Η δρομολόγηση των διερευνητικών επαφών έχει στόχο: 1. Είτε να επανεκκινήσει η διαδικασία από το σημείο εκείνο που σταμάτησαν οι συνομιλίες το 2016, όταν μετά το πραξικόπημα η Τουρκία δεν έδωσε σημάδια άμεσης προτεραιότητας να συνεχίσει. 2. Είτε να ακολουθήσει η διαδικασία ως μια νέα τακτική προθαλάμου ή και απευθείας διαπραγμάτευσης. Όποια κι αν ακολουθήσει, η Ελλάδα πρέπει να παραμένει σταθερά υπέρ του διαλόγου.
Η θαλάσσια οριοθέτηση όσον αφορά την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ θα είναι επικείμενη, εάν και τα δύο κράτη είναι πεπεισμένα ότι ο μόνος τρόπος διευθέτησης εκκρεμών διαφορών είναι – πρωτίστως – ο διάλογος για την προετοιμασία και στη συνέχεια η διαπραγμάτευση για τη σύναψη συμφωνίας.
Στόχος των διερευνητικών συνομιλιών θα είναι η διαμόρφωση ημερήσιας διάταξης θεμάτων προς διαπραγμάτευση. Παράλληλα θα επιλυθούν σε πνεύμα συνεννόησης και προκαταρκτικά ζητήματα που συνιστούν διαφορές. Η έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι προκριματικό ζήτημα για τη διαπραγμάτευση οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Οι διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν με ένα συγκεκριμένο εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης, το οποίο θα προσδιορίσει το ωφέλιμο του χώρου προς οριοθέτηση. Το εύρος που θα οριστικοποιηθεί -αλλού με πλήρη επέκταση και αλλού με μερική/μειωμένη επέκταση- θα προκαλέσει την αντίστοιχη προσαρμογή του εναερίου χώρου, ακόμη κι εάν πρόκειται να διατηρηθεί σε ορισμένες ακτές, το εύρος αιγιαλίτιδας ζώνης στα 6νμ, ιδίως ορισμένων νησιών. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε μείωση του αντίστοιχου εναερίου χώρου.
Το καθεστώς της αιγιαλίτιδας ζώνης επεκτείνει κυριαρχία στον αντίστοιχο εθνικό εναέριο χώρο και όχι κάποιο άλλο διαφορετικό νομοθέτημα, ιδίως εάν αμφισβητείται. Είναι σημαντικό να λυθεί με μια νομική πράξη μια διπλή διαφορά που μας χωρίζει από την Τουρκία και ιδίως να αποκαταστήσει αυτό που διεθνώς γίνεται δεκτό, με την αντιστοιχία των δύο ζωνών εθνικής κυριαρχίας στη θάλασσα και στον αέρα, σε απόλυτη συμμόρφωση με το δίκαιο της θάλασσας. Η χώρα δηλώνει ότι ακολουθεί το διεθνές δίκαιο και το δίκαιο της θάλασσας και πρέπει να το αποδεικνύει. Εξάλλου τα ζητήματα κυριαρχίας μπορούν να επιλυθούν μόνο με τον τρόπο αυτό και με εσωτερική νομοθεσία και σαφώς δεν θα αποτελούν ζήτημα στο στάδιο της διαπραγμάτευσης.
Το ζήτημα της επέκτασης είναι σημαντικό διότι μετά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, ίσως δεν είναι εφικτή η επέκταση, ειδικά εάν πρόκειται να προκληθεί καταπάτηση σε υφαλοκρηπίδα του ετέρου κράτους. Αυτό έχει τονιστεί δικαστικά στην υπόθεση Qatar/Bahrainτου 2001. Βέβαια αυτή η απαγόρευση μπορεί να μην ισχύσει, εάν δεν προκαλείται καταπάτηση μετά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας.
Πολλοί ρωτούν γιατί πρέπει να γίνουν οι διερευνητικές. Η απάντηση είναι: για να λυθούν ορισμένες από τις διαφορές και να οδηγηθεί η χώρα σε διαπραγματεύσεις για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ και στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όμως εάν τεθεί το ζήτημα της απευθείας οριοθέτησης σύμφωνα με τη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας, πρέπει να είναι το ίδιο αποδεκτή, ακολουθώντας σε οιαδήποτε των περιπτώσεων τις σχετικές διατάξεις της των άρθρων 74(1)(ΑΟΖ)/83(1) (υφαλοκρηπίδα).
