Ι. Ο χρόνος των εκλογών
Οι προσεχείς γενικές βουλευτικές εκλογές και τα σενάρια της επόμενης ημέρας, με προεξοφλημένο το αποτέλεσμά τους, διατηρούνται στην επικαιρότητα, με παραλλάσσουσα ένταση και αξιοσημείωτη περιοδικότητα, επί ένα και πλέον έτος. Απαντώντας σε, συνήθως απρόκλητα, δημοσιεύματα ή απευθυνόμενος, κατά καιρούς, σε κομματικά ακροατήρια, ο πρωθυπουργός προσδιόριζε την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία σε πρώτη φάση στο τέλος της τετραετούς βουλευτικής περιόδου και, πρόσφατα, την Άνοιξη του 2023. Η επιλογή αποδόθηκε, εσχάτως, από μερίδα του ημερήσιου ή του εβδομαδιαίου Τύπου στην απόφαση του Κ. Μητσοτάκη να «λειτουργήσει θεσμικά» και να μην αφήσει τη χώρα «ουσιαστικά ακυβέρνητη», σε μια ιδιαίτερη δυσμενή οικονομικά, ενεργειακά και εθνικά συγκυρία, καθόλο το διάστημα που θα αναζητείται βιώσιμο, μονοκομματικά αυτοδύναμο, κυβερνητικό σχήμα αμέσως μετά την «παρένθεση» της εφαρμογής του θνησιγενούς αναλογικού εκλογικού συστήματος.
Ο πρωθυπουργός δεν θα διστάσει και μάλιστα δύο φορές να καθορίσει περισσότερο συγκεκριμένα το χρόνο των εκλογών. Έτσι, στην ομιλία την 29η Μαρτίου 2022 σε συνέδριο οικονομικού περιοδικού ανέφερε ότι η κυβέρνησή του έχει στη διάθεσή της «ακόμη δέκα πέντε μήνες μέχρι τις εκλογές που θα γίνουν στο τέλος της Άνοιξης του ’23» για να υλοποιήσει τις απομένουσες προεκλογικές δεσμεύσεις της. Εξάλλου, σε συνομιλία του με τους δημοσιογράφους στο Προεδρικό Μέγαρο την 24η Ιουλίου 2022 κατά τον εορτασμό της επετείου αποκατάστασης της Δημοκρατίας επισήμανε ότι «έχουμε εννέα μήνες μέχρι τις εκλογές». Εάν επιχειρήσει κανείς να συγκεκριμενοποιήσει τα χρονικά ορόσημα των δύο πρωθυπουργικών αναφορών, θα διαπιστώσει απόκλιση μεταξύ τους.
Το πρώτο κείται σε απόσταση δύο περίπου εβδομάδων από τη συμπλήρωση της διανυόμενης βουλευτικής περιόδου και συμπίπτει με το ημερολογιακό τέλος της Άνοιξης, ενώ το δεύτερο βρίσκεται σχεδόν στο μέσον της τελευταίας. Ανεξαρτήτως της χρονικής ανακολουθίας και των λόγων που την προκάλεσαν, θα μπορούσε να αποδοθεί ενδεχομένως και σε παραδρομή, πρέπει να γίνει δεκτό και υπό τις δύο παραλλαγές ότι η θητεύουσα Βουλή δεν προβλέπεται και δεν πρόκειται να συμπληρώσει το συνταγματικό της βίο.
ΙΙ. Η διάλυση της Βουλής
Η τύχη της ήταν πάντως, κατά τη συνήθη και κρατούσα πορεία των πραγμάτων, εξαρχής προδιαγεγραμμένη. Τα μέλη της εκλέχθηκαν την 7η Ιουλίου 2019, οπότε και άρχισε η τετραετής θητεία τους. Έτσι, η, ισόχρονης διάρκειας, βουλευτική περίοδος συμπληρώνεται την 7η Ιουλίου 2023 και οι επόμενες γενικές βουλευτικές εκλογές θα διενεργούνταν, όπως επιβάλλεται συνταγματικά (άρθρο 53 παρ. 1 πρότ. 2), εντός τριάντα ημερών και το νωρίτερο την 30ή Ιουλίου 2023. Δηλαδή, σε στιγμή που συμπίπτει χρονικά με την κορύφωση της εξόδου των αδειούχων του Αυγούστου. Για να μην απειληθούν τα «μπάνια του λαού» και, μοιραία, για να μην αυξηθεί, περαιτέρω, το ποσοστό της αποχής, η θητεύουσα Βουλή πρέπει να τερματίσει πρόωρα το βίο της. Επειδή μάλιστα στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα εφαρμοστεί το αναλογικό εκλογικό σύστημα, η ανάδειξη βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος προϋποθέτει και απαιτεί τη σύμπραξη περισσοτέρων κομμάτων.
Τυχόν αδυναμία επίτευξή της, η οποία θεωρείται ακόμη ως η πιθανότερη μάλλον κατάληξη των διαδικασιών για το σχηματισμό πολιτικής (κοινοβουλευτικής) κυβέρνησης, θα οδηγήσει, υποχρεωτικά, σε νέα, τη δεύτερη κατά σειρά, προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, τούτη τη φορά με το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής (ν. 4654/2020). Η αναμενόμενη με βεβαιότητα εξέλιξη επιβάλλει, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, και οι εκλογές, που θα ακολουθήσουν τις πρώτες σε απόσταση λίγο μεγαλύτερη του ενός μηνός, να έχουν διεξαχθεί έως τις αρχές Ιουλίου του επόμενου έτους.
