Ο πληθωρισμός, η συνεχής δηλαδή αύξηση του γενικού επιπέδου τιμών για μια χρονική περίοδο, είναι ένα από εκείνα τα οικονομικά φαινόμενα που χαρακτηρίζονται ως «βασικά» στην οικονομική επιστήμη. Οι φοιτητές των οικονομικών σχολών μελετούν τον πληθωρισμό από το πρώτο έτος, οι καταναλωτές τον καταλαβαίνουν στην καθημερινότητά τους, και τα οικονομικά επιτελεία των κυβερνήσεων προσπαθούν να τον «τιθασεύσουν».
Το κύριο αποτέλεσμα του πληθωρισμού σε μια οικονομία είναι η μείωση της αξίας του χρήματος με την πάροδο του χρόνου, με αποτέλεσμα αν ο πληθωρισμός επιμένει να αποσταθεροποιεί μία οικονομία, ενώ εάν σε ακραίες περιπτώσεις βαίνει ανεξέλεγκτος, οι οικονομίες να κινδυνεύουν ακόμη και με κατάρρευση.
Η αλήθεια είναι ότι στον 21ο αιώνα ο πληθωρισμός, για τη Δύση, δεν έχει υπάρξει σημαντικό πρόβλημα, σίγουρα όχι ανεξέλεγκτο και ιδίως μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση όχι μόνο δεν υφίστατο ζήτημα πληθωριστικών πιέσεων, αλλά προβλήματα όπως η ύφεση και η αναιμική ανάκαμψη ήταν που προκαλούσαν προβληματισμό. Η πανδημία των δυο τελευταίων ετών διαμόρφωσε μάλιστα ιστορικά πρωτόγνωρες συνθήκες για την παγκόσμια οικονομία σχεδόν σε κάθε επίπεδο.
1. Ο πληθωρισμός στην ΕΕ
Στην Ευρωζώνη ο πληθωρισμός κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού έφτασε στο 3%, σημειώνοντας μάλιστα ρεκόρ δεκαετίας, και αναμενόμενα προκάλεσε ανησυχία στις αγορές αλλά και στα υπουργεία οικονομικών των κρατών – μελών της ΕΕ, ιδίως σε χώρες όπως η Γερμανία, όπου οι παλαιότερες γενιές – αφού για τους σημερινούς 20άχρονους, τη γενιά Z, η έννοια του πληθωρισμού δεν είναι παρά ακαδημαϊκό ή ιστορικό ανάγνωσμα και αναμφίβολα άγνωστη πρακτικά συνθήκη –θυμούνται με τρόμο το φάντασμα του πληθωρισμού του μεσοπολέμου και τη συσχέτιση που, υποσυνείδητα, δημιουργείται με το φασισμό. Την ίδια στιγμή στη χώρα μας, η κατάσταση φαίνεται σταδιακά να γίνεται ανησυχητική, αφού τον Αύγουστο καταγράφηκε για πρώτη φορά έπειτα από χρόνια πληθωρισμός 1,9%1.
Αυτή η άνοδος του πληθωρισμού είναι, μιλώντας όσο πιο απλά γίνεται, αποτέλεσμα μιας απότομης αύξησης της ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών σε σχέση με την διαθέσιμη προσφορά (λόγω του ανοίγματος των οικονομιών μετά την πρώτη χρονιά της πανδημίας). Γενικότερα, όσο πιο σπάνιο είναι (ή γίνεται) ένα προϊόν, τόσο η τιμή του τείνει να ανεβαίνει. Αν και η πανδημία δεν μας έχει αφήσει ακόμα, φαίνεται πως οι πολίτες (όλων των χωρών) σταδιακά επιστρέφουν στις γνωστές τους συνήθειες και στα προηγούμενα καταναλωτικά τους πρότυπα, αφήνοντας πίσω τους ένα «δύσκολο» 2020 και πιέζοντας το παγκόσμιο σύστημα διανομής προϊόντων.
