Προσέγγιση πρώτη: Ιατρική – υγειονομική
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα, με αρχικές έστω, ή κατά καιρούς επιμέρους διαφωνίες ως προς ειδικά ζητήματα ομοφωνεί ως προς την ταχύτητα διάδοσης της νόσου COVID-19, τις δυνατότητες μετάλλαξης της, την επικινδυνότητα της, καθώς και ότι τα μόνα μέσα που μέχρι σήμερα διαθέτουμε για την προστασία μας είναι του εμβολιασμού, της τήρησης μέτρων από τον συνωστισμό μεταξύ μας (π.χ. μάσκα, αποστάσεις κ.α.). Αυτά μέχρι να ευρεθεί το κατάλληλο φάρμακο.
Δεν δικαιούμαι να προσθέσω ή να αναιρέσω βέβαια το παραμικρό, από το βίωμα μου όμως, που είναι και βίωμα πολλών, γνωρίζω την οδύνη φιλικών προσώπων που έχασαν τον άνθρωπο τους από τη νόσο αυτήν, ή την οδυνηρή εμπειρία άλλων που διασώθηκαν από το θάνατο, έζησαν όμως μακρά και επώδυνη και όχι πάντα απαλλαγμένη από συνέπειες την αποκατάσταση τους.
Προσέγγιση δεύτερη: Πραγματολογική – κοινωνική
Στα μέτρα που πρότειναν παγκοσμίως οι αρμόδιοι υγειονομικοί φορείς (Π.Ο.Υ. κα) αλλά και στην Ελλάδα (Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων, Εμβολιασμού και Βιοηθικής) και παρα τις επιμέρους διαφωνίες μεταξύ τους ως προς δευτερεύοντα κυρίως ζητήματα, τα μέτρα αυτά τηρήθηκαν σε μεγάλο-μέγιστο μέρος του πληθυσμού με τη συνδρομή κυβερνητικών αποφάσεων και τη καταφατική στάση της αντιπολίτευσης ως προς την τήρηση των μέτρων.
Ωστόσο ως προς τον εμβολιασμό, πολύ δε περισσότερο ως προς την υποχρεωτικότητα του υπήρξε σε μεγάλο μέρος του πληθυσμού εναντίωση, που εκφράστηκε τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο (συγκεντρώσεις, δηλώσεις, σχόλια σε διαδίκτυο κ.α.).
Αιτίες μεταξύ άλλων: η διαχρονική προκατάληψη των ανθρώπων να αποδεχτούν κάτι το νέο, το διαφορετικό καθώς και οι ιδεοληψίες τους για λόγους θρησκευτικούς κυρίως, που ενισχύονται από την μέχρι πριν από λίγο χρόνο άρνηση της Εκκλησίας να διατυπώσει με σαφήνεια και θάρρος, ως όφειλε, την ανάγκη της αποδοχής των μέτρων προστασίας από τους πιστούς και πολύ περισσότερο την ανάγκη εμβολιασμού τους. Αντ’ αυτού άλλοι ιεράρχες και πολλοί από τον κατώτερο κλήρο σηκώνουν μεσαιωνικά μπαϊράκια, άλλοι όμως, επικαλούμενοι έστω θεολογικού χαρακτήρα επιχειρήματα, συνιστούν τον εμβολιασμό στους πιστούς.
Κοντά στη στάση της εκκλησίας και η δράση ομάδων ακροδεξιών, εθνικιστικών, παραθρησκευτικών κ.α. με παραληρηματικό λόγο, τις οποίες βλέπουμε στους τηλεοπτικούς δέκτες μας, ή και σε σειρά δημοσιευμάτων σε εφημερίδες ή sites (μεταξύ άλλων το ΒΗΜΑ 18 και 25.07.2021, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ Π. Μανδραβέλη 18.07.2021, Εφ.Συντ. 18.07.2021 κ.α.). Τα κατάδηλα αυτά στοιχεία αφαιρούν το δικαίωμα, μεταξύ των άλλων, από δημοσιολογούντες αλλά και από κάποιους διανοούμενους, οι οποίοι, ασκώντας βεβαίως δικαίωμα, από άλλη σήμερα ιδεολογική – πολιτική πλατφόρμα από αυτήν που βρισκόνταν δεν παύσουν να υποστηρίζουν ότι οι αρνητές του εμβολιασμού συνδέονται δήθεν μεταξύ των δυο πολιτικών άκρων και κατά τη συνήθη πλέον εμμονική σκέψη τους με την αξιωματική αντιπολίτευση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρνητές σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Το γεγονός βέβαια ότι τόσο ο Αλ. Τσίπρας, όσο και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ Π.Σ. παύουν να καλούν τους πολίτες να εμβολιαστούν (βλέπετε και πρωτοσέλιδα ‘’χτυπήματα΄΄ την ΑΥΓΗ 28.07.2021 και ΕΠΟΧΗ 10-11/07.2021).