Ο πρωθυπουργός, τοποθετώντας την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία στο τέλος της Άνοιξης, έχει, προφανώς σταθμίσει τις χρονικές ιδιαιτερότητες και την πραγματική ανάγκη απεξάρτησής τους από τις καλοκαιρινές διακοπές. Δεδομένου ότι απολαμβάνει, άνετη και αδιατάρακτη, κοινοβουλευτική αυτοδυναμία, η διάλυση της θητεύουσας Βουλής, με άλλα λόγια ο πρόωρος τερματισμός του συνταγματικού της βίου, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης. Οποτεδήποτε αποφασιστεί, η σχετική πρωτοβουλία θα βρει τη στέρεη αναφορά της στους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 41 Συντ. Δηλαδή, στην ανάγκη ανανέωσης της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπιστεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας. Η επίκλησή του είναι, κατά βάση, ελεύθερη και η συνδρομή του δεν ελέγχεται από το ρυθμιστή του πολιτεύματος, ο οποίος, ασκώντας δέσμια αρμοδιότητα, οφείλει να αποδεχθεί την κυβερνητική πρόταση. Αν και το προβαλλόμενο ζήτημα, όπως έχει επικρατήσει ερμηνευτικά, ανάγεται, καταρχήν, στην εξωτερική πολιτική και την εθνική άμυνα, δεν αποκλείεται, αυτοτελώς ή συνδυαστικά, να εντοπιστεί και στην εσωτερική πολιτική, όπως λ.χ. σε λόγο σχετικό με την οικονομία.
Οι, κατά καιρούς, πρωθυπουργικές δηλώσεις για το χρόνο των επόμενων γενικών βουλευτικών εκλογών θέτουν απλώς και για τους λόγους που μόλις εκτέθηκαν το απώτατο χρονικά σημείο της προκήρυξής τους. Τούτο δεν σημαίνει πάντως ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεσμεύεται, έστω εμμέσως και πάντως πολιτικά, από τις εξαγγελίες του. Αντιθέτως υπό τις επικρατούσες εκτιμήσεις, προβάλλει ως πιθανότερη η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία εντός του τρέχοντος έτους ή το αργότερο στις αρχές του επόμενου.
Η όποια απόφαση θα προκύψει από τη στάθμιση των δημοσκοπικών και των οικονομικών ή άλλων δεδομένων και τις εκτιμήσεις για την εξέλιξή τους. Όποτε η προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία κριθεί ότι θα είναι επωφελής ή, έστω, ότι θα έχει τις μικρότερες εκλογικά αρνητικές συνέπειες, η κυβέρνηση θα ζητήσει από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας τη διάλυση της Βουλής, προκειμένου να ανανεωθεί η λαϊκή εντολή. Η, πραγματική ή κατά δήλωση, συνδρομή εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας στερείται ουσιαστικού περιεχομένου, αφού η επίκλησή του, με όποια εκδοχή ήθελε προβληθεί, θα καταλήξει, άνευ ετέρου, στην προκήρυξη εκλογών.
ΙΙΙ. Η κυβέρνηση των εκλογών
Στην κυβερνητική διάλυση της Βουλής και στη συμπλήρωση της τετραετούς βουλευτικής περιόδου εντοπίζονται δύο βασικές ομοιότητες. Αμφότερες οδηγούν, εν πρώτοις, στην προκήρυξη εκλογών για να εκφραστεί νωπή λαϊκή εντολή και να προκύψει νέος συσχετισμός κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Εξάλλου, την ευθύνη της διεξαγωγής τους έχει η θητεύουσα κυβέρνηση.
Η σύνθεσή της θα παραμείνει αδιαφοροποίητη με την εξαίρεση, πλέον, μόνον του Υπουργού Εσωτερικών. Η αντικατάστασή του από μη πολιτικό πρόσωπο ευρύτερης αποδοχής συνιστά σταθερή μεταπολιτευτική πρακτική και πρόκειται, κατά νομική ακριβολογία, για συνθήκη του πολιτεύματος. Στο παρελθόν αντικαθίστανται πάντως και άλλοι Υπουργοί της θητεύουσας πολιτικής (κοινοβουλευτικής) κυβέρνησης, έως τον Αύγουστο του 2007 και ο αρμόδιος για τον Τύπο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, έως τον Μάρτιο του 2000 και ο Υπουργός Δικαιοσύνης, έως τον Αύγουστο του 1996 και ο Υπουργό Δημόσιας Τάξης, έως τον Οκτώβριο δε του 1977 και ο Υπουργός Βορείου Ελλάδος.
Στο σύνολό τους και αυτοί αποτελούσαν, καθόλη τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου και έως την επιβολή της δικτατορίας, μέλη των υπηρεσιακών (βασιλικών) κυβερνήσεων. Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας το 1974 η αντικατάστασή τους υπηρετούσε την, υπαρκτή σε πρώτη φάση, ανάγκη να διασφαλιστούν οι όροι για την ανόθευτη, δηλαδή τη γνήσια, εκδήλωση της λαϊκής θέλησης ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, σύμφωνα με τις επιταγές της ομώνυμης θεμελιώδους εκλογικής αρχής (άρθρο 52 Συντ.). Η εξαφάνιση των «αμαρτωλών» πολιτικών παθών, τα επικρατούντα μεταπολιτευτικά εκλογικά ήθη και η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας επιτρέπουν την, μάλλον ασφαλή, εκτίμηση ότι δεν είναι μακριά η στιγμή που θα αποτελέσει παρελθόν η αντικατάσταση και του Υπουργού Εσωτερικών.