Η έναρξη διαπραγματεύσεων προϋποθέτει κοινή βούληση που θα αποτυπωθεί σε μια κοινή δήλωση. Αυτό προϋποθέτει μια συναντίληψη στα προκριματικά και από τις δύο πλευρές. Εάν π.χ. η τουρκική πλευρά έθετε ως θέμα προς διαπραγμάτευση τις γκρίζες ζώνες, δεν θα προχωρήσει η διαδικασία. Αυτό είναι ήδη γνωστό στην τουρκική πλευρά από το 2002 – 03/4.
Όπως και εάν έχει, είτε με προηγούμενη διερεύνηση, είτε απευθείας, η οριοθέτηση αυτή σύμφωνα με τη Σύμβαση Δικαίου Θάλασσας είναι υποχρεωτική και για τις δύο χώρες. Η υποχρέωση αφορά σε διαπραγμάτευση με καλή πίστη που θα οδηγήσει, ή στη συμφωνία ή στη δικαστική διευθέτηση της οριοθέτησης. Καλή πίστη σημαίνει ότι καθ’ όλη τη διαδικασία δεν θα αποσκοπεί η μια πλευρά όφελος σε βάρος της άλλης, αλλά υπαγορεύει διάλογο για την αμοιβαία ικανοποίηση των θεμιτών συμφερόντων, για αμοιβαίο όφελος κατοχύρωσης των κυριαρχικών δικαιωμάτων, τα οποία θα αποδοθούν σε κάθε κράτος με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως είναι το δίκαιο θάλασσας και η νομολογία επί της οριοθέτησης. Ομοίως, σημαίνει ότι δεν θα πρόκειται για προσχηματικές διαπραγματεύσεις (falsenegotiations), δηλαδή να μην γίνονται για το θεαθήναι, ούτε για να δίνεται η εντύπωση ότι γίνεται διάλογος επειδή ίσως υπάρχει η υποχρέωση, αλλά ούτε για να δίνουν την εντύπωση ότι γίνεται διάλογος για το διάλογο, χωρίς να υπάρχει απώτερη πρόθεση για συμφωνία. Ούτε αποτελεί καλή πίστη να ακολουθείται το παιχνίδι της επίρριψης των ευθυνών (blamegame) και όχι η γνήσια διαπραγμάτευση.
Να σημειωθεί όμως ότι η καλή πίστη αφορά σε διαγωγή κατά τη διαδικασία και όχι υποχρέωση για το αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα -που είναι η συμφωνία- ανήκει στην κυρίαρχη ευχέρεια των κρατών που διαπραγματεύονται. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και κάθε συμφωνία ακόμη κι εάν υπογραφεί, δεν συνιστά υποχρέωση για κάθε κράτος που συμβάλλεται για να ολοκληρώσει με την επικύρωση, η οποία εάν ολοκληρωθεί και από τις δύο πλευρές, θα θέσει σε ισχύ τη συμφωνία. Και η πράξη της επικύρωσης ανήκει στην κυρίαρχη ευχέρεια κάθε κράτους. Αυτό ισχύει για την κάθε συμφωνία.
Κατά συνέπεια η όλη διαδικασία μέχρι την τελική θέση σε ισχύ μιας συμφωνίας είναι λεπτή και χρειάζεται καλόπιστη συμπεριφορά σε όλα τα στάδια και ειλικρινή πρόθεση να επιτευχθεί ο στόχος, δηλαδή να οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ και να ασκήσει κάθε κράτος ακώλυτα τα κυριαρχικά δικαιώματα στην περιοχή που θα καθορισθεί για το κάθε ένα. Τα ίδια ισχύουν και σε περίπτωση που τα κράτη αποφασίσουν να παραπέμψουν την οριοθέτηση στη διεθνή δικαιοσύνη με τη σύναψη ειδικής συμφωνίας/συνυποσχετικού παραπομπής με συγκεκριμένο ερώτημα προς το δικαστικό όργανο. Με βάση το συγκεκριμένο ερώτημα θα εκδικάσει το δικαστήριο. Διότι η συμφωνία/συνυποσχετικό καθορίζει τα όρια της αρμοδιότητας του δικαστικού οργάνου. Και η συμφωνία παραπομπής πρέπει μετά την υπογραφή να επικυρωθεί και από τα δύο κράτη, για να τεθεί σε ισχύ και να υποβληθεί στο δικαστήριο.
