοντας φαινόταν ότι έχει ένα ταλεντάκι, γιατί όλες οι φίλες της της ζητούσαν να τους τα βάφει.
Της φαινόταν πολύ ωραίο που θα ακολουθούσε αυτόν τον επαγγελματικό δρόμο. Θα χάριζε ομορφιά και με το θεραπευτικό πεντικιούρ ανακούφιση. Τη γοήτευε η ιδέα ότι θα έπιανε κουβέντα με τις πελάτισσες και μπορεί και να έκανε φιλίες. Πιο πολύ της άρεσε η ιδέα ότι θα ήταν συνέχεια μέσα σε γυναικείες συζητήσεις – το είχε δει σε ταινίες.
Και βέβαια, η ίδια θα είχε πάντα εντυπωσιακά νύχια, μακριά με σχέδια, με στρας, με γκλίτερ και πρωτότυπα χρώματα, γιατί η μανικιουρίστα πρέπει να δείχνει με το παράδειγμά της τη σημασία που έχουν τα περιποιημένα και προσεγμένα νύχια.
Η Εύη παίρνει καθαρά 500 ευρώ και κάτι για οκτάωρο και πενθήμερο, κοντά στο επίδομα της αναστολής. Είναι, βέβαια, ασφαλισμένη – πάλι καλά. Κουράζεται, όμως, πολύ. Ειδικά άμα πέσει σε ιδιότροπη πελάτισσα, ταλαιπωρείται. Είναι μερικές που δεν μένουν με τίποτα ευχαριστημένες. Και άλλες που βγάζουν τα απωθημένα τους πάνω της ζητώντας παράλογα πράγματα. Πολλές δεν συγχωρούν κανένα λάθος, ούτε μικρό. Γενικά, είναι πού θα πέσεις.
Το χειρότερο είναι η ακινησία – εξουθενωτική. Και με τα πεντικιούρ υποφέρει στη μέση από το σκύψιμο. Τώρα με τη μάσκα και τα γάντια γίνεται ακόμη πιο δύσκολο. Συνήθως όταν έφευγε και έβγαινε στον αέρα, έχει κι ένα παρκάκι απέναντι, αισθανόταν σαν να έχει αποφυλακιστεί. Τώρα με τη μάσκα κάπως άλλαξε κι αυτό.
Όταν άνοιξαν τα νυχάδικα και τη συνάντησα ήταν παρεξηγημένη. «Ελπίζω να μην είσαι από αυτές που κράζουν τις νυχούδες και τα μανικιούρ. Οι πρώτες που ψάχνουν για νυχού στο σπίτι όταν γίνεται lockdown είναι αυτές που τις κράζουν».
Τη δεύτερη φορά που την είδα, αυτή την εβδομάδα, ήταν φοβισμένη. Δεν έχει όσο κόσμο περίμεναν, παρά τις γιορτές και παρόλο που έχουν αραιώσει τα ραντεβού λόγω αναγκαστικών αποστάσεων ανάμεσα στις καρέκλες. «Τώρα δεν επιτρέπεται να μας απολύσουν λόγω αναστολής αλλά μόλις περάσει λίγος καιρός, δεν με βλέπω καλά. Μακάρι να μας ξανακλείσουν».
Χρόνια πολλά Εύη!