IV. Οι εκλογές της «απλής αναλογικής»
Στις επόμενες γενικές βουλευτικές εκλογές θα ψηφίσουν για πρώτη φορά οι Έλληνες πολίτες που βρίσκονται εκτός της Επικράτειας και θα εφαρμοστεί, επίσης για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά και έπειτα από εβδομήντα σχεδόν έτη, το αναλογικό εκλογικό σύστημα (ν. 4604/2016). Και μπορεί ο αριθμός των νέων εκλογέων να αναμένεται μικρός, συνεπεία των αυστηρών κριτήριων που τάσσει ο οργανικός νόμος της πρότ. 2 της παρ. 4 του άρθρου 51 Συντ. για την εγγραφή τους στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους (ν. 4648/2019), το αποτέλεσμα όμως της ψηφοφορίας προδιαγράφεται, εκ των προτέρων, με ασφάλεια. Η, όπως αποκαλείται πολιτικά, «άδολη ή απλή αναλογική» είναι το εκλογικό σύστημα που εγγυάται τη γνήσια αντιπροσώπευση και πραγματώνει πληρέστερα τη συνταγματικά επιβαλλόμενη ισοδυναμία της ψήφου. Ωστόσο, η εφαρμογή της δεν επιτρέπει, καταρχήν, την επικράτηση της απόλυτα πλειοψηφικής εκδοχής της δεδηλωμένης. Δηλαδή, δεν αναμένεται μονοκομματική κοινοβουλευτική αυτοδυναμία.
Η εισαγωγή του αναλογικού εκλογικού συστήματος το καλοκαίρι του 2016 αποτέλεσε βασική προτεραιότητα των θεσμικών μεταρρυθμίσεων που προκρίθηκαν, επικοινωνιακά, για να σηματοδοτήσουν την αλλαγή σελίδας και τη μετατόπιση της πολιτικής συζήτησης πέραν της οικονομίας και των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής. Η νομοθετική πρωτοβουλία της δικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας συνάντησε την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης, πρωτίστως της τότε αξιωματικής, και η αδυναμία υπερψήφισης του σχεδίου νόμου από την ειδική πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) του όλου αριθμού των βουλευτών μετέθεσε την εφαρμογή της στις μεθεπόμενες γενικές βουλευτικές εκλογές.
Εξάλλου, η απόπειρα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στις αρχές του 2020 να καταργήσει την αναλογική προσέκρουσε στις ποσοτικές προδιαγραφές του Συντάγματος. Έτσι, η επαναφερθείσα παραλλαγή της ενισχυμένης αναλογικής της πρώτης δεκαετίας του διανυόμενου αιώνα, με κλιμακούμενη πριμοδότηση του πρώτου σε εκλογική απήχηση συνδυασμού (ν. 4654/2020), θα εφαρμοστεί, συνεπεία της αποτυχίας να συγκεντρωθεί η ειδική πλειοψηφία των διακοσίων (200) βουλευτών, στις μεθεπόμενες γενικές βουλευτικές εκλογές.
Έκτοτε η αναζήτηση τρόπων για να «εξουδετερωθεί», κατά τη δημοσιογραφική διατύπωση να «καεί», η αναλογική επανέρχεται, κατά καιρούς, στην επικαιρότητα με δημοσιεύματα στον Τύπο. Η σχετική συζήτηση μετεωρίζεται μεταξύ της βέβαιης αδυναμίας ανάδειξης βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος από το αποτέλεσμα των επόμενων γενικών βουλευτικών εκλογών και της, «πολιτικά αυτοκτονικής», νέας πρωτοβουλίας για την τροποποίηση της ενισχυμένης αναλογικής κατά τη διάρκεια της ίδιας βουλευτικής περιόδου με την επαναφορά, στην ουσία, του ν. 3636/2008, ώστε να εξασφαλίζει ευκολότερα την αυτοδυναμία στη Βουλή ο αυτοτελής συνδυασμός που θα επικρατήσει εκλογικά. Αμφότερες πρόκειται πάντως για επιλογές που υπηρετούν επικοινωνιακές, κατά βάση, σκοπιμότητες, δημοσιοποιούν διαρροές, κατά κανόνα, ανώνυμων κύκλων και σύντομα τίθενται στο περιθώριο της μνήμης έως τη νέα ανακίνησή τους.
V. Ο σχηματισμός πολιτικής (κοινοβουλευτικής) κυβέρνησης
Τις εξελίξεις της επόμενης ημέρας των γενικών βουλευτικών εκλογών, όποτε προκηρυχθούν, καθορίζει μια προεξοφλημένη και, εν πολλοίς, αναμενόμενη, παραδοχή. Το αποτέλεσμα της προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, όπως ήδη προκύπτει δημοσκοπικά και είναι σύμφυτο με την εφαρμογή του αναλογικού εκλογικού συστήματος, δεν θα εξασφαλίσει σε κανένα συνδυασμό, αυτοτελώς, κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Έτσι, βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα, δηλαδή σχήμα ικανό να περιβληθεί με την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της νέας Βουλής, θα αναζητηθεί, υποχρεωτικά, σε περιβάλλον συναινετικού κοινοβουλευτισμού και θα προκύψει ως αποτέλεσμα της σύμπραξης περισσοτέρων πολιτικών κομμάτων.
Η ανάδειξη του πρωθυπουργού, η γενετική στιγμή της πρώτης φάσης στη ζωή κάθε κυβέρνησης, όταν επικρατεί η σχετικά πλειοψηφική εκδοχή της δεδηλωμένης, επιχειρείται με την προσφυγή στη διαδικασία των διερευνητικών εντολών κατά τα οριζόμενα στις παρ. 2-4 του άρθρου 37 Συντ. Από τη θέσπισή τους στη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, οι εν λόγω ρυθμίσεις ενεργοποιήθηκαν τον Ιούνιο, τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1989, τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2012, καθώς επίσης τον Αύγουστο του 2015. Συνεπώς, η επόμενη, δηλαδή εκείνη μετά τις προσεχείς γενικές βουλευτικές εκλογές, θα είναι η έβδομη, κατά σειρά, της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Ζητούμενο κάθε διερευνητικής εντολής είναι η ανάδειξη εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συγκεντρώνεται η δεδηλωμένη. Η αναζήτησή του εξελίσσεται δίχως περιορισμούς και δεσμεύσεις. Ο εντοπισμός του εκλεκτού της τεκμαιρόμενης προτίμησης της πλειοψηφίας δεν απαιτεί συνταγματικά και δεν προϋποθέτει πολιτικά τη συμμετοχή στο κυβερνητικό σχήμα του πρώτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος, πολύ δε περισσότερο την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον επικεφαλής του. Ούτε, βέβαια, δηλώσεις ή θέσεις που διατυπώθηκαν κατά τη βουλευτική περίοδο ή προεκλογικά καθορίζουν, άνευ ετέρου, το περιβάλλον και τις επιλογές των διαβουλεύσεων, αφού ήδη έχει εκφραστεί νωπή λαϊκή ετυμηγορία και νέα λαϊκή θέληση.
