Η αμυντική συμφωνία AUKUS ( από τα αρχικά των χωρών που συμμετέχουν) μεταξύ Αυστραλίας, Μεγάλης Βρετανίας και ΗΠΑ ήρθε σαν βόμβα σε μια ήδη τραυματισμένη διατλαντική σχέση, προκαλώντας παράλληλα τη σκληρή αντίδραση της Γαλλίας. Η συμφωνία αυτή που υλοποιεί την «στροφή προς την Ασία», που πρώτος είχε εξαγγείλει ο Πρόεδρος Ομπάμα θα έχει σημαντικές και μακροχρόνιες συνέπειες για τις παγκόσμιες ισορροπίες, την ΕΕ αλλά και τη χώρα μας.
Ας τα δούμε αναλυτικά:
1. Ο «αγγλοσαξονικός» άξονας εμφανίζεται να παίρνει την πρωτοβουλία ενώ η Αγγλία , στο βωμό της «Παγκόσμιας Βρετανίας» δείχνει να εγκαταλείπει τον στενότερο αμυντικό της εταίρο, τη Γαλλία, επιχειρώντας να συνάψει μια στενή προνομιακή σχέση με τις ΗΠΑ.
2. Η συμφωνία Γαλλίας- Αυστραλίας, που δυναμιτίστηκε από τη νέα συμφωνία δεν είναι απλή υπόθεση. Το συμβόλαιο για την παραγγελία των 12 συμβατικών γαλλικών υποβρυχίων υπήρξε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των δυο χωρών από το 2014 έως το 2016. Στόχος ήταν να οδηγήσει σε μια «στρατηγική σχέση», που θα έθετε το πλαίσιο των Γαλλο-Αυστραλιανών σχέσεων για το μέλλον, κομμάτι της Γαλλικής Στρατηγικής για τον Ειρηνικό και Ινδικό ωκεανό, στον άξονα Παρίσι- Δελχί- Καμπέρα, σχέδιο που συστηματικά επεξεργαζόταν ο Πρόεδρος Μακρόν τα τελευταία χρόνια. Αποτελούσε λοιπόν, όπως αναφέρουν αναλυτές, κάτι πολύ περισσότερο από «ένα αμυντικό συμβόλαιο»: ήταν σύμβολο μιας Γαλλίας με παγκόσμια ακτινοβολία και ρόλο.
3. Η συμφωνία αυτή στοχεύει κατά κύριο λόγο στην ανάσχεσης της Κίνας και την αποτροπή περαιτέρω στρατικοποίησης εκ μέρους του Πεκίνου της Νότιας Κινεζικής Θάλασσας, την ώρα που η Αυστραλία, λόγω της εγγύτητας και της οικονομικής αλληλεξάρτησης από την Κίνα, επιζητά εγγυήσεις ασφαλείας από τις ΗΠΑ. Με την απόκτηση των πυρηνοκίνητων αμερικανικών υποβρυχίων η Αυστραλία δένεται πλέον κατά απόλυτο τρόπο στο άρμα των ΗΠΑ, ευθυγραμμίζοντας τη στρατηγική της απέναντι στην Κίνα με αυτή της Αμερικής.
4. Η νέα συμφωνία δεν έπληξε μόνο την εμπιστοσύνη μεταξύ Γαλλίας και των τριών χωρών αλλά κατέδειξε, για μια ακόμη φορά την απουσία συντονισμού μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ.
5. Για τη σχέση ΗΠΑ- ΕΕ το γεγονός αυτό είναι τραυματικό και επώδυνο: υποδηλοί ότι παρά τις ελπίδες που καλλιεργήθηκαν, η διακυβέρνηση Μπάιντεν ακολουθεί την πολιτική μονομερών αποφάσεων του Ντόναλντ Τραμπ, όταν διακυβεύονται στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ, γεγονός που συνεπάγεται απουσία συντονισμού και διαβούλευσης με τους ευρωπαίους εταίρους.
6. Πηγή του προβλήματος είναι η δυσπιστία των ΗΠΑ απέναντι στην ΕΕ στο ζήτημα της Κίνας. Η Αμερική θεωρεί ότι στο νέο σφοδρό γεωπολιτικό ανταγωνισμό, η ΕΕ πρέπει να πάρει θέση στο πλευρό της Δύσης. Αλλά η Ευρώπη αφενός επιθυμεί να προσδιορίσει μόνη της τις σχέσεις με το Πεκίνο και να μην ετεροκαθορίζεται, αφετέρου αδυνατεί να σχηματίζει μια συνεκτική και ολοκληρωμένη πολιτική απέναντι στην Κίνα. Με τις εσωτερικές διαιρέσεις βαθύτερες από ποτέ, με τα κράτη μέλη να ακολουθούν εθνικές στρατηγικές στα μεγάλα ζητήματα, την ίδια ώρα που ακόμη αναζητείται μια κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική κουλτούρα, οι Βρυξέλλες πορεύονται χωρίς πυξίδα.
7. Η συμφωνία AUKUS καθιστά επιτακτική την προώθηση και ουσιαστικοποίηση της ιδέας περί στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ. Η Ευρώπη κινδυνεύει να γίνει μια παράπλευρη απώλεια στη σύγκρουση Αμερικής – Κίνας αν δεν αποκτήσει τις στρατιωτικές δυνατότητες αυτόνομης δράσης αλλά και την ουσιαστική αυτονομία στη λήψη αποφάσεων. Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή σύγκρουση Γαλλίας- ΗΠΑ θα διευρύνει αναπόδραστα περαιτέρω το χάσμα ατλαντιστών- ευρωπαϊστών, μεταξύ των κρατών μελών.
8. Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που οι δυο πυλώνες της ΕΕ, Γερμανία και Γαλλία βρίσκονται σε προεκλογική περίοδο ενώ απουσιάζει μια ισχυρή ηγεσία στο επίπεδο της ΕΕ: η φον Ντερ Λαιεν, ο Σαρλ Μισελ, ακόμη και ο Ζοζέ Μπορέλ, είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να ανταποκριθούν στο μέγεθος του διακυβεύματος.
9. Η Ελλάδα καλείται να σταθεί στο πλευρό της Γαλλίας στα πλαίσια της ΕΕ αλλά και να στηρίξει τον ‘υπερ-εταίρο’ που αποτελούν οι ΗΠΑ. Η ενισχυμένη σχέση Ελλάδας -ΗΠΑ αυξάνει και τις αμερικανικές προσδοκίες, την ίδια ώρα που η Κίνα είναι σημαντικός οικονομικός παίκτης στην Ελλάδα με το λιμάνι του Πειραιά. Αυτό δημιουργεί για τη χώρα μας μια δύσκολη εξίσωση που απαιτεί εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς.
Εν κατακλείδι: Αξιολογώντας τη σοβαρότητα της Κινεζικής απειλής, η Αμερική δείχνει να αναδιαμορφώνει τις συμμαχίες της, είτε συμφωνεί η Ευρώπη , είτε όχι. Και σε αυτό το πλαίσιο απειλείται ευθέως και η συνοχή του ΝΑΤΟ. Η διατλαντική σχέση βρίσκεται εδώ και χρόνια σε μια ευαίσθητη ισορροπία. Σήμερα η ΕΕ βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές αποφάσεις: αν δεν μπορέσει να εκφραστεί με αποφασιστικότητα και ενιαία φωνή και να διαδραματίσει ένα κεντρικό ρόλο, κινδυνεύει να συνθλιβεί σε μια σύγκρουση γιγάντων.
Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- Μέλος ΔΣ του ΙΔΙΣ