Σύμφωνα με δημοσκόπηση της Metron Analysis,στις αρχές Σεπτεμβρίου το 50% των Ελλήνων δήλωνε ότι θα ήθελε να εμβολιαστεί απέναντι στον κορονοϊό έναντι 44% που δεν επιθυμούσε κάτι τέτοιο.
Πριν από λίγες ημέρες, όμως, σε έρευνα της ίδιας εταιρείας το ποσοστό όσων λένε «ναι» στο εμβόλιο εκτοξεύτηκε στο 67% ενώ το «όχι» μειώθηκε στο 27,4%.
Επίσης, καταδείχθηκε ότι η συντριπτική πλειονότητα ακόμη και εκείνων που δεν σκοπεύουν να κάνουν το εμβόλιο δεν εκφράζει αντιεμβολιαστικές στάσεις. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις το 3% από αυτούς δηλώνει: «δεν εμπιστεύομαι τα εμβόλια» ή «δεν υπάρχει πανδημία».
Παρά το χαμηλό ποσοστό αποδοχής τέτοιων απόψεων από το κοινό, στο δημόσιο λόγο επικρατεί έντονη ανησυχία για το λεγόμενο «αντιεμβολιαστικό κίνημα». Καθημερινά ακούμε πολιτικούς και δημοσιολόγους να προειδοποιούν για την ευρεία απήχηση του αντιεμβολιασμού, ενώ πολύ συχνά διαβάζουμε και οι ίδιοι αναρτήσεις ή δηλώσεις ατόμων που αντιμάχονται με θέρμη το εμβόλιο. Τι πραγματικά ισχύει λοιπόν;
Μία πρώτη εξήγηση έχει να κάνει με τη συγκυρία. Μέχρι το φθινόπωρο ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού αντιμετώπιζε επιφυλακτικά τον εμβολιασμό για την πανδημία για δύο συγκεκριμένους λόγους. Αφενός γιατί η ερώτηση ήταν υποθετική αφού το εμβόλιο δεν είχε ακόμη αναπτυχθεί και αφετέρου γιατί δεν είχε ενσκήψει το δεύτερο κύμα με τις χιλιάδες απώλειες συνανθρώπων μας. Η μείωση του ποσοστού του «όχι» κατά σχεδόν 38% σε μερικούς μήνες δείχνει ότι μεγάλο μέρος από αυτούς δεν ήταν συνειδητοί αντιεμβολιαστές αλλά επιφυλακτικοί ή αναποφάσιστοι. Και ο διαχωρισμός αυτών των δύο κατηγοριών αναμένεται να αυξηθεί με την επικοινωνιακή εκστρατεία.
Μια δεύτερη εξήγηση σχετίζεται με τον «θόρυβο» του διαδικτύου. Ο βαθμός προβολής μιας άποψης δεν συνεπάγεται αναγκαστικά ότι είναι και πλειοψηφική. Οι αναρτήσεις μεμονωμένων ατόμων αναπαράγονται μαζικά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργώντας την αίσθηση ότι έχουμε περικυκλωθεί από αντιεμβολιαστές και αρνητές του ιού. Στην πραγματικότητα το πιο πιθανό είναι να δείχνουμε επιλεκτική προσοχή σε μάλλον ολιγάριθμα γκρουπ αντιεμβολιαστών και να ξεχνάμε άθελά μας τα εκατομμύρια όσων θέλουν να κάνουν το εμβόλιο.
Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτείνει κανείς ότι τα κινήματα είναι ρευστά φαινόμενα που δεν αποτυπώνονται εύκολα στις δημοσκοπήσεις. Όμως στην προκειμένη περίπτωση οι αντιεμβολιαστές δεν φαίνονται να λειτουργούν ως κίνημα στο δημόσιο χώρο.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της συλλογικής δράσης τα κοινωνικά κινήματα (και η αρνητική εκδοχή τους: τα αντικινήματα) διακρίνονται από ιδιαίτερα γνωρίσματα όπως η αίσθηση συλλογικής ταυτότητας των συμμετεχόντων, η οργάνωσή τους σε άτυπα δίκτυα επικοινωνίας και η κινητοποίησή τους μέσω ενός ρεπερτορίου δράσεων διαμαρτυρίας. Μέχρι στιγμής τέτοια χαρακτηριστικά δεν έχουν γίνει αισθητά στις εγχώριες ομάδες αντιεμβολιαστών.
Επομένως, στην Ελλάδα του αυξημένου κύρους της ιατρικής επιστήμης – καθώς και της πολυφαρμακίας – δεν υφίστανται ισχυρές ενδείξεις περί ύπαρξης «αντιεμβολιαστικού κινήματος». Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι πρέπει να πάψουμε να είμαστε σε εγρήγορση ή να μην χαρτογραφούμε την απήχηση των αντιεμβολιαστών ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άλλο, όμως, εγρήγορση και άλλο υπερβολή. Η πρώτη επιτρέπει την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση ενός προβλήματος. Η δεύτερη ενδέχεται να προκαλέσει ακόμη και αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
(Ο Μιχάλης Χατζηκωνσταντίνου είναι δημοσιογράφος)