Η διερευνητική εντολή τελεσφορεί, όταν οι συζητήσεις του αποδέκτη της με το σύνολο ή μέρος των εκπροσωπούμενων στη Βουλή πολιτικών δυνάμεων καταλήξουν σε απόφαση συνεργασίας, με τη μορφή πρωταρχικά προγραμματικής συμφωνίας και επικεφαλής του κυβερνητικού σχήματος πολιτικό πρόσωπο ή/και τρίτο. Η τελεσφόρηση δεν συναρτάται με την εξασφάλιση εκατόν πενήντα ενός (151) βουλευτών. Μπορεί να εδράζεται, όπως άλλωστε προβλέπεται συνταγματικά (άρθρο 84 παρ. 6 εδ. α΄) και γίνεται ορθά δεκτό από την κρατούσα στην επιστήμη άποψη, στην απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων, αρκεί να μην υπολείπεται των δύο πέμπτων (2/5) του όλου αριθμού των βουλευτών, δηλαδή να μην είναι μικρότερη των εκατόν είκοσι (120). Στην περίπτωση αυτή, το κυβερνητικό σχήμα περιβάλλεται με την ανοχή ενός ή περισσότερων πολιτικών κομμάτων, η οποία εκφράζεται με την αποχή τους από την ψηφοφορία για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης.
Η άσκηση ρυθμιστικής αρμοδιότητας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όπως ορθά έχει διατυπωθεί, συνέχεται με την εκ μέρους του δυνατότητα να προκρίνει, κατά διαζευκτική ευχέρεια, μεταξύ δύο, τουλάχιστον, νόμιμων, ακριβέστερα συνταγματικών, επιλογών. Τέτοια περιθώρια -όπως αποδείχθηκε και στην πράξη το 1989, το 2012 και το 2015- δεν του καταλείπονται, ουσιωδώς, κατά τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών. Αν και από την εφαρμογή του αναλογικού εκλογικού συστήματος αναμένεται να προκύψει πολυκομματική, τουλάχιστον εξακομματική, Βουλή και, πιθανότατα, με ισάριθμες αναγνωρισμένες από τον Κανονισμό της κοινοβουλευτικές ομάδες, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα αναθέσει, προφορικά και δίχως την έκδοση κατά την επικρατούσα πρακτική σχετικού διατάγματος, διαδοχικά, αρχής γενομένης την επομένη της ψηφοφορίας, κατά πάσα βεβαιότητα τρεις διερευνητικές εντολές. Αποδέκτης της τελευταίας θα είναι ο αρχηγός του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη στη θητεύουσα και, δημοσκοπικά, στην επόμενη Βουλή, ο οποίος θα έχει παραιτηθεί πριν από την ανακήρυξή του ως υποψηφίου από τη θέση του εκπροσώπου της χώρας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και θα έχει ήδη εκλεγεί βουλευτής.
Η επισημοποίηση, με δημόσιες δηλώσεις ή οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο, της συμφωνίας περισσότερων πολιτικών κομμάτων να συμπτύξουν μετεκλογικά σύμπραξη, δηλαδή η διαμόρφωση συσχετισμού ικανού να εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη, υποχρεώνει την Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναθέσει στον εκλεκτό της, αρχηγό ή στέλεχος πολιτικού κόμματος ή τρίτο και όχι απαραιτήτως βουλευτή, την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και να διορίσει, με πρότασή του, τα μέλη της, Υπουργούς και Υφυπουργούς (άρθρο 37 παρ. 1 Συντ.). Εάν όμως οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, η διαδικασία σχηματισμού κυβέρνησης θα εισέλθει, υποχρεωτικά, στην τελευταία συνταγματικά φάση της, αποκαλούμενη, εναλλακτικά, «τέταρτη εντολή», «δεύτερη φάση», «ύστατη προσπάθεια» ή, ορθότερα, «κοινή προσπάθεια» (άρθρο 37 παρ. 3 πρότ. 3 Συντ.).
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας στη φάση της «κοινής προσπάθειας» θα καλέσει τους επικεφαλής όλων των εκπροσωπούμενων στη Βουλή πολιτικών κομμάτων, εφόσον έχουν εκλεγεί βουλευτές, ή τους εκπροσώπους τους, από κοινού ή σε ομάδες ή/και κατά μόνας, προκειμένου να διακριβώσει τα περιθώρια ανάδειξης βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος ή, ακριβέστερα, να επιβεβαιώσει όσα προέκυψαν κατά την εξέλιξη των διερευνητικών εντολών.
Ο αποκλεισμός ενός ή περισσοτέρων, εάν λ.χ. έχουν ήδη ταχθεί υπέρ της προσφυγής σε νέα λαϊκή ετυμηγορία, δεν μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικά επιτρεπτός, παρά το γεγονός ότι τούτο έχει συμβεί στο παρελθόν. Πράγματι, τον Νοέμβριο του 1989 κλήθηκαν από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μόνον οι αποδέκτες των διερευνητικών εντολών, Εξάλλου, τον Μάιο του 2012 διενεργήθηκαν περισσότερες συναντήσεις με διαφοροποιούμενες κάθε φορά συνθέσεις. Τέλος, το φθινόπωρο του 2015 αποκλείστηκε από τις διαβουλεύσεις ο «Λαϊκός Σύνδεσμος-Χρυσή Αυγή». Μη επιτρεπτή συνταγματικά πρέπει, επίσης, να θεωρείται η υποκατάσταση των διά ζώσης διαβουλεύσεων από την, ανά δύο, τηλεφωνική επικοινωνία, όπως προκρίθηκε το φθινόπωρο του 2015 στις ιδιαίτερες συνθήκες της απειλούμενης «άτακτης χρεοκοπίας».
