Όταν αναμειγνύεις σε συμβολικό επίπεδο την εκπαίδευση με την καταστολή, τότε στον όρο «μεταρρύθμιση» προστίθεται στην αρχή του ένα μεγάλο «αντί».
Όταν συμβαίνουν τόσα πολλά και σοβαρά πράγματα στη σύγχρονη πραγματικότητα ο πειρασμός να τα σχολιάσουμε είναι μεγάλος, ωστόσο, είναι ίσως προτιμότερο να μιλάμε ή να γράφουμε για όσα γνωρίζουμε (ή έτσι νομίζουμε) καλύτερα. Με γνώμονα αυτή την ίσως απλοϊκή διαπίστωση, δεν θα αποφύγω λοιπόν τον πειρασμό να καταπιαστώ με τις εξελίξεις στην παιδεία, χωρίς να έχω υπάρξει λειτουργός στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά ως ένας πολίτης του ελληνικού κράτους που έχει γίνει κοινωνός -κυρίως ως φοιτητής προπτυχιακού, μεταπτυχιακού, διδακτορικού- της δουλειάς που γίνεται στα πανεπιστήμια της Ελλάδας και του εξωτερικού, έχει προετοιμάσει μαθητές της Γ΄ λυκείου όλων των επιπέδων, δημόσιων και ιδιωτικών σχολείων, για να εισαχθούν σε ΑΕΙ και ΤΕΙ, έχει παρέμβει ως προσκεκλημένος σε μεταπτυχιακά σεμινάρια, αλλά κυρίως γιατί αγωνιά για τη δημόσια εκπαίδευση όλων των βαθμίδων.
Τα βασικά επίδικα στο πρόσφατο νομοσχέδιο που κατέθεσε η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αφορούν στο ζήτημα των «αιώνιων» φοιτητών, στη βάση εισαγωγής στις πανεπιστημιακές σχολές και στη φύλαξη των χώρων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από ειδικούς φρουρούς της Ελληνικής Αστυνομίας. Και τα τρία αυτά ζητήματα που θίγει το νομοσχέδιο, με έμφαση στο πρώτο και εμφανώς στο τρίτο, έχουν προσλάβει, με ευθύνη κυρίως της κυβέρνησης, χαρακτήρα ιδεολογικών συμβόλων, χωρίς βέβαια να λείπουν οι υπερβολές από τους πολέμιους της συγκεκριμένης «μεταρρύθμισης». Το παραπάνω σχόλιό μου δεν θα ήταν ετεροβαρές, αν δεν υπήρχαν οι πριν και οι μετά τις 7 Ιουλίου 2019 δηλώσεις διακεκριμένων στελεχών της κυβερνώσας παράταξης, που παλαιότερα θα θεωρούνταν ξένο σώμα στο κόμμα που ίδρυσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και αυτή τη στιγμή έχουν αναλάβει από τα πιο σημαντικά υπουργικά χαρτοφυλάκια, που δαιμονοποιούσαν, άμεσα ή έμμεσα, την υποτιθέμενη ιδεολογική επικράτηση των αριστερών ιδεών στην κοινωνία με «άντρο» το ελληνικό πανεπιστήμιο.
1. Το ζήτημα των «αιώνιων» φοιτητών, που η κυβέρνηση θέλει να τους εξαλείψει με το ν+2-όπου «ν» τα προβλεπόμενα χρόνια σπουδών συν 2 ακόμη για την απόκτηση του πτυχίου-, κατά τη γνώμη μου είναι αμιγώς επικοινωνιακού χαρακτήρα, αφού οι «αιώνιοι» φοιτητές δεν επιβαρύνουν σε τίποτε την εύρυθμη ακαδημαϊκή λειτουργία των ανώτατων ιδρυμάτων.
α. Ξεκινάω με κάτι που φαντάζει ασήμαντο, αλλά χρησιμοποιείται τακτικά ως επιχείρημα: η επίκληση της συσσώρευσης ανενεργών φακέλων «αιώνιων» φοιτητών. Μόνον ως παραδρομή ακούγεται στην εποχή της μηχανοργάνωσης και της ψηφιοποίησης των αρχείων, γεγονός που εκθέτει αυτούς που το επικαλούνται.
β. Η πίεση για επίσπευση των σπουδών αποτελεί σύμπτωμα που μπορεί να έχει αποτέλεσμα μια«μέτρια» αριστεία, η οποία θα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για συνεχή ανασφάλεια και ανάγκη ανέλεγκτης «επικαιροποίησης» προσόντων στο άμεσο μέλλον μετά την ολοκλήρωση των σπουδών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα φοιτητικά χρόνια, εκτός από την επαφή και την εμπέδωση γνωσιακών δεξιοτήτων υψηλού επιπέδου, αποτελούν ταυτόχρονα μια περίοδο ζύμωσης κατά την οποία οι νέοι άνθρωποι επιλέγουν τις ιδέες τους και τη μέθοδο για να σφυρηλατήσουν το όραμα -επαγγελματικό, κοινωνικό, προσωπικό- για τη ζωή τους.
