Opinions

Δημήτρης Λιάκος: Οι κρίσιμοι άξονες μιας συνεκτικής αναπτυξιακής πολιτικής

Η εκδήλωση της πανδημικής κρίσης και οι συνέπειές της δημιουργούν νέα δεδομένα, επηρεάζοντας τις προτεραιοποιήσεις της εφαρμοσμένης πολιτικής για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κατάστασης και την προετοιμασία για την επόμενη ημέρα.

Τα θέματα της αλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας, το επενδυτικό κενό και η χαμηλή παραγωγικότητα αποτελούν σταθερά επίδικα στον οικονομικό διάλογο τα τελευταία χρόνια. Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός ότι οι τέσσερις προτάσεις για το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας που παρουσιάστηκαν την τελευταία δεκαετία, κατέγραφαν ως κορυφαία τα παραπάνω ζητήματα. Οι προτάσεις αυτές στο διαπιστωτικό μέρος τους καταγράφουν ομοιότητες, ενώ διαφοροποιούνται σημαντικά στο μίγμα πολιτικών και μέτρων ως προς την επίτευξη τόσο των επιμέρους στόχων όσο – και το κυριότερο – της αλλαγής του προτύπου ανάπτυξης προς μια εξωστρεφή κατεύθυνση. Κάτι τέτοιο είναι φυσιολογικό λόγω των διαφορετικών πολιτικών και ιδεολογικών αφετηριών των συγγραφέων και των κυβερνήσεων της κάθε περιόδου.

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση (Πισσαρίδη) το γεγονός της χαμηλής παραγωγικότητας οφείλεται κυρίως στο φαινόμενο του σημαντικού αριθμού μικρών επιχειρήσεων (και της αυξημένης αυτοαπασχόλησης) που δραστηριοποιούνται σε μη διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους προϊόντων και υπηρεσιών, απασχολώντας τελικώς αναποτελεσματικά υπέρμετρο ποσοστό των διαθέσιμων συντελεστών παραγωγής (κεφάλαιο και εργασία).

Σύμφωνα με τους συγγραφείς της η αναποτελεσματική διοίκηση, το ανεπαρκές θεσμικό πλαίσιο και οι επιμέρους κρατικές πολιτικές αποτέλεσαν τις αιτίες που οδήγησαν στα σημερινά προβληματικά δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας (χαμηλή παραγωγικότητα, σημαντική εξάρτηση από κατανάλωση, επενδυτικό κενό). Σε σημαντικές αναλύσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας σπανίως γίνεται αναφορά στους ιστορικούς και κοινωνιολογικούς παράγοντες που είχαν ως αποτέλεσμα την εκτεταμένη μικρή ιδιοκτησία επιχειρήσεων και γαιών, την οικογενειακή συμμετοχή ως συντελεστή εργασίας και την αυτοαπασχόληση. Παράλληλα συχνά παρατηρείται η υποτίμηση της ασκούμενης μακροοικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής της δεκαετίας του 2000 που εκφράστηκε μέσω εκτεταμένων επιχορηγήσεων, ειδικών προγραμμάτων και φοροαπαλλαγών που σε συνδυασμό με την πιστωτική επέκταση στήριξε το συγκεκριμένο παραγωγικό υπόδειγμα, οδηγώντας τελικά αφενός στην υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας και αφετέρου στην υπέρμετρη διόγκωση των δίδυμων ελλειμμάτων και στην κρίση της προηγούμενης δεκαετίας.

Ωστόσο η εκδήλωση της πανδημικής κρίσης και οι συνέπειες της δημιουργούν νέα δεδομένα, επηρεάζοντας τις προτεραιοποιήσεις της εφαρμοσμένης πολιτικής για την αντιμετώπιση της τρέχουσας κατάστασης και την προετοιμασία για την επόμενη ημέρα. Προσπαθώντας να κατηγοριοποιήσουμε τους βασικούς άξονες πολιτικής, η πρώτη παραδοχή αφορά τον αναθεωρημένο ρόλο του κράτους. Ρόλος που πλέον έχει αποενοχοποιηθεί και αναγνωρίζεται ως κεντρικός τόσο στη διαχείριση της πολυεπίπεδης κρίσης (υγειονομική και οικονομικό-κοινωνική) όσο και στον συντονισμό των διαθέσιμων μέσων και πόρων για την επούλωση των επιπτώσεων της πανδημίας και την αναζωογόνηση των αναπτυξιακών προοπτικών.

