Opinions

Μάριος Μαρινάκος: Έως το τέλος του έτους έχουν προσδιοριστεί 11.056 πλειστηριασμοί – Εξ αυτών, οι 4.688 αφορούν κατοικίες!

Μέσα στην τριετία 2022-2022 παρουσιάστηκε αύξηση του ιδιωτικού χρέους κατά 11,56%. Η αύξηση αυτή υπερβαίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας!

Ενόψει, αφενός μεν της έλευσης της 1ης Σεπτεμβρίου, κατά την οποία, σύμφωνα με το νόμο, επανεκκινούν οι διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης, και αφετέρου, της συνήθους σπουδαίας βαρύτητας που έχουν οι πολιτικές εξαγγελίες στην ΔΕΘ έχει, νομίζω, νόημα να τεθεί εκ νέου το ζήτημα των πλειστηριασμών, το οποίο σταδιακά αλλά σταθερά γιγαντώνεται, παρουσιαζόμενο, εντούτοις, ως η ζητούμενη τάχα κανονικότητα.

Προϋπόθεση, όμως, για να εντοπιστεί και να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των πλειστηριασμών είναι ο εντοπισμός και η αντιμετώπιση της αιτίας που παράγει τους πλειστηριασμούς. Και αυτό δεν είναι άλλο, από το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους.

Τι είναι το ιδιωτικό χρέος; Ως ιδιωτικό χρέος ορίζεται το θεσμικό ιδιωτικό χρέος των φυσικών και νομικών προσώπων προς: α) τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), β) τη Φορολογική Αρχή και γ) τους Θεσμικούς Πιστωτές. Το ιδιωτικό χρέος μιας χώρας είναι το άθροισμα όλων των χρεών που διατηρούν όλα τα νομικά πρόσωπα (πχ οι εταιρείες), τα νοικοκυριά και οι οικονομικές οντότητες που κατοικούν σε αυτήν τη χώρα, προς όλους τους παραπάνω φορείς.

Και πόσο είναι αυτό το ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα; Έως το τέλος του 2019 το σύνολο του ιδιωτικού χρέους ανήρχετο σε 342,42 δις ευρώ. Τον Μάϊο του 2023, δημοσιεύτηκε η μελέτη του δρ. Οικονομικής Επιστήμης, Νίκου Αστρουλάκη, με τίτλο «Η δυναμική και η σύνθεση του “θεσμικού” ιδιωτικού χρέους»[1], από το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, στο τέλος του 2022, τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς την Εφορία ανέρχονταν στα 113,7 δισ. Ευρώ, οι οφειλές προς τον ΕΦΚΑ στα 45,67 δισ. Ευρώ, τα «κόκκινα» δάνεια σε funds άγγιζαν τα 70,68 δισ. Ευρώ, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε τράπεζες έφταναν στα 13,2 δισ. Ευρώ και το σύνολο των δανείων στις τράπεζες στα 151,75 δισ. Ευρώ, αθροίζοντας ένα ποσό περί τα 382 δις ευρώ. Δηλαδή, μέσα στην τριετία 2022-2022 παρουσιάστηκε αύξηση του ιδιωτικού χρέους κατά 11,56%. Η αύξηση αυτή υπερβαίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της χώρας!

Από την ίδια έρευνα προκύπτει, ότι για την τριετία 2020-2022, οι οφειλές προς τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης αυξήθηκαν κατά 21,72%, το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο οφειλών προς τη Φορολογική Αρχή αυξήθηκε κατά 5,22%, ενώ με τη μεταφορά (πώληση) των ληξιπρόθεσμων δανειακών οφειλών σε εξειδικευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα του εξωτερικού που διαχειρίζονται μέσω των Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ), στην ίδια χρονική περίοδο (2020-2022) το υπόλοιπο των δανειακών οφειλών προς στις ΕΔΑΔΠ αυξήθηκε κατά 76,97%.