Δεδομένου ότι η Βουλή δεν μπορεί να διαλυθεί πριν συγκληθεί στην Α΄ Τακτική Σύνοδο της νέας βουλευτικής περιόδου και συγκροτηθεί σε σώμα με την εκλογή του προεδρείου της, τούτο γίνεται δεκτό στην επιστήμη ήδη από τον Ιούνιο του 1989 και επιβεβαιώθηκε στην πράξη στην περίπτωση της αποκληθείσας «Βουλής της μίας ημέρας», οι διαβουλεύσεις της φάσης της «κοινής προσπάθειας» μπορεί να εξελιχθούν σε περισσότερες της μιας ημέρες, τον Μάιο του 2012 ξεκίνησαν την 13η και ολοκληρώθηκαν την 15η του μήνα. Κατά τη διάρκειά τους η Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαθέτει ευρύτερα περιθώρια ρυθμιστικών πρωτοβουλιών, ιδίως εάν διαπιστώσει ότι ο σχηματισμός βιώσιμου κοινοβουλευτικά κυβερνητικού σχήματος δεν αποτελεί, αριθμητικά και οριστικά, «χαμένη υπόθεση».
Με το ειδικό θεσμικό της κύρος και βάρος, η Πρόεδρος μπορεί να συμβουλεύει, να προτρέπει ή να αποτρέπει, αρκεί να μην παραγνωρίζει την αδήριτη παραδοχή ότι η δεδηλωμένη εξακολουθεί να είναι αποκλειστική επιλογή των πολιτικών κομμάτων και, εντέλει, της πλειοψηφίας της Βουλής. Ο σχηματισμός κυβέρνησης και σε αυτήν τη φάση δεν μπορεί να είναι πάντως αυτοσκοπός και τα όρια των προεδρικών πρωτοβουλιών προδιαγράφει, δεσμευτικά, η ισχύουσα συνταγματική τάξη. Για τη διαμόρφωση της δεδηλωμένης, η Πρόεδρος δεν επιτρέπεται να επιβάλλει ή να απαιτεί, άλλως πλήττεται, ευθέως και ανεπανόρθωτα, η προεδρευόμενη και η κοινοβουλευτική μορφή του πολιτεύματός μας.
VΙ. Η εκλογική κυβέρνηση
1. Η εύλογη προσδοκία του πρώτου σε εκλογική απήχηση πολιτικού κόμματος να αυξήσει την κοινοβουλευτική του δύναμη σε νέες εκλογές, εάν μάλιστα έχει συγκεντρώσει ποσοστό εγκύρων ψηφοδελτίων που του επιτρέπει να εκτιμά βάσιμα ότι από την εφαρμογή της ενισχυμένης αναλογικής θα εξασφαλίσει ή πάντως θα αγγίξει την αυτοδυναμία, περιορίζουν, σχεδόν απαγορευτικά, την προοπτική να προκύψει πολιτική (κοινοβουλευτική) κυβέρνηση.
Για το σχηματισμό της θα απομένει η σύμπραξη του δεύτερου κατά τη κοινοβουλευτική σειρά πολιτικού κόμματος με το τρίτο, υπό τον αναγκαίο όρο η συνεργασία τους να εξασφαλίσει και την ανοχή, τουλάχιστον, ενός ακόμη από τους μικρούς. Σε συνθήκες έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης και ακραίας πόλωσης, όπως αυτές που αναμένεται να κυριαρχήσουν στις δεύτερες εκλογές, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος και αναδεικνύεται ως η πιθανότερη, μάλλον, εξέλιξη όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί, με την εξαίρεση των δύο μεγάλων, να υποστούν σημαντικές απώλειες στον αριθμό των βουλευτών τους. Γι’ αυτό, θα υποχρεωθούν ίσως σε υποχωρήσεις τουλάχιστον κατά τη φάση της «κοινής προσπάθειας».
Ακόμη όμως και εάν το τρίτο σε κοινοβουλευτική δύναμη πολιτικό κόμμα αποστεί, ενδεχομένως, από τη δηλωμένη άρνησή του να συνδράμει στην «πρωθυπουργοποίηση» άλλων πολιτικών αρχηγών και κάποιος ή κάποιοι από τους μικρούς προσφέρουν την ανοχή τους, οι διεργασίες και οι διαβουλεύσεις, προκειμένου να εξευρεθεί βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα, πιθανολογείται ότι θα επιβεβαιώσουν το αδιέξοδο. Έτσι, ως μοναδική διαθέσιμη επιλογή προβάλλει, λοιπόν, η, εκ νέου, προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία. Το εκλογικό σώμα θα κληθεί να εκφράσει την προτίμησή του με το σύστημα των «δεσμευμένων συνδυασμών» (λίστα) (άρθρο 72 παρ. 11 του π.δ. 26/2012). Την ευθύνη της διαδικασίας θα αναλάβει εκλογική κυβέρνηση, η οποία εμφανίζεται υπό δύο, συνταγματικά κατοχυρωμένες και διαδοχικές, μορφές.
Πρώτη, κατά σειρά, είναι η οικουμενική, με τη συμμετοχή όλων, ανεξαρτήτως του αριθμού των βουλευτών τους, των πολιτικών κομμάτων τη Βουλής. Ωστόσο, ο σχηματισμός της πρέπει, λογικά, να αποκλειστεί, από τη στιγμή που έχει ήδη αποβεί ατελέσφορη η σύμπραξη ορισμένων σε πολιτικό σχήμα συνεργασίας ή/και ανοχής. Τούτο επιβεβαιώθηκε και τις τρεις φορές που απέκτησε μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 επικαιρότητα ο σχηματισμός οικουμενικής εκλογικής κυβέρνησης. Στις δύο, τον Οκτώβριο του 1989 και τον Σεπτέμβριο του 2015, η ένταση στις σχέσεις των πολιτικών δυνάμεων δεν θα επιτρέψει μάλιστα οποιαδήποτε συζήτηση μεταξύ τους.
