Αν και η περίοδος της οικονομικής κρίσης, της εποχής των μνημονίων και των μεγάλων δοκιμασιών για το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας, έχει απασχολήσει πλήθος αναλύσεων, η ανάγκη για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας έχει απασχολήσει πολύ λιγότερο τους αναλυτές, αφήνοντας ένα σημαντικό κενό τόσο κριτικής όσο και (κυρίως) προτάσεων.
1. Το παραγωγικό μοντέλο σήμερα
Τα χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή (που μπορεί να ιδωθεί και ως το βασικό σημείο καμπής της νεότερης ελληνικής ιστορίας) μέχρι και την Μεταπολίτευση, με όλες τις ιδιαιτερότητες και τις μεγάλες δυσκολίες που τα χαρακτήριζαν (πόλεμοι, προσφυγικό, δικτατορία), διαμόρφωσαν μια συγκεκριμένη κατάσταση αναφορικά με το παραγωγικό μοντέλο της χώρας[1]. Η παραγωγή ήταν εστιασμένη κυρίως στον πρωτογενή τομέα, δεδομένου ότι η Ελλάδα ήταν πρωτίστως μια αγροτική χώρα, αλλά και (λιγότερο) στο δευτερογενή τομέα. Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο ότι η Ελλάδα μεταπολεμικά είχε μια αρκετά αξιόλογη βιομηχανική παραγωγή, που όμως σταδιακά υποχώρησε μετά το 1973[2], όταν ξέσπασε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση που οδήγησε σε κάμψη τη βιομηχανική παραγωγή παγκοσμίως. Τα χρόνια που ακολούθησαν τη μεταπολίτευση και σημαδεύτηκαν περισσότερο από οτιδήποτε άλλο από την είσοδο το 1980 της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, άλλαξαν δομικά το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, συνοδεύτηκε από πακτωλούς χρημάτων, υπό τη μορφή διαφόρων ευρωπαϊκών επιδοτήσεων (ΜΟΠ, πρώτο πακέτο Ντελόρ και τα επόμενα ΚΠΣ, ΚΑΠ, ΕΣΠΑ), χρήματα που υπολογίζονται συνολικά στα 160 δισ. ευρώ και που φυσιολογικά θα έπρεπε να έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε μια σύγχρονη, ανεπτυγμένη οικονομία.
Ωστόσο, μία από τις παράπλευρες συνέπειες της εισόδου της χώρας στην ΕΟΚ και που σπανίως αναφέρεται στη δημόσια συζήτηση, είναι ότι η χώρα σταδιακά άλλαξε παραγωγικό προσανατολισμό, εναρμονιζόμενη σε ένα βαθμό και με τις επιταγές των εταίρων της χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι μερίδιο ευθύνης δεν φέρουν και οι κατά καιρούς πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ηγεσίες. Σήμερα, η Ελλάδα έχει εξελιχθεί σε μια χώρα συγκεκριμένης παραγωγικής στόχευσης, έχοντας στο επίκεντρο της παραγωγικής της δραστηριότητας τις υπηρεσίες και όχι την πρωτογενή ή τη δευτερογενή παραγωγή, που αμφότερες από τη Μεταπολίτευση και ύστερα έχασαν σχεδόν τα 2/3 της συμμετοχής τους στη σύνθεση του ΑΕΠ. Μάλιστα, ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας προς μια οικονομία υπηρεσιών (και επομένως μιας οικονομίας με εισαγωγικό προσανατολισμό και υψηλά ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο) είναι σταθερός τα τελευταία πενήντα χρόνια, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που ακολουθεί, με τις αιτίες να ποικίλλουν (αστικοποίηση και αστυφιλία, αύξηση πτυχιούχων πανεπιστημίων και αλλαγή προτύπων και τρόπου ζωής, διεύρυνση του εργατικού δυναμικού με τη συμμετοχή όλο και περισσότερων γυναικών, μείωση γεννήσεων, έλλειψη κινήτρων για επιστροφή στην επαρχία όπου κυρίως γίνεται η πρωτογενής παραγωγή, συσσώρευση πολλών κεντρικών υπηρεσιών και επιχειρήσεων στην Αθήνα, ανεργία, ευρωπαϊκές πολιτικές κλπ).
