Η πρόσφατη χιονοθύελλα που έπληξε διάφορες περιοχές της χώρας, περιλαμβανομένης της Αττικής με τις γνωστές αρνητικές επιπτώσεις, έφερε για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο το θέμα της πολιτικής προστασίας. Τώρα πια περιττεύουν οι θεωρητικολογίες και τα αναμασήματα χιλιοειπωμένων δήθεν προτάσεων. Τώρα χρειαζόμαστε προτάσεις που θα στοχεύουν ευθέως στην επιχειρησιακή βελτίωση του μηχανισμού πολιτικής προστασίας στη χώρα. Θα ξεκινήσω με λίγες σύντομες υπενθυμίσεις και αμέσως μετά θα υποβάλλω επιχειρησιακές προτάσεις.
Υπενθύμιση πρώτη. Οι όποιες δυσμενείς επιπτώσεις ενός φυσικού φαινομένου μεγάλου μεγέθους (π.χ. σεισμού, χιονοθύελλας) δεν εξαρτώνται μόνο από το μέγεθος του φαινομένου, αλλά και από την τρωτότητα (ευπάθεια) του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στην περιοχή που πλήττεται, δηλαδή από το πόσο ευάλωτη είναι η περιοχή (π.χ. Αττική). Στην κορυφή του Ολύμπου η τρωτότητα είναι μηδενική, ας χιονίσει όσο θέλει. Αλλά στην Αττική η τρωτότητα βρίσκεται στα ύψη λόγω μεγάλης συγκέντρωσης πληθυσμού, οικονομικών, εμπορικών και άλλων δραστηριοτήτων.
Υπενθύμιση δεύτερη. Κάθε φορά που αναμένεται ένα μεγάλου μεγέθους φυσικό φαινόμενο, η εκ των προτέρων εκτίμηση των επερχόμενων δυσμενών επιπτώσεων βασίζεται σε ατελή γνώση (incompleteknowledge) των πραγμάτων, γιατί απλούστατα η κατάσταση είναι ακόμη σε εξέλιξη. Μόνο στο τέλος της διαδρομής έχουμε πλήρη γνώση. Η εκ των προτέρων εκτίμηση γίνεται τόσο πιο δύσκολη όσο μεγαλύτερη είναι η τρωτότητα της περιοχής.
Υπενθύμιση τρίτη. Διεθνώς, οι σύγχρονες τάσεις προετοιμασίας και λήψης αποφάσεων έναντι μεγάλων κινδύνων ξεκινούν από την ανάλυση των κινδύνων με βάση επιστημονικά σενάρια που λαμβάνουν υπόψη όλα τα ενδεχόμενα και κυρίως τα ακραία.
Υπενθύμιση τέταρτη και τελευταία. Το σύστημα πολιτικής προστασίας, οπουδήποτε στον κόσμο, βελτιώνεται όχι τόσο με θεωρητικές προσεγγίσεις όσο με την αξιοποίηση των μαθημάτων που προκύπτουν μετά από τις δυσμενείς επιπτώσεις συγκεκριμένων καταστροφικών επεισοδίων. Και η βελτίωση πρέπει να βασίζεται στα ακραία σενάρια, όχι στα σενάρια που προβλέπουν φαινόμενα μετρίου μεγέθους
Ας δούμε ποιες βελτιωτικές προτάσεις μπορούν να διατυπωθούν μετά την αρνητική εμπειρία που προέκυψε από την πρόσφατη χιονοθύελλα κυρίως στην Αττική. Με βάση την ανάλυση που ακολουθεί συνοψίζω τις επιχειρησιακές προτάσεις μου ως εξής. (1) Ο εκάστοτε Υπουργός Πολιτικής Προστασίας να είναι «παρά τω πρωθυπουργώ». (2) Να καταστεί καταμερισμός, με απολύτως διάφανο και σαφή τρόπο, των ορίων ευθύνης και αρμοδιότητας των κύριων συντελεστών (φορέων και προσώπων), που είναι υπεύθυνοι τόσο για σχεδιασμό και προετοιμασία όσο και για επιχειρησιακή δράση την ώρα της κρίσης. (3) Δραστική αξιοποίηση της επιστημονικής και τεχνολογικής κοινότητας της χώρας σε πληθώρα επιχειρησιακών θεμάτων που απασχολούν την πολιτική προστασία, π.χ. εκπόνηση σεναρίων κινδύνων. (4) Για τη μείωση της σύγχυσης στη μετεωρολογική πρόγνωση να δημιουργηθεί επιτροπή ειδημόνων ανάλογη της «Μόνιμης Ειδικής Επιστημονικής Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικής Επικινδυνότητας και Αξιολόγησης Σεισμικού Κινδύνου» που λειτουργεί στη χώρα από το 1992.
Ένα θέμα που συζητείται έντονα είναι η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των πολλών υπηρεσιών και φορέων. Υπήρξε ελπίδα ότι η πρόσφατη θεσμοθέτηση του νέου υπουργείου Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας θα έλυνε αυτό το χρονίζον πρόβλημα. Από πολλά χρόνια υποστηρίζω σταθερά την ανάγκη δημιουργίας Υπουργείου Πολιτικής Προστασίας στη χώρα μας. Αυτό επί τέλους έγινε. Αλλά ταυτόχρονα υποστηρίζω, εξίσου σταθερά, ότι ο εκάστοτε υπουργός πολιτικής προστασίας πρέπει να είναι «παρά τω πρωθυπουργώ», έτσι ώστε τόσο στο στάδιο του σχεδιασμού και προετοιμασίας όσο και στην ώρα της κρίσης να ενδύεται με εξουσίες υπέρτερες των συνήθων εξουσιών και αρμοδιοτήτων. Δεν το προτείνω λόγω σοφίας αλλά λόγω εμπειρίας προερχόμενης από τη γειτονική Ιταλία, όπου υπάρχει αυτή η ρύθμιση, και με το υπουργείο πολιτικής προστασίας της οποίας έχω συνεργαστεί. Προ διετίας, ως προσκεκλημένος εμπειρογνώμων στη συζήτηση του νέου νόμου περί πολιτικής προστασίας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής είχα διατυπώσει τις απόψεις αυτές.
