Opinions

Αθηνά Αθανασίου: «Από τη Μεσόγειο ως τη Μινεάπολη, κάτω από το νερό ή κάτω από ένα γόνατο, δεν μπορώ να αναπνεύσω»

Η αυξανόμενη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς στην εποχή μας, που έμοιαζε ευρωπαϊκή υπόθεση -Γαλλία, Ιταλία, Ουγγαρία, Πολωνία, Αυστρία, Γερμανία, Ισπανία- πήρε για τα καλά τις διαστάσεις ενός παγκόσμιου φαινομένου.

Θυμάμαι πριν από τέσσερα χρόνια τη συζήτηση που είχε διοργανώσει το ΙΝΠ για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών, όπου είχαμε επιχειρήσει να διαβάσουμε το ετερογενές κοινωνικό ρεύμα που αποτέλεσε την εκλογική βάση του Τραμπ. Η σημερινή συζήτηση γίνεται σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, και ευτυχώς, στην Ελλάδα, υπό το φως της ιστορικής καταδικαστικής απόφασης στη δίκη της νεοναζιστικής συμμορίας. Είναι μια στιγμή-ορόσημο για το πλατύ αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα που συντάχτηκε και αγωνίστηκε όλα αυτά τα χρόνια για την πολιτική και κοινωνική απονομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής (ΧΑ). Είναι ταυτόχρονα μια στιγμή που προσκαλεί την εγρήγορση ότι ο ναζισμός δεν αφορά ένα οριστικά συντελεσμένο ιστορικό ατύχημα του παρελθόντος που πέρασε ανεπιστρεπτί, αλλά αφορά ένα ιστορικό παρόν ακόμη επίμαχο.

Με την καταδίκη των νεοναζί αναπνεύσαμε πιο ελεύθερα. Η λέξη «αναπνεύσαμε» έχει πια ένα πολιτικό πρόσημο που απηχεί το “I can’t breathe” του κινήματος Black Lives Matter: μια φράση που μνημονεύει όσους/όσες, όπως ο Τζώρτζ Φλόυντ στις 25 Μάϊου 2020 στις ΗΠΑ, άφησαν την τελευταία τους πνοή εξαιτίας φυλετικής βίας επαναλαμβάνοντας αυτήν τη φράση. Η αναπνοή γίνεται αγωνιστικό αίτημα για ατμόσφαιρα ελεύθερη από ρατσισμό, ένα κάλεσμα για συντροφικότητα με άλλους/άλλες που μοιράζονται την αγωνία αλλά και την αγωνιστικότητα της κομμένης ανάσας.

Οι πολλαπλές γεωγραφίες αντίστασης στην ασφυκτική εξουσία του θεσμοθετημένου ρατσισμού συμπυκνώνονται στο σύνθημα που εμφανίστηκε σε μια πολιτική συγκέντρωση για τα δικαιώματα των μεταναστών/τριών στην Ιταλία το περασμένο καλοκαίρι: «Από τη Μεσόγειο ως τη Μινεάπολη, κάτω από το νερό ή κάτω από ένα γόνατο, δεν μπορώ να αναπνεύσω». Τι έχουν να μας πουν, λοιπόν, αυτές οι διαφορετικές αλλά συνυφασμένες γεωγραφίες αντιρατσιστικής αγωνιστικότητας; Πώς μας βοηθούν να σκεφτούμε αν και πώς επιβιώνουν ή αναβιώνουν οι ιστορικοί φασισμοί του 20ου αιώνα -οι φασισμοί του «αίματος και του εδάφους»- στις διάφορες παραφυάδες της ακροδεξιάς και του νεοφασισμού του 21ου αιώνα; Και πώς ανακαλείται η «ιστορική ενικότητα» της μνήμης του ευρωπαϊκού Μεσοπολέμου σε διαφορετικά σύγχρονα ιστορικά συμφραζόμενα -μέσα από ποιες συνέχειες και ασυνέχειες; Οι επιβιώσεις και αναβιώσεις διέπονται από ιδεολογικά προτάγματα όπως είναι οι απωθήσεις της αποικιοκρατίας και η εχθρότητα απέναντι στη μετανάστευση. Κι έτσι το «μετα-» ή το «νεο-» αυτών των επιβιώσεων/αναβιώσεων υπονοεί ένα ιδιαίτερο καθεστώς ιστορικότητας που δεν τοποθετείται τελεολογικά «έπειτα από», αλλά εκτυλίσσεται υπό την επήρεια ενός παρελθόντος που επιμένει στο παρόν («καθώς αστράφτει τη στιγμή του κινδύνου», όπως έγραφε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν).