Πέραν όμως αυτών βαρύνει ιδιαίτερα την κυβέρνηση η ευθύνη, επειδή επαναπαύθηκε στα θετικά αποτελέσματα της πρώτης περιόδου από την εμφάνιση του κορονοϊού και τη μικρή διάδοσή του σε σύγκριση με άλλες χώρες, και εξαντλήθηκε στην ενημέρωση των πολιτών μέσω των Μ.Μ.Ε. ή sites που επέλεξε και με το αζημίωτο βέβαια.
Σ’ αυτά να προστεθούν και η προσποιητή ή σκόπιμη επιβλητική στάση του Πρωθυπουργού με εμφανίσεις του (εν μέσω διάδοσης του ιού) σε διάφορα μέρη, καθώς και οι δηλώσεις του, όπως ότι το καλοκαίρι αυτό θα είναι κανονικό, ή το 70% του πληθυσμού θα εμβολιαστεί μέχρι τον Ιούλιο, ή δηλώσεις υπουργών, ότι τώρα βγαίνουμε από την πανδημία.
Με την τακτική αυτή της κυβέρνησης δεν ακυρώθηκε μόνο εν πολλοίς η αποτελεσματικότητα του λεγόμενου επιτελικού κράτους, αλλά αναδείχτηκε και η κομματική ιδιοτέλεια του κυβερνητικού κόμματος να μην βρεθεί σε αντίθεση με όσους όπως παραπάνω αναφέρονται, επειδή εκτιμά ότι ανήκουν στο πολιτικό της ακροατήριο.
Αυτό φαίνεται και από την αμφίσημη στάση της απέναντι στους διαδηλωτές – αρνητές του εμβολιασμού, καθώς και στις αντιφατικές αποφάσεις της ανοίγω-κλείνω, απαγορεύω – αίρω την απαγόρευση κ.α.
Χαρακτηριστική μάλιστα είναι η στάση της κυβέρνησης ως προς τον υποχρεωτικό εμβολιασμό εκπαιδευτικών.
Έτσι, ενώ υπουργοί προανήγγειλαν, ότι θα αποφασιστεί και ο εμβολιασμός αυτής της κατηγορίας, η προφανής αντίδραση των φιλικών προς την κυβέρνηση δυνάμεων στον χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης οδήγησε τον Πρωθυπουργό να διαφοροποιήσει τη στάση του στη Βουλή.
Κατά συνέπεια, ενώ φαίνεται να καταφεύγει στον «δικαιωματισμό» κατά τον ειρωνικό χαρακτηρισμό της κυβέρνησης και φιλικών προς αυτήν νομικών ιδίως επιστημόνων, καταγγέλλει την αξιωματική αντιπολίτευση ότι υπερασπίζεται αυτούς.
Τρίτη προσέγγιση : Δικαιωματική – θεσμική
Γίνεται διάκριση μεταξύ ανεμβολίαστων εν γένει και αρνητών στον εμβολιασμό, από τους οποίους δεν είναι λίγοι που στηρίζουν την εναντίωση τους, στην παραβίαση της ατομικότητας τους, τον αυτοπροσδιορισμό τους, γι’ αυτό και θεωρούν τον υποχρεωτικό εμβολιασμό, ότι προσβάλλει το προστατευτέο αυτό δικαίωμα τους.
Διευκρινίζεται βέβαια ότι με την ανάγκη του υποχρεωτικού εμβολιασμού επουδενί νοείται η παρά το Σύνταγμα βίαιη προσαγωγή των αρνητών σε εμβολιαστικό κέντρο, αλλά νοείται ο έμμεσος εξαναγκασμός τους με την αποστέρηση σειράς δικαιωμάτων ή ωφελημάτων τους.