γ. Το πιο σημαντικό όμως είναι η στέρηση από συμπολίτες μας οι οποίοι κατάφεραν να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο στα 18 τους, αλλά για διάφορους λόγους επέλεξαν ή κυρίως αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν προσωρινά τις σπουδές τους, το δικαίωμα για μια δεύτερη ευκαιρία και επανεκκίνηση, σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο μάλιστα που έχει εξιδανικεύσει τη διά βίου μάθηση.
Συνδέοντας το παραπάνω ζήτημα με το δεύτερο επίδικο, που είναι η βάση εισαγωγής, αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι κάποιοι «αιώνιοι» φοιτητές είχαν επιτύχει πολύ υψηλές βαθμολογίες για να εισαχθούν σε κάποια σχολή και για τους δικούς τους λόγους «περιπλανήθηκαν» μέχρι να επιστρέψουν στις σπουδές τους. Αυτά τα δυνατά και άριστα μυαλά μπορούμε στα 25 τους, π.χ., να τα καταδικάσουμε μόνο και μόνο επειδή δεν συμμορφώθηκαν με μια λογική που θέλει τους νέους ανθρώπους να αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως κρίκους μιας «μεταφορντικής» αλυσίδας; Καταργώντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα κοινωνικής κινητικότητας με την οποία είναι ταυτισμένο μεταπολεμικά και κυρίως μεταπολιτευτικά το ελληνικό πανεπιστήμιο.
2. Σχετικά με την αναπροσαρμογή προς τα πάνω της βάσης εισαγωγής τα αντεπιχειρήματα είναι βεβαίως πιο δύσκολο να βρεθούν και η συνθήκη πιο περίπλοκη.
α. Η εισαγωγή σε πανεπιστημιακά τμήματα με εξαιρετικά χαμηλή βαθμολογία μόνο αδιέξοδη μπορεί να χαρακτηριστεί. Οι λόγοι, πολλοί. Ο βασικότερος όμως είναι ότι οι εισακτέοι με βαθμολογία κάτω του 10 δύσκολα θα μπορέσουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους σε τμήματα όπου το διδακτικό προσωπικό παραμένει υψηλού επιπέδου, ενώ ταυτόχρονα εκ των αναγκών γίνονται εκπτώσεις στην αντιμετώπιση που υποβαθμίζουν το επίπεδο σπουδών και των εδραιωμένων γνώσεων και δεξιοτήτων.
β. Από την άλλη, πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός ότι η πληθώρα προσφοράς σχολών σχετίζεται με τις τοπικές οικονομίες, αφού, από το τέλος της δεκαετίας του 1990 και τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του αιώνα μας, πολιτικές κυρίως σκοπιμότητες οδήγησαν σε αυτό το διογκωμένο «φύτρωμα» ανώτερων και ανώτατων σχολών ανά την επικράτεια. Επιπλέον, και σε σχέση με το παρακάτω σχόλιο, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για τους πανεπιστημιακούς που μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους αν πολλά τμήματα κλείσουν λόγω έλλειψης ζήτησης σε σχέση με τη βάση εισαγωγής και της προσφοράς από ιδιωτικά εκπαιδευτήρια.
γ. Θα πρέπει πάντως να επανεξεταστεί το ζήτημα της διαβάθμισης σε μεταλυκειακές, ανώτερες και ανώτατες σχολές. Η συγχώνευση των Α-ΤΕΙ με τα ΑΕΙ που έκανε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι άνοιξε περαιτέρω τον ασκό του Αιόλου. Ακόμη κι αν οι βάσεις των όμοιων τμημάτων εναρμονιστούν, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι όλοι-με την έννοια του καθολικού- πρέπει να έχουν πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα και θα ευνοήσει το ευρύτερο σχέδιο, που φαίνεται να είναι ότι όσοι δεν περνούν στο πανεπιστήμιο ή δεν καταφέρνουν να το τελειώσουν θα οδηγούνται στα αμφίβολης αξιοπιστίας κολλέγια, τα πτυχία των οποίων θα συναγωνίζονται αυτά των μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της χώρας.