Όμως, ο συντονισμός απαιτεί πλήρη, διάφανο και καθορισμένο με απολύτως σαφή τρόπο, καταμερισμό των ορίων ευθύνης και αρμοδιότητας των κύριων συντελεστών (φορέων και προσώπων) που είναι υπεύθυνοι τόσο για σχεδιασμό και προετοιμασία όσο και για επιχειρησιακή δράση την ώρα της κρίσης. Για παράδειγμα, η ευθύνη και αρμοδιότητα για τους κύριους οδικούς άξονες, αρκετοί από τους οποίους παρέλυσαν, δεν ανήκει στην περιφέρεια Αττικής; Ποιος ήταν υπεύθυνος να σχεδιάσει την επιχειρησιακή δράση; Τον Αύγουστο του 2019, στο πρώτο κυβερνητικό νομοθέτημα, θεσπίστηκε η θέση του Περιφερειακού Συντονιστή Πολιτικής Προστασίας σε κάθε περιφέρεια της χώρας, με αρμοδιότητες που του εκχωρεί ο εκάστοτε περιφερειάρχης, και που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, την εκπόνηση στρατηγικών σχεδίων και δράσεων. Ποιος είναι, λοιπόν, ο συντονιστής αυτός στην περιφέρεια Αττικής; Ποια σχέδια εκπόνησε και έθεσε υπόψη της περιφέρειας για υλοποίηση; Αν υπέβαλε σχέδια τα εφάρμοσε ο περιφερειάρχης; Αν δεν υπέβαλε πότε αναμένεται αυτό να γίνει; Τα ίδια ισχύουν για όλες τις περιφέρειες της χώρας. Αξίζει τον κόπο να αναζητηθούν τα εξής στοιχεία: ποιοι έχουν επιλεγεί ως περιφερειακοί συντονιστές πολιτικής προστασίας, οι ιδιότητες και τα προσόντα τους και τα μέχρι τώρα πεπραγμένα τους.
Η απόδοση του μηχανισμού πολιτικής προστασίας δεν μπορεί να βελτιωθεί αν δεν συνοδεύεται και από δραστική υποστήριξη εκ μέρους του κόσμου της επιστήμης και της τεχνολογίας. Αυτό έχει ήδη επισημανθεί τόσο από το σημερινό Υπουργό Πολιτικής Προστασίας όσο και από την προηγούμενη κυβέρνηση. Αναμένεται η υλοποίηση με δραστικό τρόπο. Η επιστημονική και τεχνολογική κοινότητα μπορεί να συμβάλλει με πολλούς τρόπους, π.χ. στην εκπόνηση σεναρίων κινδύνου τόσο σε επίπεδο δημόσιας διοίκησης (δήμοι, περιφέρειες, κεντρική κυβέρνηση), όσο και σε επίπεδο φορέων που διαχειρίζονται κρίσιμες υποδομές και λειτουργίες (π.χ. Αττική Οδός, Αττικό Μετρό κλπ).
Ένα σχετικό θέμα που προκάλεσε σύγχυση είναι το κατά πόσο υπήρξε έγκαιρη και ακριβής μετεωρολογική πρόγνωση της επερχόμενης χιονοθύελλας στην Αττική. Είναι γεγονός ότι οι απόψεις γενικά συνέκλιναν στο ότι θα υπάρξουν δύο κύματα, με σφοδρότερο εκείνο που θα εμφανιζόταν τη Δευτέρα (24.1.2022). Ίσως δεν υπήρξε ταύτιση στην εκτίμηση του χρόνου που θα άρχιζε το φαινόμενο να πλήττει την Αττική (πρωί ή μεσημέρι της Δευτέρας). Η σύγχυση συχνά επιτείνεται από τις μετεωρολογικές προβλέψεις που διατυπώνονται, συνήθως σε τηλεοπτικούς σταθμούς, με προγνωστικό ορίζοντα αρκετών ημερών. Η σύγχυση μπορεί να μειωθεί. Το παράδειγμα το δίνει η σεισμολογία. Στη χώρα αυτή έχουμε συγκροτήσει από το 1992 την Μόνιμη Ειδική Επιστημονική Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικής Επικινδυνότητας και Αξιολόγησης Σεισμικού Κινδύνου στο ΟΑΣΠ, στην οποία συμμετέχουν ειδικοί επιστήμονες και επιχειρησιακοί παράγοντες. Η επιτροπή αυτή συνέρχεται όταν υπάρχει επερχόμενος κίνδυνος και λειτουργεί σύμφωνα με εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας, τον οποίο εισηγήθηκα ήδη από το 2006. Η ύπαρξη της Επιτροπής δεν έχει λύσει όλα τα σχετικά προβλήματα, αλλά τα έχει περιορίσει. Πιστεύω ότι μια ανάλογη επιτροπή στο χώρο της μετεωρολογικής πρόγνωσης μπορεί να συμβάλλει στη μείωση των συγχύσεων και στην αύξηση της έγκυρης και έγκαιρης πληροφόρησης της πολιτείας και των πολιτών.
Ο Δρ Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος, Επιστημονικός συνεργάτης ΕΕ και UNESCO, Μέλος της Επιτροπής Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου, Συγγραφέας του βιβλίου «Στα Μονοπάτια του Εγκέλαδου», Εκδόσεις Οσελότος, Ιούνιος 2021