Χρόνια ολόκληρα, από τότε που πρωτοξεκίνησε η Αττική Οδός, περνούσε πάνω κάτω και κάτω πάνω για να ταξιδέψει Αθήνα-Ναύπακτο και τούμπαλιν. Κατέβαλε αδιαμαρτύρητα τον οβολό του, είχε προμηθευτεί και τη σχετική κάρτα για να μην περιμένει στην ουρά και απολάμβανε τις διαδρομές.
Το περασμένο Σάββατο, ξεκίνησε για ένα ακόμα ταξίδι από Αθήνα προς Ναύπακτο. Λίγο πριν την τελευταία έξοδο της Αττικής Οδού, στα όρια της Μάνδρας, πυκνοί καπνοί είχαν σκεπάσει τα πάντα γύρω του. Γύρισε με προσοχή το κεφάλι για να διαπιστώσει την έκταση της πυρκαγιάς που είχε ξεσπάσει στα δεξιά του δρόμου, στην Ελευσίνα. Ξαφνικά, ένοιωσε ζέστη. Μεγάλη ζέστη. Και μια έντονη μυρωδιά καμένης μπογιάς να του κλείνει τον λαιμό. Δευτερόλεπτα πριν είχε καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά με το αυτοκίνητό του. Οι καπνοί έμπαιναν με ορμή από το αιρκοντίσιον στο ταμπλώ του αυτοκινήτου και δεκάδες φλόγες ξεπηδούσαν από το παρμπρίζ. Προσπάθησε να ανοίξει τα τζάμια, αλλά είχαν κλείσει ερμητικά. Το πετάλ του φρένου ήταν νεκρό. Ανεβοκατέβαινε χωρίς καμία ένδειξη ανταπόκρισης στην εντολή. Ενστικτωδώς, σταμάτησε να αναπνέει, για να μη λιποθυμήσει από τις αναθυμιάσεις, άνοιξε την πόρτα του οδηγού, και κρατώντας την με τον αγκώνα, άρχισε την εφιαλτική προσπάθεια να ακινητοποιήσει το όχημα που είχε ταχύτητα 120 χλμ, με το ποδόφρενο ( το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, αντί χειρόφρενου, διαθέτει ποδόφρενο ), χωρίς να μπορεί να διακρίνει οτιδήποτε από τις φλόγες και τους καπνούς που έγλυφαν τα τζάμια.
Η σαββατιάτικη έξοδος ήταν μεγάλη και τα αυτοκίνητα περνούσαν από δίπλα του σαν «σφαίρες», αλλά το ένστικτο της επιβίωσης επέμενε πεισματικά ότι το όχημα έπρεπε να φτάσει μέχρι τη Λ.Ε.Α. πριν εκραγεί, παρασύροντας τα πάντα γύρω του.
Μετά από μερικά δευτερόλεπτα από εκείνα που γκριζάρουν τα μαλλιά και σημαδεύουν ανεξίτηλα την ψυχή, άνοιξε την πόρτα και έτρεξε προς τα εμπρός. Το αυτοκίνητο, συλλεκτικό και σπάνιο, είχε παραδοθεί στις φλόγες που έτρεχαν να το καταλάβουν εξ ολοκλήρου.
Άρχισε με απελπισία τα σινιάλα στους διερχόμενους οδηγούς. Έναν πυροσβεστήρα, βρε παιδιά. Για το όνομα του θεού, έναν πυροσβεστήρα. Όλοι έκοβαν ταχύτητα για να μη χάσουν το θέαμα, αλλά κανείς δεν σταματούσε.
Μετά από σχεδόν είκοσι λεπτά, φτάνει ένα βαν της Αστυνομίας. Ο από μηχανής Θεός μπαίνει στη σκηνή για να φέρει τη λύτρωση. Τουλάχιστον αυτό πίστευε ο οδηγός του φλεγόμενου αυτοκινήτου. «Έναν πυροσβεστήρα, γρήγορα. Έναν πυροσβεστήρα. Αν οι φλόγες πάνε στο ντεπόζιτο με τα καύσιμα, θα εκραγεί», ούρλιαζε. Αλλά, το αυτοκίνητο της αστυνομίας, δεν διέθετε πυροσβεστήρα!
