Με την προκήρυξη πρόωρων Εκλογών στην Ιταλία τίθεται εκ νέου και με έμφαση το θέμα των διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις του λεγόμενου Δημοκρατικού Τόξου και την Άκρα Δεξιά στις διάφορες εκφάνσεις της.
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές δεν είχε υπάρξει αντίδραση του έλληνα Αντιπροέδρου της Κομισιόν Μαργαρίτη Σχοινά για τις αποκαλύψεις σχετικά με την παρουσία του στο συνέδριο της νεολαίας του κόμματος της Ακροδεξιάς «Αδέλφια της Ιταλίας» της Μελόνι που θεωρείται ήδη πρωθυπουργός σε αναμονή.
Η νομιμοποίηση της Ακροδεξιάς και το Φασισμού συντελέσθηκε σε δύο κατά κύριο λόγο ευρωπαϊκές χώρες την Ιταλία και την Γαλλία στην διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας με τις αντιδράσεις της θεσμικής Ευρώπης με την απόσταση του χρόνου να προβάλλουν σήμερα ως διεκπεραιωτικές αντιδράσεις.
Στην Ιταλία όλα ξεκίνησαν το 1994 όταν ο Μπερλουσκόνι εισήλθε στην Πολιτική Σκηνή όπου θα κυριαρχούσε σχεδόν για τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Το κόμμα του, η Φόρτσα Ιτάλια, συγκρότησε κυβέρνηση συνασπισμού με την ρατσιστική και ξενόφοβή Λέγκα του Βορρά του Μπόσι που διεκδικούσε την ανεξαρτησία της Βόρειας Ιταλίας αλλά και με την νεοφασιστική Εθνική Συμμαχία του Φίνι ο οποίος αυτοπροσδιοριζόταν ως μεταφασίστας!
Ακολούθησε ο ιστορικός αναθεωρητισμός του Μπερλουσκόνι σε μορφή Οπερας Μπούφας.
Ο Μουσολίνι κατά τον Μπερλουσκόνι δεν έθιξε τους αντιπάλους του καθώς τους έστελνε διακοπές με έξοδα του κράτους.
Λίγα χρόνια αργότερα την Άνοιξη του 2002 στην Γαλλία ο ηγέτης του Εθνικού Μετώπου Λεπέν πέρασε στο δεύτερο γύρο της Προεδρικής Εκλογής αποκλείοντας τον Σοσιαλιστή Πρωθυπουργό Ζοσπέν που ήλθε τρίτος.
Σε αντίθεση με την Ιταλία όπου η αποκατάσταση του φασισμού ως κανονικότητας έγινε χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις στην Γαλλία η Δεξιά διχάσθηκε για την στάση που έπρεπε να τηρήσει απέναντι στην ακροδεξιά.
Η Γκολική Δεξιά είχε λογαριασμούς αίματος με την Ακροδεξιά από την εποχή της κατοχής 1940-44 και στην συνέχεια από την εποχή του πολέμου στην Αλγερία μετά την επιστροφή του Ντεγκολ στην εξουσία το 1958.
Την παράδοση αυτή συνέχισε ο Σιράκ ο οποίος όταν την Άνοιξη του 2000 ο Καγκελάριος της Αυστρίας Σούσελ ανέδειξε σε κυβερνητικό εταίρο το ακροδεξιό κόμμα του Χάιντερ ζήτησε και πέτυχε την για λίγους μήνες και έστω συμβολικά την πολιτική απομόνωση της Βιέννης στην Ε.Ε.
Την παράδοση περιχαράκωσης της Δεξιάς απέναντι στην Ακροδεξιά την έσπασε ο Σαρκοζί όταν στην προεκλογική εκστρατεία του 2007 υιοθέτησε την ρητορική και την θεματολογία του Λεπέν που ζητούσε μηδενική ανοχή στην ποινική παραβατικότητα των νέων κύριος στα προάστια του Παρισιού και των άλλων μεγάλων πόλεων.
Τελευταίο δείγμα γραφής στην έμμεση νομιμοποίηση της Ακροδεξιάς ήταν οι Βουλευτικές Εκλογές στην Γαλλία τον Ιούνιο όταν στον δεύτερο γύρο ο Μακρόν αρνήθηκε να πάρει θέση για τις περιφέρειες όπου μονομαχούσαν υποψήφιοι της Λεπέν με υποψηφίους της παράταξης του Μελανσόν.
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος- διεθνολόγος)