3. Το τρίτο και πιο «θορυβώδες» επίδικο αφορά στην παρουσία σταθερών αστυνομικών δυνάμεων φύλαξης στους πανεπιστημιακούς χώρους, στη λεγόμενη πανεπιστημιακή αστυνομία. Έστω κι αν δεχτούμε να προσπεράσουμε τους ιστορικούς συνειρμούς για γεγονότα που οι νέοι άνθρωποι δεν έχουν ζήσει αλλά αξίζει να τα γνωρίζουν και, ταυτόχρονα, αξιολογώντας σύγχρονα γεγονότα, όπως το απολύτως καταδικαστέο με τη διαπόμπευση του πρύτανη της ΑΣΟΕΕ ή η ανάρτηση πανό που προσβάλλει με χυδαίο τρόπο τη μνήμη του Παύλου Μπακογιάννη -γεγονότα που ρίχνουν νερό στον μύλο των εισηγητών και υπέρμαχων του νομοσχεδίου, η συγκεκριμένη απόφαση δεν στηρίζεται σε καμιά λογική. Γιατί:
α. Το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο επαρκεί για την αντιμετώπιση παραβατικών πράξεων που μπορεί να λάβουν χώρα εντός των χώρων των πανεπιστημίων. Αν υπάρχει ανάγκη ενίσχυσης της φύλαξης, ας δημιουργηθεί μια ανανεωμένη υπηρεσία που θα υπάγεται και θα λογοδοτεί στην πρυτανεία και τη σύγκλητο των πανεπιστημίων, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα το αυτοδιοίκητο των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Το επιχείρημα ότι αυτό συμβαίνει στο εξωτερικό είναι έωλο και παραπλανητικό, στα όρια του fakenews. Χώρια που η αστυνομία έχει ήδη πολλή δουλειά να κάνει έξω από τα πανεπιστήμια.
β. Οι οικονομικοί πόροι -το κόστος εκτιμάται στα 30.000.000 ευρώ- που θα δεσμευτούν για τη δημιουργία και λειτουργία αυτού του σώματος θα μπορούσαν να διατεθούν για τις μεγάλες ακαδημαϊκές και διοικητικές ανάγκες που έχουν, έπειτα από δέκα χρόνια σκληρών πολιτικών λιτότητας,τα ελληνικά πανεπιστήμια, έχοντας παρ’ όλα αυτά διατηρήσει με την άοκνη προσπάθεια των πανεπιστημιακών δασκάλων και των διοικητικών υπαλλήλων το υψηλό επίπεδο παροχής σπουδών και υπηρεσιών.
γ. Η δημιουργία ενός τέτοιου σώματος με το καθεστώς των ειδικών φρουρών εγκυμονεί πολλούς κινδύνους και δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Τα σώματα ειδικών φρουρών δεν έχουν την εκπαίδευση -επιχειρησιακού, μορφωτικού και κοινωνικού χαρακτήρα- των αστυνομικών που εισάγονται με τις πανελλήνιες εξετάσεις στις αστυνομικές σχολές. Ο τρόπος που επιλέγονται οι υποψήφιοι στο σώμα ειδικών φρουρών αφήνει οσμή «πελατειασμού», ενώ ταυτόχρονα ως ένα από τα βασικά προσόντα θεωρείται η θητεία στις ειδικές δυνάμεις. Μπορεί κάποιος, έστω και καθ’ υπερβολή, να μιλήσει για «ειδικό στρατό» μέσα στα πανεπιστήμια. Πολλώ δε μάλλον όταν εκ των υστέρων η υπουργός Παιδείας ανήγγειλε ότι το ειδικό αυτό σώμα θα επιχειρεί προληπτικά, και ο υπουργός παραδέχθηκε ότι θα φέρουν όπλα και θα υπάρχει δομή αστυνομικού τμήματος σε κάθε πανεπιστημιακό χώρο Έχει πάντως τη σημασία του ότι ενώσεις αστυνομικών, όπως και οι περισσότεροι πρυτάνεις, αντιτίθεντο σε αυτό το μέτρο -οι δεύτεροι συνολικά στο νομοσχέδιο-, στοιχείο που ενισχύει την παρότρυνση προς τους αρμόδιους υπουργούς για επανεξέταση του ζητήματος.
Κλείνοντας, δεν θα αποφύγω τον «τελευταίο πειρασμό», αυτόν της πολιτικής αισθητικής. Χωρίς καμιά νοσταλγική και παρωχημένη αίσθηση της πραγματικότητας, η εικόνα της κοινής νομοθετικής πρότασης και εμφάνισης της υπουργού Παιδείας με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, που θεωρούν μεταρρύθμιση αυτή την αλλαγή, ενεργοποίησε πολιτικά και ιδεολογικά αντανακλαστικά που δεν σχετίζονται με ακραίες θέσεις και απόψεις. Η ασφάλεια στα πανεπιστήμια θα πρέπει να είναι αυτονόητη και όλοι να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Ωστόσο, όταν αναμειγνύεις σε συμβολικό επίπεδο την εκπαίδευση με την καταστολή, τότε στον όρο «μεταρρύθμιση» προστίθεται στην αρχή του ένα μεγάλο «αντί».
ΥΓ.: Ο αποκλεισμός από μέσο κοινωνικής δικτύωσης της σελίδας με τις υπογραφές 1.000 περίπου πανεπιστημιακών που αντιτίθενται στο νομοσχέδιο, καθώς και οι διαδικτυακές επιθέσεις σε βάρος τους το μόνο που κάνουν είναι να υπονομεύουν τη δημοκρατία και τον δημόσιο διάλογο.