Σοκαρισμένος ο αστυνομικός αναζητεί απελπισμένα βοήθεια. Ο χρόνος περνάει, το όχημα εξακολουθεί να φλέγεται και οι εκδρομείς, οικογένειες ολόκληρες με μικρά και μεγαλύτερα παιδιά, «καταπίνουν τρέχοντας τα χιλιόμετρα», ανυποψίαστοι για τον κίνδυνο που καραδοκεί…
Επιτέλους, φτάνει το όχημα της Αττικής Οδού!! «Έναν πυροσβεστήρα! Φέρτε γρήγορα έναν πυροσβεστήρα! Το ντεπόζιτο είναι φουλαρισμένο. Αν σκάσει, θα πεθάνουμε όλοι» ουρλιάζει με βραχνή τη φωνή από την αγωνία, ο οδηγός. Αλλά η οδική βοήθεια της Αττικής Οδού δεν διαθέτει πυροσβεστήρα!
Οι φλόγες συνεχίζουν το καταστροφικό τους έργο…
Λίγα λεπτά αργότερα, φτάνουν δύο πυροσβεστικά οχήματα. Οι πυροσβέστες, κυκλώνουν από μπρος και από πίσω το αυτοκίνητο και το λούζουν με αφρούς. Οι φλόγες μαραίνονται και σβήνουν. Και το μόνο που θυμίζει την κόλαση των προηγούμενων λεπτών είναι η αβάστακτη μυρωδιά του καμένου και το κουφάρι ενός αυτοκινήτου, που μέχρι πριν από μισή ώρα, σταματούσαν πολλοί γνώστες συλλεκτικών οχημάτων για να ρωτήσουν τον ιδιοκτήτη του αν το πουλάει.
Τώρα, με σκασμένα και λιωμένα τα μπροστινά λάστιχα, πάλευε αγκομαχώντας να ανέβει στην πλατφόρμα της οδικής βοήθειας για να μεταφερθεί στο ΚΤΕΟ Μάνδρας και από εκεί στο συνεργείο.
Ο οδηγός – μηχανικός της πλατφόρμας, μονολογούσε : Άγιο είχες άνθρωπέ μου. «Πως κατάφερες και βγήκες από εδώ μέσα… Πώς δεν έσκασε το ντεπόζιτο…»…
Η μεγάλη αλήθεια είναι ότι εκτός από τον ίδιον, είχαν άγιο και όλοι οι διερχόμενοι οδηγοί, διότι ουδείς εκ των υπευθύνων προνόησε να κόψει την κυκλοφορία όσο το αυτοκίνητο ήταν παραδομένο στις φλόγες και το έπραξε μόνον όταν τους το υπέδειξε ο μπαρουτοκαπνισμένος κάτοχός του. «Κόψτε την κυκλοφορία, βρε παιδιά. Αν σκάσει, θα πεθάνουμε όλοι..».
Ευτυχώς, δεν πέθανε κανείς. Ίσως είχαν άγιο. Σίγουρα πάντως δεν είχαν αυτά για τα οποία πληρώνουμε όλοι από την πρώτη μέρα που δόθηκε στην κυκλοφορία, την Αττική Οδό. 2,80 ευρώ για έναν δρόμο ακριβό για το μέσο εισόδημα, αλλά πάντως σύγχρονο και ασφαλή. Που οι αρμόδιοι θα είναι σε θέση να εντοπίζουν τον κίνδυνο και θα στέλνουν άμεσα και όχι με καθυστέρηση που μπορεί να αποβεί μοιραία την αναγκαία βοήθεια.
Η κοινή λογική προεξοφλεί ότι μια τόσο εύρωστη οικονομικά επιχείρηση, διαθέτει δικά της πυροσβεστικά οχήματα.
Η πραγματικότητα όμως αποδεικνύεται αδιανόητη. Η Αττική Οδός, δεν διαθέτει, όχι πυροσβεστικό όχημα, αλλά ούτε έναν ταπεινό πυροσβεστήρα. Έναν πυροσβεστήρα, για όνομα του θεού!!!
Υ.Γ1 Πόσα «δύο και ογδόντα» κάνει ένας πυροσβεστήρας;
Υ.Γ2 Τί θα είχε συμβεί αν το όχημα είχε πιάσει φωτιά μέσα σε ένα από τα τούνελ;
Υ.Γ.3 Όλα τα παραπάνω ισχύουν απολύτως και είναι καταγεγραμμένα με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού, η οποία αποδεικνύεται από τις ώρες των τηλεφωνικών κλήσεων.
Η Έλλη Τριανταφύλλου είναι δημοσιογράφος
*Αττική Οδός: Απάντηση στο δημοσίευμα για τους πυροσβεστήρες