Εάν δεν υπάρξει τέτοια συμφωνημένη ή δεδικασμένη οριοθέτηση, δεν επιτρέπεται σε κανένα από τα κράτη να οριοθετεί μονομερώς, ούτε να ασκεί αποκλειστικά δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης των ορυκτών της μη οριοθετημένης περιοχής υφαλοκρηπίδας. Σκοπός της διάταξης αυτής των ταυτόσημων άρθρων 74(1) και 83(1) είναι να μην στερηθεί ένα κράτος των κυριαρχικών δικαιωμάτων του από τυχόν τετελεσμένα, τα οποία είναι πιθανόν να προκαλέσει εκείνο το κράτος που θα το επιχειρήσει πρότερο. Στόχος της συμφωνίας οριοθέτησης είναι να καθορισθούν οι περιοχές άσκησης και να προστατεύονται τα κράτη από τυχόν απόπειρες δημιουργίας τετελεσμένων, ως αποτέλεσμα μονομερών ενεργειών εν τη απουσία συμφωνίας οριοθέτησης. Περαιτέρω σύμφωνα με τα άρθρα 74(3) και 83(3), όσο διαρκεί ή όλη διαδικασία, τα κράτη είναι υποχρεωμένα να αποφεύγουν από ενέργειες που είναι δυνατόν να θέσουν σε κίνδυνο το σκοπό της οριοθέτησης.
Είναι σκόπιμο στη φάση της διερεύνησης -και αυτό είναι το συγκριτικό πλεονέκτημά της- να έχει προσδιοριστεί το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας, ήτοι η χρονική διάρκεια της τεχνικής διαπραγμάτευσης και εάν δεν έχει επιτευχθεί η συμφωνία σε ένα εύλογο χρόνο -που θα ορίσουν εκ των προτέρων τα κράτη- να έχει προβλεφθεί η σύναψη συνυποσχετικού προς δικαστική διευθέτηση, με ανάλογο χρονοδιάγραμμα διαπραγμάτευσης προς αυτό το σκοπό.
Όσον αφορά στην προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη, είτε απευθείας είτε μετά από την άκαρπη τεχνική διαπραγμάτευση επί της οριοθέτησης, τα δύο κράτη θα διαπραγματευτούν για τη σύναψη της ειδικής συμφωνίας (compromis). Η διαπραγμάτευση του compromis/συνυποσχετικού συναρτάται από την πολυπλοκότητα των διαφορών μεταξύ των δύο κρατών. Προφανώς γεννάται το ερώτημα ποιες διαφορές θα εξετάσει το δικαστήριο:
1. εάν θα πρόκειται μόνο για οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, ή και ΑΟΖ·
2. εάν η οριοθέτηση θα περιοριστεί στο Αιγαίο ή θα περιληφθεί και η Ανατολική Μεσόγειος·
3. εάν θα αφορά σε οριοθέτηση πολλαπλών χρήσεων με μια ενιαία οριοθετική γραμμή. Ομοίως θα υπάρχει ερωτηματικό σχετικά με τη διαφορά που έχει προκληθεί από τις δύο συμπίπτουσες οριοθετήσεις (Ελλάδας/Αιγύπτου και Τουρκίας/Λιβύης).
Δεν θα διατυπωθούν ζητήματα κυριαρχίας στο συνυποσχετικό και η Ελλάδα θα αρνηθεί οποιαδήποτε δικαστική εξέταση αφορώσα στη λήψη αμυντικών μέτρων στα νησιά που η Τουρκία επιμένει ότι υποχρεούνται σε αποστρατιωτικοποίηση, διότι ορθώς επικαλείται το αναφαίρετο και εγγενές δικαίωμά της στη νόμιμη άμυνα.
Η δικαστική απόφαση θα είναι δεσμευτική, μάλιστα, η τήρησή της από τα μέρη, θα ορίζεται και στη συμφωνία παραπομπής. Η ελληνική κοινή γνώμη πρέπει έγκαιρα και έγκυρα να ενημερωθεί τι ακριβώς είναι η διαδικασία του Διεθνούς Δικαστηρίου, για να γνωρίζει ότι η απόφαση θα στηρίζεται σε ό,τι το ίδιο δικαστήριο έχει κρίνει και διαπιστώσει ως δίκαιο των οριοθετήσεων σε όλες τις υποθέσεις που έχει εκδικάσει με βάση το διεθνές δίκαιο και τη νομολογία που έχει αναπτύξει. Η απόφαση θα είναι οριστική και η διαφορά θα διευθετηθεί.
Ο Πέτρος Λιάκουρας είναι Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς