Οι εκλογές πλησιάζουν και η κυβέρνηση στην προσπάθειά της, να δικαιολογήσει τα πεπραγμένα της, εις βάρος των συνταξιούχων, «αναμασάει» συνεχώς το γνωστό επιχείρημα ότι, δήθεν ο «Νόμος Κατρούγκαλου» (ν.4387/2016) μείωσε δραματικά, τις συντάξεις.
Η εικόνα που παρουσιάζεται, από τα κυβερνητικά στελέχη, δημιουργεί την εντύπωση ότι, η κρίση στην οικονομία και στο ασφαλιστικό, εμφανίστηκαν ως πρόβλημα, το 2015, οπότε και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας.
Φυσικά η κυβέρνηση της ΝΔ, λησμονεί τα πεπραγμένα της περιόδου 2010-2014. Ξεχνά ότι, η χώρα έχασε το 25% του ΑΕΠ της, την εποχή εκείνη, ξεχνά τις περικοπές στις συντάξεις κατά 50% την ίδια περίοδο, το τεράστιο έλλειμα του ΕΦΚΑ, την λεηλασία των αποθεματικών, το PSI, τα δομημένα ομόλογα, τις αντεργατικές παρεμβάσεις στην νομοθεσία (μειώσεις μισθών σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, κατάργηση Σ.Σ.Ε., απελευθέρωση απολύσεων, ελαστικοποίηση της εργασίας κλπ.) και συνεπώς, τις τεράστιες ευθύνες, του πάλαι ποτέ «δικομματισμού», που έφτασε τη χώρα, στην απόλυτη χρεωκοπία.
Ακόμα και έτσι όμως, έχει μια σημασία, με ένα απλό παράδειγμα, να διαλυθεί ένας βασικός μύθος, γύρω από αυτήν την επιχειρηματολογία, περί μειώσεων των συντάξεων, από το ν.4387/2016.
Ας διατυπώσουμε, μια απλή υπόθεση εργασίας.
Αν αύριο το πρωί, ο «νόμος Κατρούγκαλου» καταργηθεί και επιστρέψουμε στο προϋφιστάμενο πλαίσιο (ν.3232/2004), όπως ζητούσε παλιότερα η ΝΔ, ως αντιπολίτευση και όπως ζητούν σήμερα και ορισμένα συνδικάτα, οι νέοι συνταξιούχοι, θα δουν αυξήσεις στις συντάξεις τους;
Η απάντηση θα πρέπει να δοθεί, με ένα παράδειγμα, από την πραγματική ζωή, για να γίνει αντιληπτή, η σπέκουλα της κυβέρνησης της ΝΔ:
Έστω, εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα, βγαίνει στη σύνταξη το 2023.
Ο εργαζόμενος έχει ασφαλιστεί για 40 έτη, ήτοι για 12.000 ημέρες ασφάλισης στο τ. ΙΚΑ, νυν ΕΦΚΑ Μισθωτών, από το 1982. Ο εργαζόμενος είχε ένα σταδιακά αυξανόμενο μισθό, που ανερχόταν στα 1.200 ευρώ από το 2002 μέχρι το 2005, από το 2005 μέχρι το 2009 πήρε μια αύξηση 100 ευρώ και λάμβανε 1.300 ευρώ, πρόλαβε να δει μια ακόμα αύξηση στα 1,400 ευρώ το 2010, για να ξεκινήσει η μνημονιακή «κατηφόρα» από το 2012, οπότε ο μισθός του, μειώθηκε με ατομική σύμβαση, στα 1.000 ευρώ, μέχρι και το2023, όταν και κατέθεσε για σύνταξη, στον ΕΦΚΑ.
Η σύνταξή του υπολογίστηκε με τον «νόμο Κατρούγκαλου» και με συντάξιμες αποδοχές 1.150 ευρώ(ελήφθη υπόψη η 20ετια 2002-2022) και με την εθνική σύνταξη των 413 ευρώ, λαμβάνει σήμερα 988 ευρώ μικτά, κύρια σύνταξη.
Ας πούμε λοιπόν ότι, ο «νόμος Κατρούγκαλου» καταργείται και επανερχόμαστε στον προγενέστερο νόμο, ο οποίος υπολόγιζε τη σύνταξη με βάση τα 5 καλύτερα έτη, της τελευταίας 10ετίας.Στον ίδιο εργαζόμενο λοιπόν, θα λαμβανόταν υπόψη η δεκαετία 2012-2022, όταν και είχε μειωμένες αποδοχές(1.000 ευρώ). Ο προγενέστερος νόμος, ο οποίος δεν έκανε διαχωρισμό σε εθνική και ανταποδοτική σύνταξη, αλλά στηριζόταν σε ένα σύστημα «ασφαλιστικών κλάσεων», έδινε ένα ποσοστό αναπλήρωσης, κοντά στο 90%, συνεπώς στο παράδειγμα αυτό, ο ίδιος εργαζόμενος, με τα ίδια έτη εργασίας ,θα λάμβανε σύνταξη, 900 ευρώ μικτά.