Αποτέλεσμα αυτής της σταδιακής επιστροφής στην κανονικότητα (εν μέσω όμως της έξαρσης της μετάλλαξης Δέλτα, κάτι που μπορεί να αποδειχτεί κομβικής σημασίας), είναι τα εργοστάσια να δυσκολεύονται να καλύψουν τη ζήτηση, να παρουσιάζονται ελλείψεις σε πρώτες ύλες όπως για παράδειγμα η έλλειψη σε μικροεπεξεργαστές που καθυστερεί την παραγωγή πολλών τεχνολογικών προϊόντων και να παρουσιάζονται δυσκολίες στην έγκαιρη αποστολή των εμπορευμάτων. Γενικότερα, κατά τη διάρκεια των δύο ετών της πανδημίας πολλά προϊόντα, σε όλο τον πλανήτη, είναι σε έλλειψη ή σε πολύ υψηλή ζήτηση (όπως το αλεύρι, η χλωρίνη, τα είδη γυμναστικής, webcamsκ.α.), πιέζοντας προς τα πάνω τις τιμές και αυξάνοντας τον πληθωρισμό.
Η κλιματική αλλαγή επίσης παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην άνοδο των τιμών με αρκετούς και διαφορετικούς τρόπους. Για παράδειγμα, η πρωτοφανής ξηρασία στη Βραζιλία, οδηγεί σε παγκόσμια αύξηση της τιμής του καφέ. Παράλληλα, η κατανάλωση φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 7,6% το πρώτο τρίμηνο του 2021 πανευρωπαϊκά, ως συνδυαστικό αποτέλεσμα του αρκετά κρύου χειμώνα και της πανδημίας, που ανάγκασε τους περισσότερους εργαζόμενους να δουλεύουν από το σπίτι, δημιουργώντας έτσι αυξημένη ζήτηση για θέρμανση.Κατ’ επέκταση, συνολικά από τον Ιανουάριο του 2021, η τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 170%, κάτι που φυσικά οδήγησε ως «ντόμινο» και στην αύξηση των τιμών πολλών προϊόντων και υπηρεσιών.
Εικόνα 1 Τιμές φυσικού αερίου €/MWh– Πηγή: TitleTransferFacility (TTF)– Πηγή: TitleTransferFacility (TTF)
Ειδικότερα, και αυτό αφορά το σύνολο της οικονομίας, αυτή η αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου οδήγησε και στην αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος. Η αύξηση της τιμής του ρεύματος, δημιουργεί ιδιαίτερα πληθωριστικές πιέσεις σε κάθε οικονομία, αφού επί της ουσίας αυξάνει το κόστος παραγωγής των προϊόντων και της παροχής των υπηρεσιών, με τη μετακύλιση αυτού του κόστους στον τελικό καταναλωτή να είναι το σύνηθες αποτέλεσμα.
Δεδομένου ότι περίπου το 1/5 των ηλεκτρικών εργοστασίων στην Ευρώπη λειτουργούν με πρώτη ύλη το φυσικό αέριο, του οποίου η τιμή ανέβηκε όπως είδαμε, αρκετές χώρες της Ευρώπης στρέφονται προς τον λιγνίτη για τη συγκράτηση του κόστους παραγωγής του ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα να ακριβαίνει και η τιμή του λιγνίτη, ενώ σε αυτή την περίπτωση πρέπει να υπολογιστούν επιπλέον και τα κόστη δικαιώματος εκπομπής ρύπων, επειδή τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος με λιγνίτη εκπέμπουν διπλάσιο διοξείδιο του άνθρακα σε σχέση με αυτά που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο.
Επιπρόσθετα, οι έντονοι καύσωνες του καλοκαιριού (και στη χώρα μας), οι χαμηλοί άνεμοι των καλοκαιρινών μηνών που δεν ευνοούν τη λειτουργία των ανεμογεννητριών(ένα θέμα που οφείλουμε να το εξετάσουμε και ως χώρα, μετά και την αμφιλεγόμενη επιλογή της απολιγνιτοποίησης μέχρι το 2028) και η προσπάθεια των εργοστασίων να ικανοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση σε προϊόντα (η οικονομική δραστηριότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον ηλεκτρισμό), αύξησαν σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση σε ηλεκτρικό ρεύμα, οδηγώντας σε ένα ράλι ανόδου στις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος σε όλη την Ευρώπη (ενδεικτικά: αύξηση 36% στη Γερμανία, 48% στη Γαλλία και 50% στην Ελλάδα από την αρχή του έτους).
Προφανώς όλα στην οικονομία συνδέονται.
