Ουδείς εχέφρων συμπολίτης μας θα διαφωνήσει ότι εμπλοκές όπως αυτή με τους σαράντα μετανάστες που βρίσκονταν σε νησίδα του Έβρου και άπτονται του διεθνούς δικαίου και της εξωτερικής πολιτικής. Ειδικά με έναν «γείτονα» σαν τον Ερντογάν, απαιτούν λεπτούς χειρισμούς ώστε η χώρα να μην βρεθεί με την πλάτη στον τοίχο τόσο στο ζήτημα της τήρησης των κανόνων του διεθνούς δικαίου, προφυλάσσοντας ταυτόχρονα Έλληνες δημόσιους λειτουργούς από περιπέτειες με το γειτονικό κράτος – ας θυμηθούμε την εξάμηνη ταλαιπωρία των δύο Ελλήνων στρατιωτικών που βρέθηκαν κατά λάθος σε τουρκικό έδαφος και συνελήφθησαν από τις τουρκικές αρχές αναγκαζόμενοι να παραμείνουν κρατούμενοι με την κατηγορία για κατασκοπεία και παράνομη είσοδο στην χώρα. Σε μια τέτοια σύνθετη περίπτωση με συνοριακές και γεωπολιτικές παραμέτρους απαιτείται σύνεση και κυρίως συγκροτημένη στρατηγική που θα ακολουθεί τις πάγιες θέσεις της Αθήνας και θα εναρμονίζεται με την πολιτική της μεγάλης μας οικογένειας της ΕΕ. Από την άλλη πλευρά όμως οφείλουμε ταυτόχρονα με τη φύλαξη των συνόρων μας να είμαστε και θεματοφύλακες των υψηλών ανθρωπιστικών αξιών.
Αντί όλων των παραπάνω τι είδαμε όλες αυτές τις ημέρες και μάλιστα ανήμερα της Παναγίας, όταν όλη η Ελλάδα προσκυνούσε την εικόνα της Μεγαλόχαρης; Έναν υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής να μην ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται, αποδεχόμενος ακόμη και fakenews περί μη ύπαρξης ανθρώπων σε αυτή τη νησίδα του Έβρου και εκδίδοντας ανερμάτιστες ανακοινώσεις που ο πιο καλόβουλος μπορεί να υποστηρίξει ότι είχαν την πολιτική στόχευση της ικανοποίηση ενός ακραίου σε σχέση με τα εθνικά ζητήματα ακροατηρίου, που φυσικά ευδοκιμεί και στην πολιτική περιφέρεια του κ. Νότη Μηταράκη. Στο ίδιο μήκος κύματος πολλοί δημοσιολόγοι και δημοσιογράφοι, διαδικτυακά τρολ, που χλεύαζαν όσους μιλούσαν για παρέμβαση του ελληνικού κράτους στο όνομα του ανθρωπισμού, με πιο ακραία περίπτωση αυτή του κ. Σ. Μ., για τα λεγόμενα του οποίου θα έπρεπε να έχει επιληφθεί η δικαιοσύνη αφού υποπίπτει στο ποινικό και ηθικό αδίκημα της ύβρεως νεκρού και μάλιστα ενός πεντάχρονου παιδιού.
Επιπλέον, για να αντιπαρέλθουν των επιχειρημάτων όλων αυτών που στο διαδίκτυο ζητούσαν την παρέμβαση της ελληνικής κυβέρνησης, εργαλειοποίησαν το εξίσου σοβαρό ζήτημα της δολοφονικής επίθεσης στη Νέα Υόρκη εναντίον του διάσημου συγγραφέα Σαλμάν Ρουσντί, που είναι επικηρυγμένος από όλους του φανατικούς και φονταμενταλιστές μουσουλμάνους, με πρώτο το θεοκρατικό κράτος του Ιράν, ήδη από τη δεκαετία του 1980, για τους «Σατανικούς «Στίχους» του. Επιδόθηκαν σε ένα blamegame επί όλων όσοι πήραν θέση στο ζήτημα υπέρ της διάσωσης των προσφύγων και της ταφής του νεκρού παιδιού, επειδή κάποιοι λίγοι από αυτούς που αυτοπροσδιορίζονται ως δικαιωματιστές έχουν όντως επιλεκτική κρίση στην ανάδειξη θεμάτων που σχετίζονται με τον ισλαμικό εξτρεμισμό είτε σε τοπικό είτε σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά αυτοί δεν είναι οι πολλοί. ΟΙ πολλοί είμαστε όλοι εμείς που θέλουμε να ζούμε σε ένα ευρωπαϊκό κράτος δικαίου που προστατεύει τα σύνορά του και αυτά της ΕΕ, επιδεικνύει ανθρωπισμό και αλληλεγγύη στους κατατρεγμένους και δεν στοχοποιούνται συμπολίτες μας γιατί ζητούν το αυτονόητο που εντάσσεται στον πυρήνα των αξιών μας, ξεχωρίζοντας από καθεστώτα σαν αυτό του Ερντογάν.
Αν κάτι, λοιπόν, θα έπρεπε να έχουμε εμπεδώσει ως γεωγραφικοί κληρονόμοι του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στο επίπεδο της ηθικής και των αξιών, είναι ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή και ο σεβασμός στους νεκρούς. Σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας από τον Τρωικό Πόλεμο, που η ιστορία του μας έχει φτάσει κυρίως με την Ιλιάδα του Ομήρου και το βασίλειο του Κρέοντα στη Θήβα, όπου ο Σοφοκλής μέσω της Αντιγόνης μιλάει για τους νόμους των θεών που είναι πάνω από αυτούς των ανθρώπων, όταν θέλει η κόρη του Οιδίποδα να θάψει τον αδελφό της Πολυνείκη, οι άνθρωποι μέχρι τις μέρες μας, ακόμη και σε εμπόλεμες συνθήκες θάβουν ή ζητούν να θάψουν τους νεκρούς τους επικαλούμενοι τους θεούς και την αποφυγή διάπραξης μία εκ της μεγίστων ύβρεων, αυτή του να αφήσεις άταφο κάποιο νεκρό. Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για ένα παιδί, όπως το πεντάχρονο αγγελούδι που άταφο γαρ δεν έχει καταφέρει να «συναντήσει» ακόμη των φίλο της τον Αϊλάν…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος- ιστορικός)