Το μάθημα της ευρωπαϊκής δεκαετίας του ’30 είναι ότι χρειαζόμαστε μια ισχυρή Αριστερά για να αναχαιτίσει το φασισμό και τις μεταφασιστικές και ακροδεξιές επιβιώσεις του. Επομένως ένα κρίσιμο ερώτημα είναι αν και πώς η Αριστερά ανταποκρίνεται πειστικά στις συνθήκες που συγκροτούν τα λαϊκά ερείσματα της ακροδεξιάς στον κόσμο σήμερα προβάλλοντας μια εναλλακτική στον νεοφιλελευθερισμό. Σε συνθήκες όπου ο καπιταλισμός λειτουργεί ολοένα και περισσότερο ως μίσος για τη δημοκρατία (ως “undoing” democracy, όπως το έχει εύστοχα αναλύσει η Wendy Brown), εκκρεμεί ένα αίτημα επανεπινόησης της σοσιαλιστικής εναλλακτικής και προοπτικής.

Η αυξανόμενη νομιμοποίηση της ακροδεξιάς στην εποχή μας, που έμοιαζε ευρωπαϊκή υπόθεση -Γαλλία, Ιταλία, Ουγγαρία, Πολωνία, Αυστρία, Γερμανία, Ισπανία- πήρε για τα καλά τις διαστάσεις ενός παγκόσμιου φαινομένου με την εκλογή του Μπολσονάρου στη Βραζιλία και του Τραμπ στις ΗΠΑ, ενός φαινομένου ωστόσο ιδιαίτερα ετερογενούς ως προς τα συστατικά του: εθνικισμός, ξενοφοβία, αντι-παγκοσμιοποίηση, σεξισμός, ομοφοβία, σωβινιστική πολιτική της ταυτότητας. Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τις διαφορές ανάμεσα στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό του απολογητή της δικτατορίας Μπολσονάρου, το μίγμα πλουτοκρατικής αντιδημοκρατίας και λευκού εθνικισμού που εκφράζει ο Τραμπ, και την ευρωπαϊκή ακροδεξιά που ανάγει σε κύριο εχθρό τους μετανάστες και τις μετανάστριες ενώ ο εθνικισμός της τροφοδοτείται από την κοινωνική δυσφορία απέναντι στη νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΕΕ.

Το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που πρόσφερε το έδαφος για το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών του 2016 ήταν η διασταύρωση της ταξικής ματαίωσης των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων με ένα πλέγμα ρατσιστικής «κοινοτοπίας», δηλαδή με τον κανονικοποιημένο ρατσισμό που σιγόβραζε υπόγεια και εκτονώθηκε βίαια εναντίον όλων των «άλλων» (Αφροαμερικανών, μεταναστών, μουσουλμάνων, γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ+). Γι’ αυτό οι οπαδοί του Τραμπ ζητούσαν «να πάρουν τη χώρα τους πίσω» κραυγάζοντας συνθήματα ρατσιστικού μίσους που ξυπνούσαν τα φαντάσματα του αμερικανικού εμφύλιου. Αυτό που νομίζω ότι υποτιμήθηκε στις αριστερές αναλύσεις της αμερικανικής ακροδεξιάς ήταν ότι πίσω από την επικράτηση του Τραμπ δεν ήταν απλώς και μόνο η οικονομική δυσαρέσκεια, αλλά η οργάνωση της φυλετικής οργής στο λευκό εκλογικό σώμα: δηλαδή ο ιδεολογικός σφετερισμός της θυμωμένης κοινωνικοοικονομικής ματαίωσης από την κανονικοποιημένη ιδεολογία της λευκής υπεροχής[1]. Η εκλογή Τραμπ το 2016 αφορούσε αυτή τη μνησίκακη κανονικοποίηση του ρατσισμού στη μορφή μιας αμερικανικής κοινοτοπίας των «οικογενειακών αξιών», του κυραρχικού ανδρισμού και της φυλετικής υπεροχής.