Αλλά και τον Μάιο του 2012 δημοσιεύματα στον Τύπο έφεραν τον Κ. Παπούλια, αναλαμβάνοντας καθόλα επιτρεπτή συνταγματικά ρυθμιστική πρωτοβουλία, να προτείνει τον Λ. Παπαδήμο για τη θέση του επικεφαλής, δηλαδή του πρωθυπουργού της. Η άρνηση της πλειονότητας των πολιτικών αρχηγών που συμμετείχαν στη σύσκεψη της 16ης Μαΐου 2012 να συναινέσουν στο πρόσωπο του, αν και θήτευε ήδη επί έξι σχεδόν μήνες στην προεδρία της πολιτικής (κοινοβουλευτικής) κυβέρνησης τρικομματικής συνεργασίας, θα οδηγήσει στην απόρριψη της προεδρικής πρότασης.
2. Την ευθύνη διενέργειας των επομένων της «απλής αναλογικής» γενικών βουλευτικών εκλογών θα αναλάβει, μοιραία, υπηρεσιακή εκλογική κυβέρνηση όσο το δυνατόν, κατά τη συνταγματική διατύπωση, ευρύτερης αποδοχής (άρθρο 37 παρ. 3 πρότ. 3 Συντ.). Επικεφαλής της διορίζεται ένας εκ των Προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας και, όπως υποστηρίζεται, η επιλογή του ανήκει στην ελεύθερη πολιτική κρίση της Προέδρου της Δημοκρατίας ή, έστω, στη διακριτική της ευχέρεια. Τρεις συνολικά φορές κυβέρνηση αυτής της μορφής έχει επωμιστεί, μεταπολιτευτικά, τη διενέργεια των γενικών βουλευτικών εκλογών, αλλά οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την ανάδειξη του επικεφαλής της δεν επιτρέπουν την επικράτηση και πάντως τη διαμόρφωση κρατούσας πρακτικής.
Οι «άκομψες» διατυπώσεις, σε ανακοινώσεις της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης και σε δημόσιες δηλώσεις του αρχηγού της, σε βάρος του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες ακολούθησαν την τοποθέτησή του στη θέση τον Νοέμβριο του 1988, ουσιαστικά τον απέκλεισαν, αν και αρχαιότερο, από την πρωθυπουργία της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης τον Οκτώβριο του 1989. Τα καθήκοντά της ανατέθηκαν στον, προσφάτως τοποθετηθέντα, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάν. Γρίβα. Αντιθέτως, τον Μάιο του 2012 πρωθυπουργός διορίστηκε ο Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο αρχαιότερος μεταξύ των Προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων. Η επιλογή του θεωρήθηκε, καθόλα, αυτονόητη και δεν απασχόλησε την επικαιρότητα οποιοδήποτε άλλο σενάριο. Τέλος, ο διορισμός της Β. Θάνου-Χριστοφίλου τον Αύγουστο του 2015 αποτέλεσε μονόδρομο, αφού ήταν η μοναδική θητεύουσα Πρόεδρος ανώτατου δικαστηρίου, έχοντας προαχθεί μερικές ημέρες πριν σε μεταμεσονύκτια συνεδρίαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Επειδή οι όμοιες θέσεις στο Συμβούλιο της Επικρατείας και το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέμεναν, τεχνηέντως, κενές(!) και καλύφθηκαν από τη νέα κυβέρνηση ελάχιστες εβδομάδες μετά τις γενικές βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας άσκησε, κατά νομική ακριβολογία, δέσμια αρμοδιότητα.
Η ανάδειξη του πρωθυπουργού της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης δεν μπορεί να αφεθεί, χωρίς τούτο να συνιστά επ’ ουδενί εκδήλωση δυσπιστίας στο πρόσωπό της, στην ελεύθερη και πάντως στην πολιτική, όπως αποκλήθηκε, κρίση της Προέδρου της Δημοκρατίας. Μια τέτοια προσέγγιση απηχεί παρωχημένες αντιλήψεις της μοναρχικής περιόδου και επιβίωσε, λάθρα, στο περιβάλλον του μεταπολεμικού κηδεμονευόμενου κοινοβουλευτισμού, είναι όμως ξένη προς τους κανόνες του εξελιγμένου κοινοβουλευτικού συστήματος και στις επιταγές της δημοκρατικής αρχής με τη μορφή της λαϊκής κυριαρχίας. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να θεωρείται, τουλάχιστον, αμφιλεγόμενη συνταγματικά η αναγνώριση πολιτικής κρίσης στο πρόσωπο του πολιτικά ανεύθυνου ρυθμιστή του πολιτεύματος. Βέβαια, είναι αλήθεια ότι το Σύνταγμα δεν οργανώνει ρητά τη διαδικασία ανάδειξης του πρωθυπουργού της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης. Ωστόσο, η ζητούμενη πολιτική νομιμοποίησή του δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήνεται, για προφανείς λόγους, στην ελεύθερη προεδρική επιλογή, καθώς υπόκειται σε καθορισμούς και σε δεσμεύσεις που ερείδονται ευθέως στην προεδρευόμενη και την κοινοβουλευτική μορφή του πολιτεύματός μας.