Σαφέστατα αυτό προαπαιτεί αλλαγή δομών και νοοτροπίας, αποτελεσματικότητα και ανταποδοτικότητα μέσω της ενίσχυσης των αντίστοιχων θεσμών (πχ. δικαιοσύνη), καθώς από την αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης του δημόσιου τομέα συμπεραίνουμε την αδυναμία εξυπηρέτησης τις σημερινών αναγκών και των αυριανών απαιτήσεων – προκλήσεων.

Ταυτόχρονα η ενίσχυση των κοινωνικών δομών (σύγχρονα συστήματα υγείας και ασφάλισης, ψυχική φροντίδα, προστασία ευάλωτων, εκπαίδευση, ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης κ.α.) αναγνωρίζεται πλέον ως βασική προϋπόθεση επίτευξης της βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ αντίστοιχη θέση καταλαμβάνουν οι ολιστικές πολιτικές αντιμετώπισης των ανισοτήτων. Αν θέλαμε να δώσουμε σε λίγες γραμμές συνοπτικά τις απαιτήσεις των νέων συνθηκών, θα λέγαμε ότι περιλαμβάνουν ένα λεπτομερές σχέδιο – πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, πολιτικών, θεσμών που θα διαπερνά το σύνολο της κρατικής οργάνωσης και λειτουργίας, ένα σύνολο επιμέρους μετασχηματισμών και αλλαγών (πχ. ψηφιακός μετασχηματισμός) και ένα συνεκτικό πλαίσιο κοινωνικών πολιτικών.

Το δεύτερο επίπεδο αλλαγών απαιτεί την άσκηση μιας οικονομικής πολιτικής που θα επιτυγχάνει αφενός την επίτευξη της απαιτούμενης μακροοικονομικής και δημοσιονομικής ισορροπίας και αφετέρου θα συμβάλει στην απελευθέρωση του υπάρχοντος παραγωγικού δυναμικού και την εκμετάλλευση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων.

Πρακτικά, τα δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να εξασφαλίσουν τον πρώτο στόχο, ενώ η φορολογική πολιτική, με βασικά χαρακτηριστικά την εκλογίκευση και την σταθερότητα των κανόνων, θα πρέπει ως στόχο να έχει την επίτευξη θετικού πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος. Από την άλλη η μακροοικονομική πολιτική θα πρέπει να είναι σε εναρμόνιση και συσχέτιση με το αναπτυξιακό σχέδιο και τους επιμέρους στόχους του.

Είναι κρίσιμο να γίνει αντιληπτό ότι η δημοσιονομική ισορροπία αποτελεί μια εκ των βασικών προϋποθέσεων της απρόσκοπτης αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, της δημιουργίας αποθεμάτων ασφάλειας και της επαναφοράς του αξιόχρεου της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, σημεία ασφαλώς κρίσιμα και απαραίτητα για την βελτίωση της ελκυστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Το μελλοντικό δημοσιονομικό πλαίσιο (Σύμφωνο Σταθερότητας) θα αποτελέσει εντός του 2021 ένα από τα βασικά επίπεδα αντιπαράθεσης και ενδεχόμενων συμμαχιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο αυτό που θα πρέπει να επιτύχουμε ως χώρα είναι η μείωση και διαμόρφωση των απαιτούμενων πρωτογενών πλεονασμάτων σε επίπεδα χαμηλότερα των προβλέψεων του Σύμφωνου Σταθερότητας για την περίοδο μετά το 2022, με βάση τις παραμετροποιήσεις που είχαν γίνει το 2018.

Όσον αφορά τον τρίτο άξονα, η κατάρτιση ενός αναπτυξιακού σχεδίου, με στόχο το συνολικό αποτέλεσμα των αλληλεπιδράσεων μεταξύ πολιτικών – μέτρων – μεταρρυθμίσεων να υπερβαίνει το άθροισμα των επιμέρους μερών του. Βασική προϋπόθεση αποτελεί συμμετοχή των πολιτικών, επιστημονικών και παραγωγικών δυνάμεων στην κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου και της εύρεσης ενός ελάχιστου επιπέδου συναίνεσης ως προς τους βασικούς άξονες και στόχους.