Διαχρονική εξέλιξη στον προσανατολισμό της ελληνικής οικονομίας ως % του ΑΕΠ – Πηγή ΕΛΣΤΑΤ
Το 2018, σύμφωνα με επικαιροποιημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, περίπου το 26,9% της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας προέρχεται από κλάδους της μικρής και μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας (εμπόριο, εστίαση, ενοικίαση καταλυμάτων κλπ), το 16,5% προέρχεται από διαχείριση ακίνητης περιουσίας, το 13,8% προέρχεται από τη μεταποίηση, την ενέργεια κλπ και το 20% από υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης κλπ. Χαρακτηριστικό είναι ότι ειδικότερα ο τουρισμός (σημ: την περίοδο αμέσως πριν το ξεκίνημα της πανδημίας του Covid-19) σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) αντιπροσώπευε άμεσα περίπου το 12,5% του ΑΕΠ της χώρας «ενώ αν συνυπολογιστεί και η έμμεση συνεισφορά του, αντιστοιχεί μεταξύ 27,5% έως 33,1%». Στον αντίποδα, γεωργία, δασοκομία και αλιεία σωρευτικά αντιπροσωπεύουν μόλις το 4,2% της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας.
2. Η ανάγκη για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο
Τα προηγούμενα χρόνια, η διαχωριστική γραμμή αναφορικά με την κοινωνικό-οικονομική προσέγγιση κινούνταν στο δίπολο Αριστεράς – Δεξιάς, ενώ μετά την οικονομική κρίση μετατέθηκε στη λογική μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Σήμερα στην Ελλάδα, με καθυστέρηση μερικών δεκαετιών είναι η αλήθεια, το καινούριο δίπολο κινείται στον άξονα «νεοφιλελευθερισμός/ελεύθερη και αρρύθμιστη αγορά – προοδευτική/συμπεριληπτική/κοινωνική προσέγγιση της οικονομίας». Σχηματικά, οι δύο διαφορετικές προσεγγίσεις μπορούν να περιγραφούν ως εξής:
Νεοφιλελεύθερη προσέγγιση
Το τρίπτυχο είναι γνωστό: «ιδιωτικοποιήσεις – κατάργηση κάθε ελέγχου της αγοράς – μείωση των δημόσιων δαπανών/περιστολή της κρατικής παρέμβασης/μείωση φορολογίας των επιχειρήσεων». Ταυτόχρονα εισάγεται μια λογική έργων μεγάλης κλίμακας, αξίας δισεκατομμυρίων, από μεγάλους επενδυτές συχνά επιχορηγούμενους από τα δημόσια ταμεία, σε ειδικές οικονομικές ζώνες, με ειδικούς όρους που μπορεί απροειδοποίητα να αλλάξουν (όπως έγινε για παράδειγμα με την επένδυση στο Ελληνικό) ή που εξασφαλίζουν το κέρδος των παραχωρησιούχων. Οι συνθήκες εργασίας είναι στο επίκεντρο (με τις πλατφόρμες εργαζομένων να είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα) και η προστασία του περιβάλλοντος είναι μάλλον μια άγνωστη έννοια (με πρόσφατο παράδειγμα την κατάργηση επτά φορέων Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών του δικτύου Natura 2000, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προστασία και διαχείριση αυτών των περιοχών).