Αποκλειστική και, σε κάθε περίπτωση, η βασική αποστολή της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης είναι η ομαλή εξέλιξη της εκλογικής διαδικασίας και η, εν γένει, διενέργεια αδιάβλητων εκλογών. Οι τρεις Πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων, εκ της θέσεώς τους, είναι, καταρχήν και ορθά, εγγυητές αμφοτέρων. Ωστόσο, η ανάθεση της εντολής σχηματισμού επιβάλλει να ακουστούν προηγουμένως, ακόμη και ατύπως, τα πολιτικά κόμματα. Άλλωστε, η συνταγματική απαίτηση της όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης αντανακλάται, προνομιακά, και στο πρόσωπο του επικεφαλής της. Έτσι, η μη αποδοχή του ή, έστω, η μη ανοχή σε αυτόν από το σύνολο και πάντως από τα μεγαλύτερα, τουλάχιστον, σε απήχηση πολιτικά κόμματα αρκεί για να θέσει σε εύλογη αμφισβήτηση την πολιτική νομιμοποίηση του διοριζόμενου πρωθυπουργού, ακόμη και εάν δεν φαίνεται να τίθεται σε διακινδύνευση η εκπλήρωση της συνταγματικής αποστολής της κυβέρνησής του.
Αλλά και όταν συγκεντρώνουν την αποδοχή των πολιτικών κομμάτων και οι τρεις θητεύοντες Πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων, η προεδρική επιλογή, για να μην αφεθεί έδαφος αμφισβήτησης με το χαρακτηρισμό της από κάθε κακοπροαίρετο ως «εκδήλωση εύνοιας», όχι αναγκαστικά με τη μορφή που προσέλαβε μεταπολεμικά η όμοια βασιλική κατά το διορισμό πρωθυπουργών πολιτικών (κοινοβουλευτικών) και προπάντων υπηρεσιακών κυβερνήσεων, πρέπει να ερείδεται σε αντικειμενικά, κατά βάση, κριτήρια. Ως τέτοιο προβάλλει, κατεξοχήν, η αρχαιότητα και, δι’ αυτής, η αναγνώριση προβαδίσματος σε εκείνον εκ των Προέδρων που τοποθετήθηκε πρώτος στη θέση του. Πρόκειται για το κριτήριο που προκρίθηκε τον Μάιο του 2012 και θα ακολουθούνταν, επίσης, τον Οκτώβριο του 1989, όπως είχε γίνει δεκτό στην επιστήμη, εάν η Νέα Δημοκρατία και η ηγεσία της δεν είχαν εκφραστεί «άκομψα» στο πρόσωπο του Β. Μποτόπουλου.
3. Μέλη της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης δεν πρέπει να είναι πολιτικοί. Δηλαδή, πρόσωπα, που είχαν ή/και έχουν ενεργή ανάμειξη στην κομματική ζωή της χώρας, συμμετείχαν ως αιρετοί στη σύνθεση της Βουλής, εκλεγόμενοι με συνδυασμούς ή ακόμη και ως ανεξάρτητοι, και εξωκοινοβουλευτικοί που πρωταγωνίστησαν στο παρελθόν, τουλάχιστον το πρόσφατο, στην κομματική ή στην, εν γένει, πολιτική αντιπαράθεση. Υποστηρίζεται ότι και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει λόγο στη σύνθεσή της (κυβέρνησης) και, ειδικά, σε «κρίσιμα ή επίκαιρα Υπουργεία», αναφέρονται δε εκείνα των Εξωτερικών, της Εθνικής Άμυνας, των Οικονομικών και των Εσωτερικών.
Ο σχηματισμός της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης υπόκειται σε δύο, συνταγματικής περιωπής, επιταγές. Τα μέλη της προτείνει, εν πρώτοις, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο Πρωθυπουργός της (άρθρο 37 παρ. 1 Συντ.). Πρόκειται για κανόνα, ο οποίος από τη θέση του συστηματικά στην αρχιτεκτονική του άρθρου 37 Συντ., καταλαμβάνει, δεσμευτικά, όλα τα διακριτά κυβερνητικά σχήματα· πρωταρχικά, βέβαια, την πολιτική (κοινοβουλευτική) κυβέρνηση, αλλά και κάθε άλλη συνταγματικά κατοχυρωμένη μορφή της. Συνεπώς, η σύνθεση της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης διαμορφώνεται, υποχρεωτικά, μετά από πρόταση του πρωθυπουργού της. Ο κατάλογος των μελών της πρέπει, επίσης, να είναι η κατάληξη της διαβούλευσης με τα πολιτικά κόμματα, καθώς η υπηρεσιακή εκλογική κυβέρνηση, προφανώς και οι Υπουργοί της, επιβάλλεται συνταγματικά να διαθέτει όσο το δυνατόν ευρύτερη αποδοχή (άρθρο 37 παρ. 3 πρότ. 3 Συντ.).
Δηλαδή, στο πρόσωπό τους, ατομικά και συλλογικά, πρέπει να συγκεντρώνεται η πολιτική νομιμοποίηση του συνόλου ή, έστω, του μεγαλύτερου μέρους των πολιτικών δυνάμεων. Οι διαβουλεύσεις των πολιτικών κομμάτων με τον εντολοδόχο, αν και δεν αποκλείεται να λαμβάνουν χώρα αδιαμεσολάβητα, διενεργούνται, συνήθως, διά του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ο τελευταίος ως ρυθμιστής του πολιτεύματος μπορεί να συμβουλεύει, να προτρέπει ή να αποτρέπει. Δεν επιτρέπεται όμως να επιβάλει και να απαιτεί, επιλέγοντας ο ίδιος πρόσωπα στη σύνθεση του κυβερνητικού σχήματος κατά παράβαση της ισχύουσας συνταγματικής τάξης. Επισημαίνεται, τέλος, ότι είναι άλλο το ζήτημα της επικοινωνίας του πρωθυπουργού με τα πολιτικά κόμματα, όταν κατά τη διάρκεια της θητείας της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης κληθεί να λάβει πολιτικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση εκτάκτων, απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών λ.χ. στην οικονομία, στην άμυνα ή στην εξωτερική πολιτική, όπως συνέβη τον Μάιο του 2012.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να έχει λόγο στη σύνθεση της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης, όταν εκφράζεται, κινείται ή ενεργεί σύμφωνα με όσα επικράτησαν, κατά βάση, τον Οκτώβριο του 1989 και τον Μάιο του 2012. Ο κατάλογος των Υπουργών στην κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάν. Γρίβα διαμορφώθηκε με βάση τις προτάσεις των πολιτικών αρχηγών στον Χρ. Σαρτζετάκη. Όπως ανακοινώθηκε την 10η Οκτωβρίου 1989 από την Προεδρία της Δημοκρατίας, στη συνάντησή τους την προηγουμένη του διατύπωσαν και «τις απόψεις τους για τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να μετάσχουν στη νέα κυβέρνηση και ιδίως στα έχοντα σχέση κυρίως με τη διεξαγωγή των εκλογών Υπουργεία».