Η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους εξασφαλίζουν την ομαλή χρηματοδότηση για τα επόμενα χρόνια, προσεγγίζοντας πρωτόγνωρα επίπεδα για την εγχώρια πραγματικότητα. Κεντρικό ρόλο σε αυτόν τον στόχο έχουν οι μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να αρθούν γραφειοκρατικά εμπόδια, αγκυλώσεις και προστατευτικά μέτρα “πελατειακού” χαρακτήρα που αποτρέπουν την επενδυτική διαδικασία, χωρίς εκπτώσεις στην τήρηση της εργασιακής νομοθεσίας και των περιβαλλοντολογικών κανόνων. Οι βασικοί στόχοι της Ε.Ε., πράσινη μετάβαση και ψηφιακός μετασχηματισμός, μπορούν να αποτελέσουν το επίκεντρο προσέλκυσης δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων προς τους κλάδους αιχμής.

Παράλληλα η παροχή κινήτρων σε εξωστρεφείς κλάδους συνδυαστικά με την εκμετάλλευση του αργούντος δυναμικού σε τομείς που διαχρονικά υποχρησιμοποιούνται όπως η μεταποίηση και η αγροδιατροφή, μπορούν να προσδώσουν δυναμική στην αναπτυξιακή προσπάθεια. Κίνητρα και θεσμικές παρεμβάσεις για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, τη δημιουργία clusters και συνεταιριστικών σχημάτων και τη συμμετοχή του επιχειρείν στις διεθνείς αλυσίδες αξίας μπορούν να συμβάλλουν στην εξωστρέφεια και την ενίσχυση της θέσης μας στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας. Στοχευμένες κλαδικές ενισχύσεις με στόχο την αντικατάσταση εισαγωγών και την εξασφάλιση επάρκειας κρίσιμων αγαθών (όπως αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημικής κρίσης) είναι απαραίτητα συστατικά μιας διαφοροποιημένης αναπτυξιακής πρότασης. Το τραπεζικό σύστημα σε αυτήν την εξίσωση οφείλει να έχει σημαντικά ενισχυμένο ρόλο στην χρηματοδότηση και τις συμβουλευτικές υπηρεσίες προς τις επιχειρήσεις, ενώ η ενίσχυση της κεφαλαιαγοράς υπό προϋποθέσεις μπορεί να συμβάλει στη διαφοροποίηση και των εμπλουτισμό των διαθέσιμων χρηματοδοτικών μέσων. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι η χορήγηση φορολογικών κινήτρων δεν αποτελεί τον μοναδικό παράγοντα προσέλκυσης επενδύσεων.

Ο συνδυασμός και η συνεργασία του συνόλου των συντελεστών (από την διασφάλιση και αναβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων, την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, τον εκσυγχρονισμό των δημόσιων υπηρεσιών και του εκπαιδευτικού συστήματος, το κανονιστικό και ρυθμιστικό πλαίσιο, τον περιορισμό της γραφειοκρατίας κ.α.) με τρόπο και μεθοδολογία δομής συνεκτικής πολιτικής μπορεί να διασφαλίσει την αναπτυξιακή προοπτική με τρόπο που να διαχέεται στο σύνολο της κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς και περιθωριοποιήσεις.

Παρόλα αυτά το συμπέρασμα που εξάγεται από την πορεία της τελευταίας εικοσαετίας και τη συσσώρευση της αντίστοιχης εμπειρίας είναι ότι η ανάπτυξη δεν είναι το αποτέλεσμα αποκλειστικά της ύπαρξης ενός αναλυτικού και συνεκτικού σχεδίου. Η διάθεση αλλαγών και η πολιτική βούληση αποτελούν βασικά συστατικά στοιχεία επιτυχίας και διαφοροποίησης από τις αποτυχημένες πρακτικές του παρελθόντος. Οι επιμέρους πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές είναι σημαντικές και πρέπει να αποτελούν στοιχεία του διαλόγου μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και της κοινωνίας των πολιτών. Ο διάλογος συνδυαστικά με το σεβασμό και την τήρηση των θεσμών αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της δημοκρατίας μας. Και χωρίς σταθερότητα και ενίσχυση της δημοκρατίας η οποιαδήποτε συζήτηση περί ανάπτυξης είναι άνευ περιεχομένου, όπως απέδειξαν τα πρόσφατα γεγονότα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.

(Ο Δημήτρης Λιάκος είναι Οικονομολόγος , πρώην Υφυπουργός)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Αγγελική Σπανού: Νεκρική σιγή
SMS 13033: Κωδικοί μετακίνησης σήμερα, προσοχή στην παραλία και στην Πάρνηθα
Chevron Right