Σύγχρονη προοδευτική προσέγγιση
Αν η αγορά και οι δυνάμεις της είναι ο βασικός μοχλός ανάπτυξης για το νεοφιλελεύθερο μοντέλο, το προοδευτικό μοντέλο έχει στο επίκεντρο τη βιώσιμη ανάπτυξη με κοινωνικό αποτύπωμα, την αλληλεγγύη, την κοινωνική συνοχή και ένα αναβαθμισμένο κράτος πρόνοιας. Εν συντομία, τα βασικά σημεία είναι τα εξής:
Σε πρώτο επίπεδο, το νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας οφείλει πρωτίστως να στηρίζεται στον (και να στηρίζει τον) κομβικό ρόλο των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων[3], που αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων και στις οποίες ανήκει και η πλειοψηφία των τουριστικών επιχειρήσεων της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η εξασφάλιση χρηματοδότησης των ΜμΕ από το Ταμείο Ανάκαμψης (κάτι που κατά τα φαινόμενα είναι το μεγάλο ζητούμενο), η λειτουργία της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (που πρακτικά έχει αποκλειστεί από το Ταμείο Ανάκαμψης) αλλά και η δυνατότητα ανάκτησης δημόσιου ελέγχου στο τραπεζικό σύστημα.
Σε δεύτερο, αλλά εξίσου σημαντικό επίπεδο, τοποθετείται η ενίσχυση της καινοτόμου επιχειρηματικότητας, με την υποστήριξη όλου αυτού του «διανοητικού κεφαλαίου» της χώρας που σήμερα επιλέγει τη λύση της μετανάστευσης, κάτι που όμως απαιτεί μια σοβαρή προσπάθεια από πλευράς Πολιτείας, σε δύο στάδια. Αρχικά στην έρευνα, καταγραφή και επένδυση των νέων τάσεων και των νέων τεχνολογιών (τεχνητή νοημοσύνη, IoT, νανοτεχνολογία, νέα υλικά, γενετική κλπ) και την επιλογή των κατάλληλων πεδίων που η χώρα θα επενδύσει, αφού είναι ουτοπική η άποψη ότι μια χώρα μπορεί να έχει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα παντού. Ακολούθως, γνωρίζοντας τα σύγχρονα πεδία ενδιαφέροντος, απαιτείται ένα σταθερό νομικό πλαίσιο, ειδική φορολογική μεταχείριση, στοχευμένες δυνατότητες χρηματοδότησης για την υποστήριξη του κοινωνικού κράτους και των αδύναμων στρωμάτων της κοινωνίας, ακόμα και (γιατί όχι;) προτεραιοποίηση στις δημόσιες συμβάσεις, ώστε να ευνοείται η ίδρυση νεοφυών επιχειρήσεων, ιδανικά συνδέοντας την τεχνολογία με την παραγωγή και τα δημόσια πανεπιστήμια.
Για τις ιδιωτικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας, που ενθαρρύνονται, δεν «δαιμονοποιούνται» και είναι απαραίτητες για την λειτουργία μιας σύγχρονης οικονομίας, σκοπός πρέπει να είναι και η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας μέσω της παροχής εξειδικευμένων κινήτρων στις επιχειρήσεις (πχ σε επίπεδο φορολογίας, εισφορών, εκπαίδευσης κλπ.), ώστε να εξασφαλίζονται νέες, ποιοτικές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αλλά και να αυξάνονται τα φορολογικά έσοδα που, ιδανικά, θα μπορούσαν να κατευθύνονται κατευθείαν στις τοπικές κοινωνίες.
Η οικολογική παράμετρος, η «πράσινη μετάβαση», η τόσο ουσιώδης για τις επόμενες γενιές, δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη και να περιορίζεται αποκλειστικά στην (οπωσδήποτε πολύ σημαντική) προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και κάλους. Ταυτόχρονα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την προστασία και βιωσιμότητα των φυσικών πόρων[4] και θέματα όπως επί παραδείγματι η απολιγνιτοποίηση (που χωρίς σχεδιασμό αποφασίστηκε να ολοκληρωθεί μέχρι το 2028) ή η απαγόρευση πώλησης οχημάτων με μηχανές εσωτερικής καύσης από το 2030, πρέπει να ενσωματώνονται σε μια ολοκληρωμένη στρατηγική για το περιβάλλον, συμπεριλαμβάνοντας οπωσδήποτε και τους ενδιαφερόμενους πληθυσμούς.