Αν και το κυβερνόν κόμμα, στο κυβερνητικό πρόγραμμα του 2019 υπονοούσε ότι είχε αντιληφθεί την πρόκληση, δεσμευόμενο ότι «αποκαθιστούμε τη ρευστότητα […] που οδηγεί στη μείωση των επιτοκίων και για τις Ελληνικές επιχειρήσεις, με την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων…»[2], με το πιο πρόσφατο κυβερνητικό πρόγραμμα του 2023, αναφέρεται ρητά στο πρόβλημα, δεσμευόμενο για «μείωση του ιδιωτικού χρέους και στήριξη ευάλωτων δανειοληπτών με προστασία της πρώτης κατοικίας. Δυνατότητα επαναγοράς της πρώτης κατοικίας μετά από 12 χρόνια»[3].

Εντούτοις, ο τρόπος με τον οποίο η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Οικονομικών τοποθετείται επί του θέματος δεν διεκδικεί δάφνες αξιοπιστίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, κος Σταϊκούρας, τον Δεκέμβρη του 2022 ομολογούσε ότι το ιδιωτικό χρέος αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ελληνικής Οικονομίας[4]. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώθηκε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, ο οποίος τόνισε ότι «το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδυτικών δράσεων»[5], αλλά μόλις λίγες ημέρες αργότερα, ο νέος Υφυπουργός Οικονομικών, κος Θεοχάρης, μάλλον ως άγγελος θαύματος, διέψευδε αμφότερους τους προηγούμενους, δηλώνοντας από του βήματος της Βουλής των Ελλήνων, ότι «με ιδιωτικό χρέος στην Ελλάδα που αντιστοιχεί στο 120% του ΑΕΠ, είμαστε σταθερά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσον όρο. Το στοιχείο αυτό είναι απολύτως θετικό»[6].

Οι παραπάνω παλινωδίες, πέρα από το μειδίαμα, αποκαλύπτουν, ότι, για άλλη μια φορά, επιχειρείται το θέμα να τύχει επικοινωνιακής διαχείρισης με πρόθεση να τεθεί κάτω από το χαλί, σε βάρος της οικονομίας και των πολιτών που αδυνατούν να ανταποκριθούν σε τέτοιο βάρος.

Και βέβαια, σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η αρνητική συγκυρία. Η σταδιακή άνοδος των επιτοκίων σε υψηλό δεκαπενταετίας, έφερε τα επιτόκια της ΕΚΤ στο επίπεδο του 2008[7], αυξάνοντας το βάρος των δανειοληπτών σε τόκους. Την ίδια στιγμή, ο ρυθμός αύξησης των τιμών (πληθωρισμός) τον Ιούλιο του 2023 έτρεχε με 12,3% στα είδη διατροφής, με 7,8% στην υγεία, με 6,4% στα διαρκή αγαθά και τα είδη νοικοκυριού και με 5,2% στην ένδυση και υπόδηση. Κατ’ αποτέλεσμα, φθείρεται το εισόδημα των πολιτών και περιορίζεται ακόμα περισσότερο η δυνατότητα εξυπηρέτησης του όποιου χρέους. Είχε προηγηθεί η μείωση του λιανικού εμπορίου τον Μάϊο του 2023 με -0,4% και η πτώση των εξαγωγών τον Ιούνιο του 2023 κατά 24,5%[8].

Ταυτόχρονα, τίποτα από τα παραπάνω δεν ισοφαρίστηκε από αντίστοιχη αύξηση των εισοδημάτων. Το Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή δημοσιεύει τη μελέτη της Σωτηρίας Θεοδωροπούλου, Senior Researcher στο Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Συνδικάτων (ETUI), και του Χρήστου Πιέρρου, επιστημονικού συνεργάτη στο ΙΝΕ της ΓΣΕΕ και μεταδιδακτορικού ερευνητή στο τμήμα Οικονομικής Επιστήμης του ΕΚΠΑ, με τίτλο «Πληθωρισμός και Αντιπληθωριστικές Πολιτικές: Η περίπτωση της Ελλάδας»[9]. Σύμφωνα με την έρευνα, Το 2022 οι ώρες εργασίας ξεπέρασαν το επίπεδο του 2008, την ίδια στιγμή που το ΑΕΠ ήταν 25% χαμηλότερο. Δηλαδή δουλεύουμε περισσότερο για μικρότερο προϊόν και η ελληνική οικονομία μετασχηματίζεται σε οικονομία εντάσεως εργασίας. Την ίδια στιγμή, τα πραγματικά εισοδήματα των εργαζομένων το 2021 βρίσκονταν στο 69% αυτών του 2009, σημειώνοντας ιστορική οπισθοχώρηση της ευημερίας.