Γι’ αυτό εκτιμώ ότι είναι αναγκαίο να γνωρίζουν όλοι, περισσότερο οι αρνητές του εμβολιασμού, πολύ δε περισσότερο του υποχρεωτικού, τι διδάσκει η ιστορική εξέλιξη αυτού και η νομική δικαική πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί ως προς το ζήτημα αυτό, αφού διατυπωθεί μια εξηγήσιμη αντιφατική στάση των πολιτών κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή και ανεξάρτητα από αυτήν.
Έτσι, ενώ έχουν δεχτεί όλοι-όλες –με εξαιρέσεις έστω – τα μέτρα που επιβλήθηκαν – και δεν τα επέλεξαν οι πολίτες – για αυστηρό περιορισμό της μετακίνησης τους, για αποστέρηση της από επισκέψεις σε οικείους ή την οργάνωση κοινωνικών συναναστροφών και θεαμάτων ακροαμάτων, την απόλαυση άλλων πολιτιστικών αγαθών, που σημαίνει ότι οι αρνητές του εμβολιασμού στις περιπτώσεις αυτές ή και άλλες δεν εκτιμούσαν ότι προσβάλλεται το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού τους, στην περίπτωση του υποχρεωτικού εμβολιασμού εμμένουν στην άρνηση τους.
‘Η και πριν από τη κατ’ ανάγκην λήψη των μέτρων κατά του COVID-19, δεχόμενοι όλοι την υποχρέωση να φορούν κράνοι οδηγοί δίτροχων, ζώνη οι οδηγοί αυτοκινήτου, ή να μην αναπτύσσουν υπερβολική ταχύτητα και οι δύο αυτές κατηγορίες, η ακόμη να μην καπνίζουμε σε κλειστούς χώρους κοινωνικής συναναστροφής ή να επιδεικνύουμε βεβαίωση εμβολιασμού ή τεστ, προκειμένου να ταξιδεύουμε, εναντιώνονται πολλοί στον υποχρεωτικό εμβολιασμό.
Στα παραπάνω να προστεθεί ότι αγνοείται φαίνεται η ιστορική εξέλιξη του υποχρεωτικού εμβολιασμού σε περιπτώσεις πανδημιών ή προς αποφυγή αυτών, όπως από 1936 για το δαμαλισμό – και τότε σκληρή ήταν η αντίθεση της εκκλησίας με την πάροδο δε του χρόνου, κατά του τύφου, της πολυομυελίτιδας, της φυματίωσης, της μηνιγγίτιδας κ.α. αλλά και αργότερα με τα Π.Δ. 201/1998 και εν συνέχεια το Π.Δ. 79/2017 απαιτούταν η προσκόμιση ατομικού δελτίου υγείας για την εγγραφή παιδιών σε νηπιαγωγεία, βρεφονηπιακούς σταθμούς κ.α.
Γενικότερα ως προς τη συνύπαρξη των πυλώνων του αυτοκαθορισμού του ανθρώπου αφενός, και της υπεράσπισης του δημοσίου συμφέροντος αφετέρου, είναι αρκετή κατά τη γνώμη μου η κατά συνδυασμό αναφορά – πέραν άλλων διεθνών συμβάσεων ή διατάξεων εθνικού δικαίου – η αναφορά του άρθρου 8 παρ. 1 ΕΣΔΑ και των άρθρων 5 παρ. 1 για την προστασία της προσωπικότητας, 21 παρ. 3 για την υποχρέωση του κράτους να μεριμνά για την υγεία των πολιτών, 25 παρ. 4 του Συντάγματος για την εκπλήρωση από όλους του χρέους κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.
Από τον συνδυασμό των άρθρων αυτών προκύπτει αδιαμφισβήτητα, ότι η προστασία του δικαιώματος αυτοπροσδιορισμού κάμπτεται χάριν του δημοσίου συμφέροντος και εν προκειμένω της δημόσιας υγείας, χαρακτηριστική δε είναι η επιταγή του άρθρου 5 του Συνταγματος «καθένας έχει το δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας», αλλά προστίθεται : « .. εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων … ».
Στα θεμελιώδη αυτά κείμενα στηρίχτηκε και η πρόσφατη νομολογία των δικαστηρίων, με σταθερή όμως αναφορά στην ανάγκη τήρησης της θεμελιώδους αρχής της αναλογικότητας του άρθρου 25 Σ. Με άλλα λόγια δεν ιδρύονται μόνο δικαιώματα, αλλά και υποχρεώσεις (Βλ. Μιχ. Σταθόπουλο ΤΑ ΝΕΑ 24.07.2021). Μιλάμε βέβαια για τον κοινωνικοποιημένο άνθρωπο και όχι για τη φαντασιακή εικόνα ροβισνωνικής ύπαρξης.