Οι ορκισθέντες στο σύνολό τους ήταν εκτός της ενεργού πολιτικής, προερχόμενοι από την επιστήμη, από τη διπλωματία, από τη δικαιοσύνη και από το χώρο των ενόπλων δυνάμεων. Εξάλλου, της επίσημης ανάθεσης της πρωθυπουργίας στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας Π. Πικραμμένο τον Μάιο το 2012 είχαν προηγηθεί διαδοχικές συναντήσεις του με τον Κ. Παπούλια, ο οποίος βρίσκονταν σε ανοικτή επικοινωνία με τα μεγάλα, τουλάχιστον, πολιτικά κόμματα, και κατά τη διάρκειά τους συζήτησαν και για τα πρόσωπα που θα στελέχωναν την υπηρεσιακή εκλογική κυβέρνηση. Στη συντριπτική πλειονότητά τους δεν προέρχονταν από την ενεργό πολιτική, όμως τρεις -οι Υπουργοί Εσωτερικών, Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης- θα αναλάβουν υπουργικά χαρτοφυλάκια και στο επόμενο κοινοβουλευτικό (πολιτικό) σχήμα υπό τον Αντ. Σαμαρά, ενώ δύο -ο Υπουργός Οικονομικών και ο Υπουργός Προστασίας του Πολίτη- είχαν υπηρετήσει από πολιτικές θέσεις τις πολιτικές (κοινοβουλευτικές) κυβερνήσεις υπό τον Γ. Παπανδρέου και τον Λ. Παπαδήμο.
Αντιθέτως, επ’ ουδενί νοείται λόγος του Προέδρου της Δημοκρατίας στη σύνθεση της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης, εάν έχει τη μορφή που προσέλαβε τον Αύγουστο του 2015. Πριν ακόμη ορκιστεί η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου Β. Θάνου-Χριστοφίλου είδαν το φως της δημοσιότητας στον ηλεκτρονικό Τύπο ονόματα Υπουργών και τα χαρτοφυλάκια που θα αναλάμβαναν. Η πλειονότητα των διαρροών εντοπίστηκε σε πρόσωπα με συγκεκριμένη πολιτική προέλευση και γνωστές σχέσεις με πολιτειακούς παράγοντες. Η ανακοίνωση της σύνθεσής της υπηρεσιακής εκλογικής κυβέρνησης επιβεβαίωσε τις διαρροές και οι επιλογές στη στελέχωσή της επέτρεψαν, μόνον κατ’ όνομα, να θεωρηθεί υπηρεσιακή, ακόμη και «μακρά πνοής», όπως έσπευσαν κάποιοι να τη χαρακτηρίσουν. Στον κυβερνητικό σχήμα παρέμειναν, με την ίδια ιδιότητα ή αναβαθμιζόμενα, στελέχη της παραιτηθείσας πολιτικής (κοινοβουλευτικής) κυβέρνησης υπό τον Αλ. Τσίπρα! Και εάν για τους δύο -τον Υπουργό και τον Αναπληρωτή Υπουργό Οικονομικών- η επιλογή θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είναι και επιβεβλημένη, τούτο δεν ισχύει προφανώς με τον Υπουργό Επικρατείας τον αρμόδιο για τη διαφθορά και τον αναβαθμισθέντα από Υφυπουργό σε Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ο τελευταίος, όπως και ο Υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, υπήρξαν υψηλόβαθμα πολιτικά στελέχη κυβέρνησης υπό τον Κ. Καραμανλή, στενός συνεργάτης του και υποψήφιος βουλευτής στο παρελθόν ήταν και ο Αναπληρωτής Υπουργός Προστασίας του Πολίτη. Βουλευτές και Υπουργοί σε κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας ήταν, επίσης, οι Υπουργοί Εξωτερικών και Επικρατείας, και οι Αναπληρωτές Υπουργοί Περιβάλλοντος και Ναυτιλίας. Εξάλλου, ο Υπουργός Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού είχε χρηματίσει μέλος των κυβερνήσεων υπό τον Κ. Σημίτη, ο Υπουργός Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης είχε στελεχώσει την πολιτική (κοινοβουλευτική) κυβέρνηση τρικομματικής συνεργασίας υπό τον Αντ. Σαμαρά και ο Αναπληρωτής Υπουργός Αγροτικής Ανασυγκρότησης υπήρξε, επίσης, υψηλόβαθμο στέλεχός της. Τρία μέλη της, τέλος, είχαν συμμετάσχει, καταλαμβάνοντας τις ίδιες ακριβώς θέσεις, και στην υπηρεσιακή εκλογική κυβέρνηση υπό τον Π. Πικραμμένο, ενώ ο Αναπληρωτής Υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων χρημάτισε δύο φορές, το 2007 και το 2009, υπηρεσιακός Υπουργός Εσωτερικών, αντικαθιστώντας τον Πρ. Παυλόπουλο.
(Ο Θανάσης Γ. Ξηρός είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΣΕΙ-ΣΣΕ)