Αν συνυπολογιστεί ότι όλη αυτή η κατάσταση οδήγησε τις χώρες της Ευρώπης να χρησιμοποιήσουν τα ενεργειακά αποθέματά τους, ώστε να καλύψουν την υψηλή ζήτηση που είχαν, αλλά και τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν να τα ανανεώσουν (η Ρωσία δεν έχει κανένα λόγο να μην ικανοποιήσει πρώτα την εσωτερική της ζήτηση, αλλά και να μην «παίξει» το παιχνίδι των αγωγών ώστε να πιέσει για την ικανοποίηση των συμφερόντων της που συνδέονται με τον αγωγό Nord Stream 2) δημιουργείται μια «τέλεια καταιγίδα» πληθωρισμού.
Εδώ αξίζει να σημειωθεί, σε άμεση σύνδεση με το θέμα το πληθωρισμού, ότι η αύξηση του ΑΕΠ κατά 16,2% που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, είναι σε σύγκριση με το β΄τρίμηνο του 2020, την περίοδο δηλαδή του πρώτου lockdown όταν μοιραία η οικονομία είχε (αναμενόμενα λόγω του εγκλεισμού) συρρικνωθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Το 2021 η οικονομία κινήθηκε καλύτερα, αφού πλέον οι περισσότεροι από τους πολίτες εξοικειώθηκαν με τη λειτουργία των ηλεκτρονικών αγορών, επαναλειτούργησε σε μεγάλο βαθμό το λιανεμπόριο και ταυτόχρονα ο φόβος για την πανδημία, σε συνδυασμό με την έλευση των εμβολίων, μειώθηκε σημαντικά. Αποτέλεσμα ήταν να επιστρέψει η ελληνική οικονομία στα επίπεδα του β’ τριμήνου του 2019 μέσα από την αύξηση, κυρίως, της ιδιωτικής κατανάλωσης.
2. Το «φάρμακο» του νεοφιλελευθερισμού στην ασθένεια του πληθωρισμού
Η θεμελιώδης αρχή της Σχολής του Σικάγο, είναι αυτή της απόλυτης αυτορρύθμισης της αγοράς και η προσήλωση στο τρίπτυχο ιδιωτικοποιήσεις – κατάργηση κάθε ελέγχου της αγοράς – μείωση των κρατικών δαπανών/μείωση φορολογίας των επιχειρήσεων. Το μοτίβο είναι γνωστό και πλέον μας φαίνεται πολύ γνώριμο, αφού σε μεγάλο βαθμό το βλέπουμε και στη χώρα μας. Λειτουργεί όμως;
Στη Λατινική Αμερική των δεκαετιών του 70’ και του 80’, το κατεξοχήν πεδίο εφαρμογής και δοκιμών της θεωρίας του νεοφιλελευθερισμού, το πρόβλημα του πληθωρισμού ήταν καίριο (για παράδειγμα, τη δεκαετία του 70’ η Χιλή, επί Πινοσέτ, κατέγραφε πληθωρισμό της τάξης του 200% ενώ τη δεκαετία του 80’, η Βολιβία και η Αργεντινή αντιμετώπιζαν πληθωρισμό της τάξης του 3.000%, που βέβαια είναι επίπεδα υπερπληθωρισμού).Η λύση για την αντιμετώπιση της συνεχούς αύξησης των τιμών, που διέλυε τις οικονομίες της περιοχής ήταν, σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη θεωρία που εφαρμόστηκε, ένα «κοκτέιλ» μέτρων που περιλάμβανε: επιβολή λιτότητας, κατάργηση των επιδοτήσεων, ακύρωση των διατιμήσεων σε διάφορα είδη,μείωση μισθών στο δημόσιο τομέα, πάγωμα νέων προσλήψεων, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, κατάργηση του κράτους πρόνοιας, η εισβολή των ιδιωτών σε αυτό που λέμε «καρδιά του κράτους» κ.ά. Τα αποτελέσματα ήταν απογοητευτικά για το σύνολο των χωρών της Νοτίου Αμερικής,που μέχρι και τις μέρες μας προσπαθούν να ορθοποδήσουν (η κατάσταση στην Αργεντινή είναι ακόμα και σήμερα τραγική, αποτέλεσμα των πειραμάτων του νεοφιλελευθερισμού).
Μάλλον αυτή η λύση δεν λειτουργεί.
