Opinions

Πέτρος Λιάκουρας: Διερευνητικών το ανάγνωσμα- Μέρος Α’

Έχει καταστεί σαφές με κάθε τρόπο ότι η αποστρατικοποίηση ή οι γκρίζες ζώνες δεν είναι δυνατόν να είναι θέμα σε διαπραγμάτευση.

Οι τελευταίες κινήσεις της Άγκυρας με την αποχώρηση του Oruc Reis και την περιορισμένη κίνηση στις εγγύς των τουρκικών ακτών περιοχές υφαλοκρηπίδας είναι –μέχρις αποδείξεως του εναντίου- στη σωστή κατεύθυνση.

Ωστόσο οι επικλήσεις της προς την Ελλάδα για διερεύνηση και διάλογο συνοδεύονται από προσκλήσεις και μάλιστα με ένταση και πίεση. Αυτό προκειμένου να προκαλέσει σύντομα θετική δική μας αντίδραση και προκαταλαμβάνοντας την μη άμεση απάντηση ως απροθυμία διαλόγου. Αυτή είναι μια συνηθισμένη πρακτική της γείτονος αυτήν την εποχή. Η Τουρκία εμφανίζεται σαν να έχει πρόθεση διαλόγου και τον επιζητά επιχειρώντας να δώσει την εντύπωση ότι δεν υπάρχει η ανάλογη υπευθυνότητα της άλλης πλευράς, δηλαδή της Ελλάδας. Και όλα αυτά, έναντι ενός διαλόγου που αναγγέλλεται από τον Ιούλιο και μέχρι σήμερα είμαστε στο σημείο εκείνο της απραξίας σαν να λέμε ότι ο χρόνος δεν έχει κυλήσει.

Από την άλλη πλευρά ο σκληρός παίχτης Χουλουσί Ακάρ αναλώνει πολύ γλωσσικό μετάλλευμα αναμοχλεύοντας όλους τους τουρκικούς ισχυρισμούς που δεν ευκολύνουν, και αφορούν είτε στην αδιευκρίνιστη κυριαρχία νησίδων και βράχων της ελληνικής επικράτειας, δηλαδή το θεώρημα περί γκρίζων ζωνών, είτε στην αποστρατιωτικοποίηση, που -ούτως ή αλλιώς- είναι ένα παρωχημένο συμβατικό δημιούργημα αντίθετο στην αρχή και συμφυές δικαίωμα της νόμιμης άμυνας. Και τα δύο είναι γνωστό ότι για την Ελλάδα είναι μη ζητήματα (non-issues) προς διαπραγμάτευση και παρόλα αυτά τα θέτει για να αποτελέσουν ύλη της διερεύνησης.

Προφανώς τίθενται για να αποτελούν ένα πρόσκομμα στην έλευση της διαπραγμάτευσης. Και αυτό διότι τα ζητήματα αυτά έχουν τεθεί στις διερευνητικές επαφές και έχει καταστεί σαφές με κάθε τρόπο ότι η αποστρατικοποίηση ή οι γκρίζες ζώνες δεν είναι δυνατόν να είναι θέμα σε διαπραγμάτευση. Αν και η Τουρκία το γνωρίζει αυτό, δεν δείχνει να το κατανοεί, πλειοδοτώντας σε δηλώσεις που απευθύνονται στο δικό της ακροατήριο, έχουν όμως παράπλευρες συνέπειες στη δική μας πλευρά. Με τον τρόπο αυτό, επειδή εδώ δεν ζυγίζεται διαφορετικά, δυσκολεύει την έναρξη των επαφών, αφού μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης που δεν διάκειται θετικά στην προοπτική του διαλόγου αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να ξεκινά ο διάλογος με τέτοιες ανεπίδεκτες δηλώσεις ακραίας αντιπαράθεσης ενισχύοντας επιχειρήματα κατά του διαλόγου, ότι θα συζητηθούν κι άλλα θέματα, που δεν πρέπει, πέραν των θαλασσίων ζωνών.

Είναι δε παράταιρες οι δηλώσεις αυτές διότι σε αρκετές περιπτώσεις η τουρκική πλευρά έκανε άμεσα ή έμμεσα σαφές ότι αν λυθούν τα ζητήματα των θαλασσίων ζωνών δεν θα υπήρχε θέμα περί αποστρατιωτικοποίησης, εννοώντας ότι θα έχανε την όποια χρησιμότητα.

Όπως την ίδια εποχή -από το 2000 και μεταγενέστερα- η τουρκική πλευρά δεν έθετε θέμα casus belli. Μάλιστα για την τότε γραφειοκρατία, στρατιωτική και διπλωματική, casus belli ερμηνευόταν ότι μια κίνηση επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης θα σήμαινε για την Τουρκία ότι η Ελλάδα θα είχε υπερβεί την έσχατη γραμμή ανοχής, και όχι χρήση ένοπλης βίας, ίσως αντίρρηση και μη αποδοχή τέτοιου εύρους πέραν των 6νμ.

Συνεπώς η έγερση των θεμάτων αυτών, ειδικά της αποστρατιωτικοποίησης αλλά και από κοντά και των γκρίζων ζωνών, σαφώς σημαίνει ότι σκοπίμως κάποιο κέντρο της Τουρκίας δυσχεραίνει την προοπτική του διαλόγου και κατόπιν της διαπραγμάτευσης. Δημιουργεί στο εσωτερικό μια εντύπωση μη διαχειρίσιμη ότι η Ελλάδα προτίθεται να διαπραγματευτεί την κυριαρχία της, το οποίο δεν ευσταθεί. Όμως δημιουργούνται εντυπώσεις ιδιαιτέρως για όσους δεν μπορούν να αναλύσουν το περιεχόμενο ενός διερευνητικού διαλόγου και μιας διαπραγμάτευσης και τις διαφορές τους. Θα μπορούσε αυτό να σημαίνει ότι η Τουρκία ανεβάζει τον πήχη στοχεύοντας σε όχι της Ελλάδας και μετά βεβαίως να επικαλεστεί το γνωστό ότι η χώρα μας αρνείται το διάλογο.