Είναι ανακουφιστικό που το σύμπτωμα-Τραμπ δεν επαναλήφθηκε το 2020. Όμως παραμένει το ερώτημα-πρόκληση για την αριστερά: πώς η λαϊκή δυσαρέσκεια από την επικράτηση των ξέφρενων ανισοτήτων του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού μπορεί να οδηγεί στην επικράτηση ακροδεξιών και εθνικιστικών καθεστώτων καταστατικά θεμελιωμένων σε ανισότητες. Η αντιμετώπιση αυτού του ερωτήματος απαιτεί μια διαθεματική ανάλυση των σχέσεων τάξης, φυλής και φύλου. Στην αμερικανική περίπτωση, για παράδειγμα, χρειάζεται να κατανοήσουμε τις διαδρομές μέσω των οποίων τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα αποκτούν υπόσταση μέσω μιας λευκής (και ανδρικής) ταυτότητας, η οποία τους αποδίδει φαντασιακούς πόρους για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές αντιξοότητες. Η αντιμετώπιση αυτού του ερωτήματος απαιτεί την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στη σύγχρονη παγκόσμια μεταδημοκρατία και τη νεωτερικότητα του ρατσισμού. Δύο δεκαετίες μετά το Σιάτλ και τα κινήματα της εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης, ο κριτικός, αντικαπιταλιστικός διεθνισμός που εξέφραζε το σύνθημα «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός» μοιάζει να ηττάται από έναν αποκρουστικό κόσμο ακραίας καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και μεταδημοκρατίας. Εκεί βρίσκει έδαφος η «αντιπαγκοσμιοποιητική» ρητορική του Τραμπ, του Μπολσονάρο και των ευρωπαίων εθνικιστών και ακροδεξιών που υπόσχονται να αναχαιτίσουν τις απειλές της παγκοσμιοποίησης επιστρατεύοντας την εθνική ομοιογένεια και τις οικογενειακές αξίες.

Η εποχή μας είναι μια «στιγμή κινδύνου» αλλά και μια στιγμή για την αγωνιστική κοσμοπολιτική της Αριστεράς και των κινημάτων. Η ελπίδα, αν υπάρχει, έρχεται προς το παρόν από κινήματα όπως το «Black Lives Matter» και τις συμμαχικές, διαθεματικές δικτυώσεις μιας αντινεοφιλελεύθερης, αντιφασιστικής, διεθνιστικής Αριστεράς. Παράλληλα, είναι σε εξέλιξη κρίσιμες διεργασίες για την επανοργάνωση της πολιτικής Αριστεράς. Η εμπεδωμένη πια απογοήτευση των προοδευτικών και αριστερών ψηφοφόρων με το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος ανοίγει τη συζήτηση σχετικά με την ανάγκη για ένα αριστερό «τρίτο κόμμα». Υπάρχει και ο αντίλογος: αντί να αναλωνόμαστε σε φαντασιακά σενάρια αμφίβολης βιωσιμότητας, ας αγωνιστούμε στην αρένα του Δημοκρατικού Κόμματος (ΔΚ), μαζί με την Alexandria Ocasio-Cortez, τον Jamaal Bowman, την Rashida Tlaib και άλλες/άλλους, προκειμένου να στραφεί η κοινωνική του συμμαχία προς μια πολυφυλετική εργατική τάξη. Η αποτυχία του Ralph Nader και του Green Party ως πείραμα τρίτου κόμματος στις προεδρικές του 2000 σε συνδυασμό με την (μερική αλλά αξιοσημείωτη) επιτυχία του Bernie Sanders να προωθήσει την αριστερή ατζέντα στο εσωτερικό του ΔΚ το 2016 είναι σταθερή διδακτική αναφορά αυτής της πλευράς του επιχειρήματος. Άρα ο οραματικός ρεαλισμός (ούτε τρίτο κόμμα ούτε συμβιβασμός με το “business as usual” του Δημοκρατικού Κόμματος) φαίνεται να είναι το πεδίο όπου η Αριστερά αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ αναζητεί μια διαθεματική στρατηγική για την ανακατανομή πόρων και ισχύος, την ανάταξη των δικτύων κοινωνικής προστασίας και την υπεράσπιση εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε συμμαχία με όσους και όσες δεν μπορούν να αναπνεύσουν.

(Η Αθηνά Αθανασίου είναι καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και μέλος ΔΣ του ΙΝΠ. Η ανάλυση περιλαμβάνεται στην περιοδική έκδοση του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς για τις διεθνείς τάσεις με τίτλο “Με ευρυγώνιο φακό”, η οποία είναι διαθέσιμη σε ηλεκτρονική μορφή εδώ.

 

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Έλλη Τριανταφύλλου: Το μπαχτσίσι και η πίστη
SMS στο 13033: Απλά οι κωδικοί μετακίνησης σήμερα, προσοχή στην Εκκλησία
Chevron Right