Απέναντι σε όλα αυτά, η κυβέρνηση προτάσσει το μοναδικό, πλην όμως, εξόχως προβληματικό εργαλείο, αυτό του διαβόητου -πια- εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών, του οποίου τα αποτελέσματα είναι απείρως χειρότερα, ακόμα και συγκρινόμενα με τον ρυθμό δικαστικής ρύθμισης δανείων, από την Ελληνική Δικαιοσύνη με το Νόμο Κατσέλη, όπως και ο νέος Πτωχευτικός Κώδικας, με τον οποίο ο πολίτης έχει ως μόνη δυνατότητα, τον οικονομικό μηδενισμό του και την απώλεια όλης της περιουσίας του (συμπεριλαμβανομένης της κύριας κατοικίας του, την οποία αποκτά το δικαίωμα να επαναγοράσει στην εμπορική της αξία 12 χρόνια μετά την πτώχευσή του).

Ενδεικτικά, τον μήνα Μάϊο του 2023 είχαν υποβληθεί περίπου 34.800 αιτήσεις ρύθμισης, εκ των οποίων περίπου οι 7.700 είναι οριστικοποιημένες (δεν περιλαμβάνω τις περίπου 11.600 αιτήσεις που βρίσκονταν σε αρχικό στάδιο, καθώς και τις περίπου 39.300 ακυρωμένες αιτήσεις ρύθμισης), για οφειλές περί τα 18,2 δις ευρώ. Από αυτές, έγιναν μόλις 805 νέες ρυθμίσεις (ποσοστό 10,45%) και ρυθμίστηκαν οφειλές 2,37 δις ευρώ (ποσοστό 13,02%)[10].

Μέσα σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, νομίζω ότι μπορεί να γίνει αντιληπτό το πρόβλημα των πλειστηριασμών, όχι ως ένα πρόβλημα κακής πίστης, όπως το αντιμετωπίζεται συνήθως με στόχο την δημιουργία κοινωνικών αντανακλαστικών, αλλά ως η αναπόφευκτη συνέπεια οφθαλμοφανούς διπλής αδυναμίας. Μιας αδυναμίας, που, αφενός μεν συνίσταται στην έλλειψη των απαιτούμενων οικονομικών πόρων για την εξυπηρέτηση αυτού του ιδιωτικού χρέους, αφετέρου δε στην έλλειψη αποδοτικών μηχανισμών, οι οποίοι θα μπορούν να άγουν σε δίκαιη διευθέτηση του ζητήματος. Τη στιγμή που γράφεται αυτό το άρθρο, έχουν προσδιοριστεί έως το τέλος του έτους 11.056 πλειστηριασμοί. Εξ αυτών, οι 4.688 αφορούν κατοικίες[11]. Η κατάσταση θυμίζει πολύ όλα όσα έγραψα πέρσι, τέτοια εποχή για το iEidiseis, όπου ανέφερα ότι:

Φαίνεται ότι η Ελληνική κοινωνία μπήκε σε Μνημόνια το 2010 ούσα υπερχρεωμένη και βγήκε από τα Μνημόνια το 2018 εξακολουθώντας να βαρύνεται με τα ίδια χρέη αλλά και παράγοντας διαρκώς νέα, δίχως καμία πραγματική δυνατότητα να τα εξυπηρετήσει και χωρίς καμία πρωτοβουλία ριζικής αντιμετώπισης του προβλήματος. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες εξασφάλισαν την απρόσκοπτη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος αλλά αντιμετώπισαν μόνο αποσπασματικά ή απέφυγαν να αντιμετωπίσουν (και κατ’ αποτέλεσμα, κατάφεραν να μην αντιμετωπίσουν) το πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους. Χρέος το οποίο δημιουργήθηκε υπό συνθήκες αμφισβητούμενης νομιμότητας και πάντως, περιέλαβε κονδύλια αμφισβητούμενης νομιμότητας, χάρη στην εν πολλοίς διαχρονικά και θεσμικά επιτρεπόμενη αυθαιρεσία των προμηθευτών στην ελληνική οικονομία. Χρέος το οποίο διαιωνίζεται αυξανόμενο (sic αναχρηματοδοτούμενο), είτε μέσω μακροχρόνιων ρυθμίσεων με αυξημένα επιτοκιακά κόστη και επί τη βάσει ανεδαφικών υποθέσεων (επί της ουσίας επιρρίπτοντας τα χρέη στις επόμενες γενεές), είτε μέσω πλειστηριασμών, με τους οποίους, αν και ρευστοποιείται το σύνολο της περιουσίας των οφειλετών, οι τελευταίοι εξακολουθούν να είναι αενάως οφειλέτες.

