Opinions

Άννα Ευθυμίου: Προτάσεις για την ενίσχυση του εισοδήματος

Οι αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς αφορούν 1 στους 4 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή αφορούν 650.000-700.000 εργαζομένους που απασχολούνται με πλήρη ή μερική απασχόληση.

Ανάχωμα στη σοβαρή οικονομική κρίση αποτελούν τα μέτρα στήριξης της Κυβέρνησης ύψους άνω των 55δις τα τρία αυτά χρόνια. Στον τομέα της εργασίας τα μέτρα αυτά είχαν ως θετικό αποτέλεσμα τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης κατά 13,3% σε σχέση με το 2019 και των μέσων μηνιαίων αποδοχών κατά 12,4% σε σχέση με το 2019, όπως προκύπτει από την ετήσια έκθεση του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ» για το 2022.

Όπως περιγράφεται και στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού για το νέο έτος, οι προβλέψεις είναι σαφείς: ο δείκτης τιμών καταναλωτή το 2023 εκτιμάται σε 5% (από 9,9% το 2022) και το ποσοστό ανεργίας δεν εκτιμάται ότι θα πέσει κατά μέσον όρο κάτω από 12,7% (από 12,6% το 2022).

Με το δεδομένο αυτό, πρόσθετο στήριγμα για την στήριξη των εργαζομένων και συνακόλουθα της κατανάλωσης και της αγοράς, μπορεί να αποτελέσει η περαιτέρω αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

Βαρύνουσα σημασία έχει και η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού από 1η Απριλίου. Οι αυξήσεις στους κατώτατους μισθούς αφορούν 1 στους 4 μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή αφορούν 650.000-700.000 εργαζομένους που απασχολούνται με πλήρη ή μερική απασχόληση. Όπως εκτιμάται, όμως, από ειδικούς αλλά και την πρακτική του παρελθόντος, η αύξηση του κατώτατου μισθού δύναται να οδηγήσει σε ανοδική κίνηση και τις αποδοχές εργαζομένων με υψηλότερες αμοιβές. Βέβαια, και παρά τις τελευταίες αυξήσεις, σε σύγκριση με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα παραμένει σταθερά σε χαμηλά επίπεδα λόγω και των μνημονιακών πολιτικών.

Δεν μπορώ να προκαταβάλω τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Ωστόσο, λόγω της διαρκούς επαφής μου με μεγάλες κοινωνικές ομάδες, διότι ασκώ ενεργά το επάγγελμα της δικηγόρου με ειδίκευση στο εργατικό δίκαιο, οφείλω ως κυβερνητική βουλευτης να στηρίζω την κυβέρνηση και το κάνω, και παράλληλα να μεταφέρω σε αυτήν τα προβλήματα της κοινωνίας αλλά και την προσωπική μου εμπειρία και επιστημονική γνώση. Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό καταθέτω τις παρακάτω σκέψεις και προτάσεις μου.

Μια γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού, αφού βεβαίως ληφθούν υπόψη και οι αντοχές των επιχειρήσεων, θα ηταν ιδιαίτερα επωφελής. Στην ίδια κατεύθυνση θα λειτουργούσε και η ενίσχυση των κλαδικών και συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Αυτό αποτυπώνεται τόσο στην τελευταία έκθεση του Ο.Ο.Σ.Α που δημοσιεύτηκε πριν λίγες μέρες αλλά όσο και στην προτελευταία του Ιουνίου 2022. Συγκεκριμένα, προκρίνει αύξηση των κατώτατων μισθών και ενίσχυση των κλαδικών και συλλογικών συμβάσεων εργασίας ως ένα εργαλείο αντιμετώπισης των πιέσεων που δέχονται οι πολίτες εξαιτίας του πληθωρισμού. Μαλιστα, υπογραμμίζει ότι από τις πληθωριστικές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 οι περισσότερες χώρες σταμάτησαν να συνδέουν τους μισθούς με τον πληθωρισμό.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, θα πρέπει να δοθεί μια νέα ώθηση στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, με ενθάρρυνση των εργαζομένων να συνασπίζονται σε ενώσεις, ούτως ώστε ολοένα και περισσότεροι εργαζόμενοι να μπορούν να καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

 Σημειώνει ότι οι πρόσφατες συλλογικές συμβάσεις που συμφωνήθηκαν για τους εργαζομένους σε online πλατφόρμες σε Δανία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Σουηδία ήταν «ενδιαφέρουσες» και θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπο και για άλλες χώρες.

Συμπληρωματικά με τα παραπάνω, υπενθυμίζεται ότι με τον νόμο 4093/2012 (δεύτερο μνημόνιο) «πάγωσαν» οι προσαυξήσεις στον κατώτατο μισθό λόγω προϋπηρεσίας, οι λεγόμενες δηλαδή «τριετίες», μέχρι η ανεργία να πέσει κάτω από 10%, με αποτέλεσμα να σταματήσει η εξέλιξή τους τον Φεβρουάριο του 2012. Ο παραπάνω μνημονιακός νόμος συνεπάγεται μεγάλες απώλειες στους χαμηλόμισθους του ιδιωτικού τομέα (παλαιοί και νέοι), αφού η προϋπηρεσία τους από 14-2-2012 μέχρι σήμερα ΔΕΝ λαμβάνεται υπόψη για τη χορήγηση των τριετιών-πολυετιών-επιδομάτων. Αυτό έχει και μια ακόμα παράπλευρη συνέπεια: την απώλεια εσόδων από ασφαλιστικές εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία.

Επειδή βρισκόμαστε στη μεταμνημονιακή εποχή, και μάλιστα έχουμε εξέλθει και από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας χάρη στις λελογισμένες δημοσιονομικές πολιτικές της Κυβέρνησης, εκτιμώ ότι το οικονομικό επιτελείο θα μπορούσε να εξετάσει το «ξεπάγωμα» των τριετών ή έστω να επανέλθει η προοπτική αυτή στο δημόσιο διάλογο, ώστε να διερευνηθεί η δυνατότητα υλοποίησης της σε εύλογο χρόνο. Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με την παράλληλη εφαρμογή ενός πρόσθετου προγράμματος στήριξης των επιχειρήσεων, πάντα υπό την προϋπόθεση του μη δημοσιονομικού εκτροχιασμού, με επιπλέον μέτρα, όπως η επαναφορά των 120 δόσεων για χρέη στο δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία αλλά ενδεχομένως και η περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, δεδομένου ότι ο Προϋπολογισμός του ΕΦΚΑ για το 2023, έχοντας καλύψει και την αύξηση των συντάξεων ύψους 7,75%, παραμένει πλεονασματικός.

Σε κάθε περίπτωση, η ακρίβεια πλήττει όλους αλλά περισσότερο τους ασθενέστερους οικονομικά. Η Κυβέρνηση διαχειρίζεται για ακόμα μία φορά μία δύσκολη κατάσταση: χωρίς δημοσιονομικό εκτροχιασμό, να επιφέρει με τις αποφάσεις της άμεση ανακούφιση σε αυτούς, προκειμένου να αποτρέψει την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. 

(Η Άννα Ευθυμίου είναι δικηγόρος με ειδίκευση στο εργατικό δίκαιο και βουλευτής Ν.Δ. Α΄ Θεσσαλονίκης)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Διονύσης Τεμπονέρας: Η Επιθεώρηση Εργασίας ως ΕΣΡ πολυτελείας
Χρήστος Πρωτόπαπας: Επιθέσεις φιλίας και χτυπήματα κάτω από τη ζώνη: Δεν μας πείθουν, δεν μας φοβίζουν
Chevron Right