Σχετικώς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με πρόσφατη απόφασή του στην υπόθεση Vanticka and Otners/2020 κατά της Τσέχικης Δημοκρατίας έκρινε, ότι, χάριν της προστασίας της δημόσιας υγείας, ορθώς αποκλείστηκαν παιδιά από την εισαγωγή τους σε παιδικό σταθμό, επειδή οι γονείς τους αρνούνταν να τα εμβολιάσουν.
Στην Ελλάδα το ΣτΕ με την 2387/2020 απόφασή του απέρριψε προσφυγή γονέων κατά της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου Δράμας, με την οποία απομακρύνθηκαν ανεμβολίαστα νήπια, βρέφη και παιδιά από δομές του Δήμου.
Συναφής και η όλως πρόσφατη απόφαση 133/2021 του ΣτΕ (σε Συμβούλιο), με την οποία απορρίφθηκε αίτηση αναστολής μελών της ΕΜΑΚ, κατά της απόφασης του Αρχηγού της Πυροσβεστικής να μετακινήσει σε άλλες θέσεις όσους αρνούνταν να εμβολιαστούν.
Πέραν αυτών ωστόσο στον δημόσιο τομέα ισχύουν από χρόνια διατάξεις που δεσμεύουν τόσο τη δημόσια διοίκηση όσο και τους υπαλλήλους της να τηρούν σειρά μέτρων για την ασφάλεια και προστασία της υγείας τους – και όχι μόνον αυτών, προβλέπουν δε ότι η παραβίαση τους θα έχουν συνέπειες για τους υπαλλήλους κατά τις διατάξεις κυρίως στον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα.
Στον ιδιωτικό τομέα με βάση κυρίως το άρθρο 662 Α.Κ. και το Ν. 3850/2010, ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, ειδικότερα δε προβλέπεται μάλιστα ότι σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος απαιτείται να είναι εφοδιασμένος ο εργαζόμενος με πιστοποιητικό υγείας.
Κατά συνέπεια δεν αντιλαμβάνομαι τις αντιδράσεις ή αντίθετες αποφάσεις για την απαίτηση – ανάλογα πάντα με τον επιδιωκόμενο σκοπό να είναι εφοδιασμένος ο πολίτης με σχετικές βεβαιώσεις εμβολίου, ή τεστ, όταν μάλιστα η Αρχή Προστασίας Δεδομένων δεν έχει διατυπώσει αντίθετη γνώμη.
Έτσι οι εργαζόμενοι που θέλουν να προστατεύσουν τη θέση εργασίας τους στον ιδιωτικό τομέα, δεν πρέπει να λησμονούν, ότι, με βιασύνη ο Ν. 4623/2019 της Κυβέρνησης κατάργησε τον Ν. 4611/2019 της προηγούμενης, που καθιέρωσε την ανάγκη ύπαρξης σπουδαίου λόγου για τη νομιμότητα απόλυσης εργαζομένων, και σαν να μην αρκούσε η κατάργηση αυτή, δρα πλέον καταλυτικά σε βάρος τους ο πρόσφατος περί την εργασία νόμος του Κυρ. Μητσοτάκη, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι, αν απολυθεί ο εργαζόμενος και υποτεθεί ότι κριθεί άκυρη η απόλυση του (όσοι νομικοί ασχολούνται με το αντικείμενο γνωρίζουν αν και πόσες πιθανότητες υπάρχουν), αυτός δεν δικαιούται να επαναπροσληφθεί στην εργασία του.
Έχει, δηλαδή, φροντίσει η κυβέρνηση εκ των προτέρων ως προς την εργασιακή τύχη όσων αρνηθούν να εμβολιαστούν.
Σχετικά καταθέτω όλως πρόσφατη επαγγελματική εμπειρία:
Καθηγήτρια και δασκάλα μεγάλου ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου, μας δήλωσαν ότι αρνούνται ή έχουν πολλούς ενδοιασμούς για να εμβολιαστούν, αλλά υπάρχουν σχετικές διαμαρτυρίες γονέων παιδιών που φοιτούν στο σχολείο αυτό, και ερώτησαν αν προστατεύονται από το νόμο.
Ερώτημα, όχι βέβαια για δυνατούς, αλλά για υπεύθυνους λύτες.