Ξέρω, συνηθίζεται οι αρθρογράφοι να προσπαθούν να κρατήσουν ίσες αποστάσεις, για να ικανοποιήσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πλήθος αναγνωστών, αλλά παραμένω προσηλωμένος στο αληθές και στην πραγματικότητα. Η πραγματικότητα απαιτεί να ληφθούν σοβαρές νομοθετικές πρωτοβουλίες με στόχο την δημιουργία διαφανών διαδικασιών αξιολόγησης και αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού χρέους ή ακόμα και διαδικασίες επαναγοράς χρέους εκ μέρους των οφειλετών, καταβάλλοντας ένα premium σε σχέση με το ποσό έναντι του οποίου τιτλοποιούνται οι απαιτήσεις. [σημείωση του παρόντος: Η πρωθυπουργός της Ιταλίας, κα Μελόνι άνοιξε έναν τέτοιο δρόμο πρόσφατα για τη χώρα της. Εμείς γιατί όχι;].

Η πραγματικότητα απαιτεί διαγραφή σημαντικού μέρους αυτού του ιδιωτικού χρέους, εφόσον τα προσωπικά και εισοδηματικά χαρακτηριστικά του οφειλέτη ή η αντικειμενική αξία της υπέγγυας περιουσίας υποστηρίζουν τέτοια μέτρα, παράλληλα με κανονιστικές υποχρεώσεις συμμόρφωσης και συμμετοχής από την πλευρά των πιστωτών, αλλά και τη θέσμιση δυνατότητας υποβολής αίτησης παροχής εννόμου προστασίας, ώστε, αφενός μεν να υπάρχουν εγγυήσεις δίκαιης κρίσης, αφετέρου δε να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο της ατιμώρητης αυθαιρεσίας θεσμικών φορέων. Η δυνατότητα της ρύθµισης, για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του, µε απαλλαγή από αυτά βρίσκει τη νοµιµοποίησή της ευθέως στο ίδιο το κοινωνικό κράτος δικαίου που επιτάσσει να µην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε µία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν µπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Μία τέτοια απαλλαγή χρεών δεν παύει όµως να εξυπηρετεί και ευρύτερα το γενικό συµφέρον, καθώς οι πολίτες επανακτούν ουσιαστικά µέσω των εν λόγω διαδικασιών την αγοραστική τους δύναµη προάγοντας την οικονοµική και κοινωνική δραστηριότητα[12].

Απαιτείται, ίσως, ακόμα και επαναξιολόγηση των βασικών δικαιϊκών αρχών επάνω στις οποίες δομείται το νομικό μας σύστημα, ώστε, αφενός μεν να ανταποκρίνεται στα δεδομένα της εποχής, αφετέρου δε, να παρέχει όντως πραγματική «δεύτερη ευκαιρία» και όχι να παρουσιάζει ως τέτοια την πτώχευση, για τον οφειλέτη που δεν δύναται να πράξει άλλως. Σε διαφορετική περίπτωση, τόσο βάρος στις πλάτες της κοινωνίας, όχι μόνο υπονομεύει την προσπάθεια πραγματικής οικονομικής ανάκαμψης, αλλά απειλεί να μας συνθλίψει εκ νέου.

(Ο Μάριος Μαρινάκος είναι Διαπιστευμένος διαμεσολαβητής υπουργείου Δικαιοσύνης, δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω, MSc Law and Economics)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Γιορτή του Αγίου Αλεξάνδρου σήμερα 30/8 - Τι λέει το εορτολόγιο
Θανάσης Καμπαγιάννης: Για τις νέες ταυτότητες - Το δέντρο του θρησκευτικού ανορθολογισμού και το δάσος του βιομετρικού αυταρχισμού
Chevron Right