Η Τουρκία τα θέματα αυτά μπορεί ίσως να θελήσει να τα συζητήσει στο στάδιο της διερεύνησης. Όμως δεν σημαίνει ότι θέτοντάς τα γίνονται αποδεκτά ούτε ότι θα είναι αντικείμενο της διαπραγμάτευσης, εφόσον δεν συμφωνηθεί να περιλαμβάνονται στην ατζέντα. Θα αποκλειστούν μέσα από το διάλογο, όπως συνέβη και το 2002-2003/4 και αργότερα. Και τα δύο αυτά θέματα δεν μπορεί να τα διαπραγματευτεί η Ελλάδα με την Τουρκία. Η κυριαρχία δεν είναι προς διαπραγμάτευση όταν έχει εδραιωθεί όχι μέσα μόνο από τον τίτλο που περιήλθε στην Ελλάδα από τις συνθήκες, της Λωζάννης του 1923 αλλά και από τις πράξεις που διαπιστώνουν το στοιχείο της αδιάλειπτης και αποτελεσματικής άσκησης κυριαρχίας και της έλλειψης αμφισβήτησης.

Η Τουρκία τη δεκαετία του 1990 ανακάλυψε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει το άρθρο 16 της Συνθήκης της Λωζάννης για να στηρίξει σε αυτό την αμφισβήτηση και το ότι όπως το προβλέπει τα θέματα κυριαρχίας θα τα διασκεπτούν οι δύο χώρες. Όμως, έχει εδραιωθεί ότι τα νησιά που περιήλθαν στην Ελλάδα είναι κατοχυρωμένα και η Τουρκία με τη συνθήκη αυτή έχει παραιτηθεί κάθε τίτλου και κάθε δικαιώματος επί των νησιωτικών εδαφών έξω από τα 3νμ, πέραν των κατονομαζόμενων, που όλα παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με τη συνθήκη.

Δεν πρέπει να συγχέεται η διερεύνηση με την διαπραγμάτευση. Η διερεύνηση είναι η μια φάση που θα καταλήξει σε υιοθέτηση κοινής δήλωσης με σκοπό την παραπομπή των συμφωνημένων θεμάτων σε διαπραγμάτευση. Η διαπραγμάτευση, αν έχει μοναδικό θέμα την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, θα καταλήξει είτε σε συμφωνία της οριοθέτησης, είτε αν έχουν συναινέσει σε αυτό από τη διερεύνηση τα δύο κράτη θα συνομολογήσουν ειδική συμφωνία (το compromis) περί παραπομπής της οριοθέτησης αυτής που συνδιαλέγονταν στη διεθνή δικαιοσύνη.

Υπάρχει όμως το ερώτημα τι είναι αυτό που καθυστερεί την Τουρκία να κάνει την κίνηση να προτείνει την ημερομηνία του διαλόγου. Διότι αν συνεχίζουν από το 2016, είναι η σειρά της Τουρκίας να προσκαλέσει, αντί να διακηρύσσει και να προτείνει το διάλογο για τις θαλάσσιες ζώνες ανάμεσα σε αιχμηρές δηλώσεις περί γκρίζων ζωνών και αποστρατικοποίησης.

Δηλώσεις προς πάσα κατεύθυνση μεν, αλλά με αποδέκτες της Ελλάδα και την Ένωση και χωρίς να ορίζεται η ημερομηνία του διαλόγου, που είναι η σειρά της να ορίσει για τον επόμενο γύρο. Από την πλευρά της η Ελλάδα δεν πρέπει να εκφύγει υπό οιαδήποτε δικαιολογία ή επιρροή από την πορεία του διαλόγου.

Τα θέματα υψηλής πολιτικής εμπεριέχουν μεγάλο διακύβευμα και εμπερικλείουν κόστος. Ειδικά αν πρόκειται για έναρξη διαπραγματεύσεων θεμελιώδους ζητήματος, όπως είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, και μεταγενέστερα της ΑΟΖ, που από το 1973 με την έναρξη της διαφοράς έχει προκαλέσει σειρά εντάσεων στο Αιγαίο και πρόσφατα στην Αν. Μεσόγειο.

Αν περιηγηθούμε στην ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι διεκδικήσεις επί της υφαλοκρηπίδας –ελλείψει συμφωνίας περί καθορισμού των περιοχών – έχουν προκαλέσει εντάσεις και ενίοτε επεισόδια, από το 1976 το επεισόδιο με την έξοδο του τουρκικού ερευνητικού «Χώρα» έως και το φετινό καλοκαίρι του 2020 με την έξοδο του Oruc Reis στη Μεσόγειο. Τέλος, επισημαίνουμε ότι τα ζητήματα αυτά αφορούν σε οριστικό καθορισμό περιοχών άσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ.

(Ο Πέτρος Λιάκουρας είναι Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο πανεπιστήμιο Πειραιώς)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Αντώνης Τζανακόπουλος στο iEidiseis: Τι σηματοδοτεί το Brexit για Βρετανία, Ευρώπη και Έλληνες
SMS στο 13033: Απλά οι κωδικοί μετακίνησης σήμερα Δευτέρα, αλλαγές τις επόμενες μέρες
Chevron Right