Η απάντηση μας κάθε άλλο παρα πρόσφερε χαρά στις επισκέπτριες μας, εφόσον αυτή μάλιστα συνοδευόταν με το τι ισχύει και όχι με το τι θέλαμε να ισχύει.
Ιδού και η διαφοροποίηση εκ των πραγμάτων του Πρωθυπουργού, αν και αυτή δεν δηλώθηκε, μεταξύ εκπαιδευτικών, δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Αυτά νομίζω ότι πρέπει να γνωρίζουν οι εργαζόμενοι για την στήριξη της θέσης εργασίας τους, ανεξάρτητα αν δεν είναι η επιθυμητές οι σχετικές ρυθμίσεις, και ας μην αγνοούν, ότι σε κάθε περίοδο κρίσης υπάρχουν εκείνοι που εμπορευματοποιούν την ανάγκη υπεράσπισης, είτε της υγείας, είτε της εργασίας, είτε άλλων αγαθών.
Τέταρτη προσέγγιση: πολιτική.
Η κυβέρνηση από την αρχή της πανδημίας θέλησε να υπερασπιστεί αποκλειστικά το δικό της κύρος και να πιστωθεί την αντιμετώπιση αυτής, αγνόησε δε την αντιπολίτευση και ιδίως την αξιωματική στις προτάσεις ή εκκλήσεις της να συγκλίνουν σε μια σειρά επιλογών, για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση διασποράς της νόσου ή και τη στήριξη του συστήματος της δημόσιας υγείας.
Έτσι αντιπαραθετική και χωρίς συναινετικές κινήσεις, αλλά με επινοημένες μάλιστα καταγγελίες κατά της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν η κατάθεση στη Βουλή σχεδίου νόμου για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό.
Είχε προηγηθεί ο Ν. 4675/2020, με τον οποίο δόθηκε εξουσιοδότηση στον Υπουργό Υγείας για έκδοση απόφασης για υποχρεωτικό αλλά στοχευμένο εμβολιασμό ομάδων πολιτών, επιπλέον όμως, με τις χθεσινές εξαγγελίες της κυβέρνησης εξειδικεύτηκε η νομοθετική πρόβλεψη για εμβολιασμό του προσωπικού των τομέων υγείας, προσφοράς υπηρεσιών σε οίκους ευγηρίας, σε ανάπηρα άτομα, ή βρεφονηπιακούς σταθμούς.
Ωστόσο πιστεύω ότι η αντιπολίτευση, ιδίως δε η αξιωματική, έπρεπε να αποφύγει την σκόπιμη πρόκληση της κυβέρνησης να καταθέσει προς ψήφιση καθυστερημένα στη Βουλή προσθήκη, με την οποία προβλεπόταν, ότι με υπουργική απόφαση θα ήταν δυνατή η επέκταση του υποχρεωτικού εμβολιασμού, αν απαιτούνταν, και σε άλλες κατηγορίες πολιτών και να λάβει μάλιστα υπόψη, ότι και η υπουργική απόφαση, όσο βέβαια και το προεδρικό διάταγμα (βλ. Π.Δ. 79/2017) θεωρούνται παγίως από το ΣτΕ τυπικές διατάξεις που παράγουν έννομες συνέπειες εκτός και αν κριθούν αντισυνταγματικές.
Αντίθετα πιστεύω, ότι η Ανανεωτική Αριστερά, ως παραταξη ευθύνης και κοινωνικής αλληλεγγύης(Βλ. Κυρ. Δοξιάδη Εφ. Συντ 27.07.201), θα μπορούσε να καταγγείλει την συνήθη τακτική της κυβέρνησης να καταθέτει στη Βουλή τροπολογίες την τελευταία στιγμή προς ψήφιση, να έχει όμως διαφορετική από αυτή που αποφάσισε στάση στην ψηφοφορία και να αναλάβει αυτή την ευθύνη υπεράσπισης εν τοις πράγμασι την υγεία των πολιτών με την παράλληλη αξιοποίηση όλου του πολιτικού προσωπικού της, ώστε να πεισθούν αυτοί να εμβολιαστούν, για να αποφευχθεί σε κάθε περίπτωση στο μέτρο του εφικτού ή αναγκαίου η σχετική υποχρέωση τους.
( Ο Αντώνης Ρουπακιώτης είναι Δικηγόρος, πρώην υπουργός)