Έτσι με βάση το παράδειγμα, ο εργαζόμενος λαμβάνει σύνταξη 9% χαμηλότερη ή 88 ευρώ μικρότερη σύνταξη, μόνο και μόνο από την εφαρμογή, του προηγούμενου νόμου.
Οι διαφορές στα παραδείγματα είναι ακόμα μεγαλύτερες, στους χαμηλότερους μισθούς των 600 και 700 ευρώ, αφού ο ν.4387/2016 είχε προβλέψει μεγαλύτερα ποσοστά αναπλήρωσης, για εκείνους έχουν χαμηλές αποδοχές και λίγα έτη ασφάλισης, στα πλαίσια της αναδιανομής, σε όφελος των ασθενέστερων στρωμάτων.
Τα συμπεράσματα με βάση τα ανωτέρω, είναι πολύ συγκεκριμένα:
- 1.Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ, που διέλυσαν οικονομία και αγορά εργασίας από το 2010 έως και το 2014, είναι οι πραγματικοί υπαίτιοι, για τις παρεμβάσεις στις συντάξεις, όχι μόνο μέχρι το 2014, αλλά και τα χρόνια που ακολούθησαν.
- 2.Με μια οικονομία χρεοκοπημένη, με μια απορυθμισμένη αγορά εργασίας(με υψηλοτάτη ανεργία) και με φυγή 400.000 νέων ασφαλισμένων-εργαζομένων στο εξωτερικό(γεγονός που επηρεάζει δραστικά, τον λόγο εργαζομένων προς συνταξιούχους) είναι αδύνατο, οι συντάξεις να διατηρηθούν, στα προ μνημονίου επίπεδα.
- 3.Κανένας ασφαλιστικός νόμος, δεν μπορεί να στηρίξει αξιοπρεπείς παροχές-συντάξεις, αν δεν «πατάει» σε καλές και σταθερά αμειβόμενες, θέσεις εργασίας.
- 4.Η ουσιαστική αύξηση του κατώτατου μισθού, η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών, η επαναλειτουργία του ΣΕΠΕ, ο περιορισμός των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η μείωση της ανεργίας, η αλλαγή παραγωγικού υποδείγματος με πάταξη της αισχροκέρδειας, η δίκαιη αναδιανομή του πλούτου, η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και η καταπολέμηση του μεγάλου δημογραφικού προβλήματος(προστασία λαϊκής στέγης, σεβασμός της οικογένειας, ισότιμη πρόσβαση των γυναικών στην αγορά εργασίας κλπ.) είναι απαραίτητες προϋποθέσεις, όχι μόνο για να έχουμε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, αλλά και για να μπορεί να στηριχθεί το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, για να μπορεί τελικά, να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά του, σε συνδυασμό με την κοινωνική του αποτελεσματικότητα.
- 5.Η σταδιακή αποκατάσταση των αδικιών σε μισθούς και συντάξεις, είναι μια πορεία που απαιτεί χρόνο, και ριζοσπαστικές αλλαγές, με διάθεση σύγκρουσης με τα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα που λυμαίνονται την χώρα. Απαιτείται να ανασχεθεί η εργοδοτική αυθαιρεσία, με παράλληλη στήριξη της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Απαιτούνται κανόνες, που θα γίνονται σεβαστοί από όλους.
Για να γίνουν όλα τα παραπάνω, το πρώτο βήμα είναι να φύγει η κυβέρνηση που ιδιωτικοποίησε την επικουρική ασφάλιση (βλ. λειτουργία ΤΕΚΑ), ψήφισε τον αντεργατικό «νόμο Χατζηδάκη», κατήργησε την 13η σύνταξη, έβαλε χέρι στην κινητή και ακίνητη περιουσία των ταμείων και προσέφερε πλήθος αναθέσεων και παχυλούς μισθούς, στα γνωστά «γαλάζια golden boys».
Μια προοδευτική κυβέρνηση, που θα βελτιώσει τους μισθούς και θα ανορθώσει την οικονομία, είναι βέβαιο ότι, θα μπορεί, να χρηματοδοτήσει επαρκώς το ασφαλιστικό σύστημα και να εξασφαλίσει αξιοπρεπείς συντάξεις.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)