Στα χρόνια της κρίσης την προηγούμενη δεκαετία, το επιχείρημα αυτό ήταν αντιδημοφιλές στους κύκλους της ελίτ των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Ίσως επειδή η κρίση είχε περιοριστεί μόνο στον νότο (και στην Ιρλανδία). Αυτή τη φορά η φωτιά μπαίνει στις «βασιλικές» αυλές της Κεντρικής Ευρώπης. Και το επιχείρημα ότι η λιτότητα δεν είναι απάντηση σε μια βαθιά ύφεση φαίνεται να κερδίζει έδαφος – έστω υπό όρους και προϋποθέσεις, που θα δούμε στη μεγάλη συζήτηση που έχει ήδη ξεκινήσει για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Η Ελλάδα δείχνει να μην παρακολουθεί τη συζήτηση που διεξάγεται στην Ευρώπη. Τα μέτρα που λαμβάνει τον τελευταίο καιρό πλήττουν άμεσα την καταναλωτική δύναμη, χωρίς αυτό να εξισορροπείται με ανάσχεση της δυναμικής που αναπτύσσει η ανεργία – αν δούμε το πράγμα ακόμα και με νεοφιλελεύθερους όρους.
Οι κυβερνητικές αποφάσεις είναι ενδεικτικές του κλίματος που επικρατεί στο Μέγαρο Μαξίμου. Μειώνονται οι μισθοί κατά 20% στον ιδιωτικό τομέα, με εναλλακτική αναστολή της σύμβασης εργασίας, που πρακτικά στο βάθος ανοίγει την πόρτα της απόλυσης όταν αρθούν οι περιοριστικοί όροι. Με τροπολογία του υπουργείου Εργασίας ψαλιδίζεται το δώρο Χριστουγέννων και το επίδομα αδείας του καλοκαιριού. Επιπλέον έχει ήδη καταργηθεί η 13η σύνταξη εδώ και μήνες.
Οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν καμία σχέση με την πλευρά την οποία θα πρέπει να πάρει η Ελλάδα στην αντιπαράθεση που θα εξελιχθεί τους επόμενους μήνες στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών οργάνων, αλλά και παρασκηνιακά. Από την μια πλευρά σε επίπεδο ρητορικής η Ελλάδα βρίσκεται στην πλευρά των νότιων, σε επίπεδο πρακτικής όμως επιβεβαιώνει τα επιχειρήματα των βόρειων.
Με άλλα λόγια, τα πρώτα δείγματα που έχει επιδείξει το κυβερνητικό επιτελείο δύσκολα μπορούν να ενταχθούν στο αίτημα για περισσότερη χρηματοδότηση και περισσότερη χαλάρωση.
Και το χειρότερο απ’ όλα, τα μέτρα που λαμβάνει δεν αποτελούν εργαλεία ανάσχεσης, αλλά γκάζι στην περαιτέρω ύφεση πάνω στην παγκοσμίων διαστάσεων οικονομική βουτιά που βρίσκεται προ των πυλών.