3. Ποια είναι η προοδευτική πρόταση;
Η λύση της εξίσωσης του πληθωρισμού είναι ομολογουμένως δύσκολη και δεν είναι απίθανο στο τέλος να μην βρεθεί η ιδανική φόρμουλα. Σκοπός πρέπει να είναι η καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση, τη δεδομένη χρονική στιγμή, που θα στηρίζει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, με άλλα λόγια εκείνα τα τμήματα της κοινωνίας που βρίσκονται σε μεγαλύτερη ανάγκη.
Οι κυβερνήσεις παραδοσιακά χρησιμοποιούν τον έλεγχο των μισθών (τη μείωσή τους δηλαδή) για την καταπολέμηση του πληθωρισμού, αλλά μια τέτοια επιλογή μπορεί να προκαλέσει ύφεση και ανεργία, κάτι βέβαια απευκταίο έπειτα από μια πολυετή διεθνή οικονομική κρίση, που ακολουθήθηκε από μια μέτρια ανάκαμψη και τελικά από μια «βύθιση» των οικονομιών επί πανδημίας και εκτόξευση ελλειμμάτων και χρεών για τη στήριξη επιχειρήσεων, εργαζόμενων και νοικοκυριών. Είναι, εν πολλοίς, το «φάρμακο» που επιφυλάχθηκε από τους Θεσμούς και στην περίπτωση της δικής μας κρίσης δημόσιου χρέους του 2009-2010, με καταστροφικά αποτελέσματα και που ίσως το θυμόμαστε ως «εσωτερική υποτίμηση».
Οι κυβερνήσεις μπορούν επίσης να μειώσουν την προσφορά χρήματος πχ με την αύξηση των επιτοκίων ή τη μείωση των τιμών των ομολόγων ώστε με αυτόν τον τρόπο λιγότερο χρήμα να κινείται στην αγορά, κάτι που θεωρητικά θα μειώσει τις τιμές, αλλά ταυτόχρονα μια τέτοια επιλογή θα πλήξει και την ανάκαμψη αφού το χρήμα θα γίνει ακριβότερο (η περίπτωση των πόρων του Ταμείου Ανάπτυξης δεν είναι απλή και πρέπει να αναλυθεί ξεχωριστά, αφού φαίνεται ότι αποκλείεται η πλειοψηφία των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων).
Το κλειδί όμως για την αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων σε μια οικονομία, είναι ο παράγοντας «χρόνος» αφού διαφορετικά μέτρα έχουν διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
4. Η ελληνική περίπτωση
Ένα ουσιαστικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία είναι αυτό του ιδιωτικού χρέους (δηλαδή τα λεγόμενα «κόκκινα» δάνεια, πολλά εκ των οποίων πουλήθηκαν σε διάφορα ξένα funds, αλλά και οι οφειλές πολιτών και επιχειρήσεων προς το Δημόσιο) με το ύψος του να υπολογίζεται σχεδόν στα 235 δισεκατομμύρια ευρώ35 δισεκατομμύρια ευρώ ή αλλιώς περίπου το 140% του ΑΕΠ της χώρας. Μεγάλο τμήμα αυτού το χρέους δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας και είναι εξαιρετικής σημασίας να ρυθμιστεί, αφού υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα είχε εξαρχής δημιουργηθεί. Συνέπεια αυτού του δυσβάσταχτου ιδιωτικού χρέους, είναι η μείωση του πραγματικού εισοδήματος των πολιτών.
Παράλληλα, στην Ελλάδα παρατηρούνται ιδιαίτερα χαμηλοί μισθοί που έχουν ως αποτέλεσμα οι καταναλωτές να στρέφονται σχεδόν αποκλειστικά σε συγκεκριμένες, φτηνές λύσεις για την κάλυψη των αναγκών τους, εφόσον έχουν πρωτίστως να καλύψουν ένα υπέρογκο ιδιωτικό χρέος (που ενδεχομένως να επιδεινωθεί περεταίρω για κάποιες οικογένειες, μετά και τα αποτελέσματα των πανελληνίων εξετάσεων, που θα οδηγήσει πάνω από 19.000 παιδιά και τις οικογένειές τους στην επιλογή της ιδιωτικής εκπαίδευσης, επιβαρύνοντας επιπλέον τον οικογενειακό προγραμματισμό).