Σε αυτό το πλαίσιο η Πολιτεία πρέπει να διαδραματίσει έναν πραγματικά επιτελικό ρόλο, εξασφαλίζοντας το δημόσιο συμφέρον. Τρείς είναι οι βασικές λειτουργίες που σήμερα η Πολιτεία οφείλει να επιτελέσει: α) τη ρύθμιση των αγορών (αδειοδοτήσεις, έλεγχος κλπ), β) τη διασφάλιση δίκαιης αντιμετώπισης όλων των οικονομικών φορέων που δραστηριοποιούνται στην οικονομία (εδώ εντάσσεται και η διαγραφή του πανδημικού χρέους) και γ) την ισόρροπη και στοχευμένη διανομή των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης με έμφαση στις «πράσινες επενδύσεις» και την ενεργοποίηση της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Παράλληλα, μια προοδευτική διακυβέρνηση πρέπει να εστιάσει στη συστηματική προσπάθεια όλο και μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας να συντελείται μέσα από συνεταιριστικές και συνεργατικές επιχειρήσεις, φορείς και δομές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, μιας δηλαδή «από τα κάτω» ριζοσπαστικής μεταρρύθμισης του παραγωγικού μοντέλου δημιουργώντας έτσι και έναν τρίτο πυλώνα ανάπτυξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, είναι οι ενεργειακές κοινότητες του ν.4513/2018 – στο πλαίσιο μιας συνολικής προσπάθειας τη χρονιά εκείνη, που σηματοδοτούσε και την ολοκλήρωση των Προγραμμάτων Προσαρμογής, για να τεθούν οι βάσεις ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, με την κατάρτιση τότε της Ολιστικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής – οι οποίες έχουν «σκοπό την προώθηση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και καινοτομίας στον ενεργειακό τομέα» και η χρησιμότητά τους, λόγω της ακρίβειας του ρεύματος, γίνεται σήμερα ακόμα πιο προφανής.
3. Αντί επιλόγου
Γίνεται αντιληπτό ότι η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν είναι ένα έργο εύκολο ή κάτι που μπορεί να πραγματοποιηθεί «άμεσα» με την ψήφιση μερικών νόμων. Πρόκειται για μια «ιδεολογική μάχη» μεταξύ δύο εκ διαμέτρου αντίθετων «κόσμων», από τη μία της αποδιοργάνωσης του κράτους και της μονομερούς ιδιωτικής πρωτοβουλίας, των ιδιωτικοποιήσεων και αποκλειστικά του επιχειρηματικού κέρδους, και από την άλλη και της κοινωνίας, της μικρομεσαίας και της νεοφυούς επιχειρηματικότητας και της προόδου.
Καθώς τα συστήματα έχουν την τάση να αντιστέκονται σθεναρά στην αλλαγή, είναι ευθύνη των προοδευτικών δυνάμεων να ομαλοποιήσουν την αλλαγή, με τρόπο συμπεριληπτικό και δίκαιο για το κοινωνικό σύνολο ώστε οι τρεις πυλώνες της ανάπτυξης, ιδιωτικός τομέας, δημόσιος τομέας και φορείς της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, να συμμετέχουν ισότιμα και συμπληρωματικά στην παραγωγική ανασυγκρότηση.
* Κωνσταντίνος Βαλσαμάκης, ΜΒΑ, MSc, Απόφοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, Μέλος του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
[1] Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχουν α) η έκθεση στην κυβέρνηση Πλαστήρα το 1952 του Κυριάκου Βαρβαρέσου και β) το έργο του Δημήτρη Μπάτση «Η βαριά βιομηχανία στην Ελλάδα», 1947.
[2] Βλ. και Close, David (David H.). (2002). Greece since 1945: politics, economy, and society. London; New York: Longman.
[3] Μέχρι 250 εργαζόμενους και τζίρο έως και 50 εκατ. ευρώ (ΕΔΩ)
[4] Οι οποίοι εντέλει αποτελούν εισροές στην οικονομική και παραγωγική δραστηριότητα