το Πανεπιστήμιο, οι Φιλόλογοι έχουν αυτό το κακό συνήθειο να τεμαχίζουν την Ιλιάδα, το ανθρώπινο και θεϊκό τούτο ποίημα, αφήνοντας κατά μέρος το Όλον του, αποτυγχάνοντας να το προσεγγίσουν και τελικά να το κατακτήσουν στην βάση της κατανόησης και ερμηνείας του. Μία συνήθεια που έχει ριζώσει στην εφηβική ηλικία, τότε που τα παιδιά τρέχουν στους διαδρόμους και περιμένουν να πέσει σε κάποιο αόριστο και συχνά απροειδοποίητο διαγώνισμα, κάτι που τους ονομάτισαν Τειχοσκοπία ή Συνάντηση Αχιλλέα-Θέτιδας ή Περιγραφή της Ασπίδος. Τότε, που αποσπασματικά, αόριστες φωνές απαγγέλλουν λέξεις μα όχι στίχους, που το Όλον υποκύπτει στην σιγανή βοή του μέρους και χάνεται αστραπιαία πέραν και εκτός της συνείδησης και της ψυχής.
Όταν ήμουν στο γυμνάσιο, κάπου είχα διαβάσει ότι εκείνος που κατάφερε να φτάσει τον Όμηρο, είναι ο Τολστόι και έπειτα κάπου αλλού ότι ο Σαίξπηρ είχε γράψει ότι όλοι τρώμε από τα ψίχουλα που άφησε στο τραπέζι ο Όμηρος. Δεν ξέχασα ποτέ αυτά τα ενδιαφέροντα παράλληλα. Έτσι, έπειτα από χρόνια, όταν παρακολούθησα ακαδημαϊκά την Ιλιάδα, κοίταζα προς αυτήν την κατεύθυνση των παραλλήλων, μα δεν την αναγνώριζα απόλυτα. Απέκτησα κάποιες φοβερά εξειδικευμένες, καταπληκτικές γνώσεις, κυρίως γλωσσολογικής και σημασιολογικής σημασίας, μα όχι αυτό που γύρευα και βρήκα μονάχα μερικές εβδομάδες πριν, στο κείμενο της Ρασέλ Μπεσπαλόφ, Για την Ιλιάδα, μία συνολική, επισκοπική είσοδο στο ομηρικό μεγαλείο, που ορθώνεται και θεριεύει μπροστά στον άνθρωπο, μπροστά στην μικροπρέπειά του μα και στην αέναη σημασία του. Όποιος νιώθει πως χρειάζεται σε στιγμές κούρασης και απόγνωσης ένα κείμενο για να νιώσει και να (δι)αισθανθεί τις απεριόριστες ερμηνευτικές σημασίες, συμβολισμούς, διεξόδους που μας αφήνει ο Όμηρος, ας ανατρέξει σε αυτό.
Εκεί, θα σταθεί ώρα πλάι στον Αχιλλέα και τον Έκτορα, στην θεϊκή Θέτιδα που μάχεται υπέρ υιού, στην μεγάλη στιγμή που όλα έχουν τελειώσει μα συνάμα αρχίζουν να πλάθονται και τελικά σχηματίζονται στον πρωιμότερο χρόνο τους, εκεί όπου ο Αχιλλέας κάθεται δίπλα στον γέρο Πρίαμο μα δεν θα μετανιώνει. Όταν φτάνει στο unicum των δυνατοτήτων του, παρά την πτέρνα που βρίσκεται εκεί, ένα unicum που μας σκεπάζει όλους κάτω από την δύναμή του και ταυτόχρονα μας σπρώχνει μακριά του.
Εκεί, θα σταθεί ώρα πλάι στους Θεούς, εκείνους που τον επιλέγουν, τον βοηθούν, τον σαμποτάρουν, τον περιγελούν, τον προστατεύουν.
Εκεί, θα σταθεί ώρα πλάι στο Fatum και τότε ίσως να επιλέξει, εάν πιστεύει σε αυτό ή όχι. Εάν έχει τελικά την επιλογή.
Εκεί, θα σταθεί πλάι στην Βίβλο και τα Ευαγγέλια, στις πρώτες ανθρώπινες συγγένειες πολιτισμών και πνευμάτων.
Εκεί, θα συναντηθεί με φιλοσοφίες και με τον ορισμό τελικά, εκείνου που τυραννά τον 21ο αιώνα, τον αιώνα μας, την εύρεση εκείνου που ορίζουμε ως κλασικό, ανθρώπινο και υπερβατικό.
Εάν υπάρχουν σκέψεις και ίσως καλώς υπάρχουν σχετικά με την ύπαρξη ενός και μόνον Ομήρου, θα μπορούσε να αναζητήσει κανείς την απάντηση εντός του ποιητικού, μοιραία μοναδικού, ανεπανάληπτου και αληθούς. Τότε, θα ξέρει.
Εκείνοι, που στον Αχιλλέα διαισθάνονται μία βαθιά ποιητική, στον Έκτορα μία γενναιότητα σύμφυτη του ήθους, τέτοια που γίνεται και αυτή θαυμαστή, στην Θέτιδα μία θεϊκή συμφωνία επί του ανθρώπινου, τρωτού και πραγματικού, ας στραφούν σε αυτό το κείμενο και θα δουν πώς το χαμερπές εντός μας σηκώνεται και εμβληματοποιεί την ύπαρξη εντός του χρόνου και του Fatum.
(Η Σοφία Βερύκιου είναι απόφοιτος Ιστορικού – Αρχαιολογικού Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Studies Master of Arts (M.A) in Modern History department at UCL)