Συνδυαστικό αποτέλεσμα των χαμηλών μισθών και της ανάγκης εξυπηρέτησης του ιδιωτικού χρέους από τα νοικοκυριά (επομένως της μείωσης του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος), είναι η ζήτηση και οι τιμές για ορισμένα φτηνά (ή βασικά)προϊόντα να αυξάνονται δυσανάλογα, κάτι που αφορά σε μεγάλο βαθμό τα προϊόντα διατροφής τα οποία σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ παρουσιάζουν ρυθμό αύξησης τιμών (δηλαδή πληθωρισμό) ίσο με 3%, μεγαλύτερο δηλαδή από τον γενικό μέσο όρο του πληθωρισμού.
Συνεπώς, μια κανονική και όχι μια συμβολική αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με μια σημαντική ρύθμιση ή/και διαγραφή μέρους των ιδιωτικών χρεών (ειδικά αυτών που δημιουργήθηκαν λόγω της πανδημίας),θα αποσυμπιέσει σημαντικά την πίεση στο διαθέσιμο εισόδημα και στις πληθωριστικές πιέσεις στις κατηγορίες προϊόντων που χαρακτηρίζονται ως «βασικά», που σήμερα σημειώνουν πληθωρισμό πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο και θα δώσει την ευκαιρία στους καταναλωτές να στραφούν και σε άλλες επιλογές στο λεγόμενο «καλάθι της νοικοκυράς».
Ταυτόχρονα, στο πεδίο της φορολογίας, η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και στο πετρέλαιο θέρμανσης στα κατώτερα δυνατά όρια (όπως αυτά ορίζονται από την ΕΕ), είναι μια λύση που θα μειώσει άμεσα την τελική τιμή των προϊόντων και των υπηρεσιών και επομένως θα αποσυμπιεστούν οι πληθωριστικές πιέσεις, που οφείλονται στην αυξημένη ζήτηση ή στην έλλειψη προϊόντων και υπηρεσιών και θα ανακουφιστούν άμεσα οι πολίτες. Δεν είναι μυστικό άλλωστε, ότι το υψηλό κόστος των καυσίμων επιβαρύνει το κόστος μεταφοράς όλων των προϊόντων και επομένως την τελική τιμή τους, αυξάνοντας το γενικό επίπεδο του πληθωρισμού. Ας σημειωθεί σε αυτό το σημείο, ότι η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης φέτος αναμένεται να ξεπεράσει το ένα ευρώ το λίτρο, όταν ξεκινήσει η διάθεσή του τον Οκτώβριο, σε σχέση με τα λιγότερα από ογδόντα λεπτά που κόστιζε πέρυσι το λίτρο.
Τέλος, στο πεδίο πάντα της φορολογίας, η πρόταση για κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους ελεύθερους επαγγελματίες, όχι μόνο κινείται στη σωστή και δίκαιη κατεύθυνση, αλλά ταυτόχρονα θα αυξήσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα της οικονομίας και κυρίως το εισόδημα των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων, που είναι αυτοί που κυρίως πλήττονται από τον πληθωρισμό.
Με άλλα λόγια, το «φάρμακο» για τον πληθωρισμό δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι το ίδιο για κάθε οικονομία και για κάθε χρονική περίοδο. Αντίθετα, η ανάγκη να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα άμεσα και δίκαια, πρέπει να οδηγήσει τις κυβερνήσεις να λαμβάνουν τις σωστές αποφάσεις με το βλέμμα στο μέλλον και όχι να εξαντλούν τις πρωτοβουλίες τους στην εύκολη λύση των επιδοτήσεων για ένα μικρό χρονικό διάστημα, που το μόνο που κάνει είναι να «κρύβει το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι».
(Ο Κωνσταντίνος Βαλσαμάκης, ΜΒΑ, MSc, είναι Απόφοιτος Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, μέλος του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ)
1. Το 1,9% είναι ο Γενικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή, δηλαδή ο μέσος όρος του πληθωρισμού διαφόρων ομάδων αγαθών και υπηρεσιών για τον Αύγουστο του 2021 σε σχέση με τον Αύγουστο του 2020. Έτσι, πχ ο πληθωρισμός της ομάδας «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» είναι 3% αλλά ο πληθωρισμός της ομάδας «Ένδυση και υπόδηση» είναι -2,6% (δλδ μείωση των τιμών) κοκ. Προφανώς οι διάφορες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών έχουν διαφορετική βαρύτητα στο μέσο όρο.