«Kάθε τραγωδία είναι μείξη σφαλμάτων και ατυχημάτων… Ουδέποτε το φαινόμενο αυτό απεικονίστηκε εναργέστερα απ’ ό,τι στην ιστορία της ελληνικής αποτυχίας στον πόλεμο». Λόιντ Τζορτζ
Έτσι περιέγραψε ο Βρετανός πρωθυπουργός τη Μικρασιατική Τραγωδία. Δηλαδή την αιματηρή και αμετάκλητη κατάληξη της προσπάθειας του ελληνισμού αφενός να συμμετάσχει στις ευρωπαϊκές διεργασίες αναβαθμίζοντας τη χώρα και αφετέρου να διεκδικήσει τη μερίδα που του αναλογούσε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τα εδάφη της ηττημένης προνεωτερικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αποχωρούσε πλέον οριστικά από την Ιστορία. Να σημειωθεί ότι στις παραμονές του πολέμου (1914) το ποσοστό των Ελλήνων στην περιοχή όπου ιδρύθηκε αργότερα το τουρκικό κράτος κυμαινόταν μεταξύ του 13% και του 20% του συνολικού οθωμανικού πληθυσμού.
Με τη Συνθήκη των Σεβρών (Αύγουστος 1920) η Ελλάδα κατάφερε να διεκδικήσει μόλις το 6% του παλιού κοινού οθωμανικού εδάφους, ενώ περιοχές με σημαντικό ελληνικό πληθυσμό, όπως ο Πόντος, έμειναν εκτός των ρυθμίσεων.
Η έστω και την τελευταία στιγμή (1917) συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων με την ανατροπή της φιλογερμανικής πολιτικής και την έξωση από τη χώρα των φιλογερμανικών κέντρων, επέτρεψε τη συμμετοχή στις μεταπολεμικές διαδικασίες. Έτσι κερδήθηκε η Θράκη (Δυτική και Ανατολική) και υπό όρους η περιοχή της Σμύρνης. Αλλά, παρά την τεράστια διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας, δυόμισι μήνες μετά οι ψηφοφόροι θα ξαναδώσουν την εξουσία στους παλιούς μοναρχικούς, οι οποίοι καθ’ όλη την προεκλογική περίοδο πορεύτηκαν με μια αντιπολεμική άτυπη συμμαχία με το νεαρό ΣΕΚΕ-ΚΚΕ που μόλις είχε ενταχθεί στην Κομιντέρν και υλοποιούσε τις επιταγές της.
Η επιστροφή των παλιών φιλογερμανών στην εξουσία θα έχει δραματικές επιπτώσεις στο μικρασιατικό εγχείρημα. Κατ’ αρχάς θα επιλέξουν συνειδητά να διαρρήξουν τις σχέσεις με τους συμμάχους, παραγνωρίζοντας τις δύο αυστηρές διακοινώσεις τους για τη μη επιστροφή του Κωνσταντίνου στον θρόνο, ενώ ήδη είχαν αποκαθηλωθεί οι ηττημένοι παλιοί του αυτοκρατορικοί σύμμαχοι, ο γυναικαδελφός του Γουλιέλμος Β΄ στη Γερμανία και ο Κάρολος Α΄ στην Αυστροουγγαρία. Οι τρεις συμμαχικές, έως εκείνη τη στιγμή, χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) δήλωναν ξεκάθαρα ότι σε περίπτωση επαναφοράς στον θρόνο του Κωνσταντίνου, τον οποίο θεωρούσαν εχθρό και υπονομευτή της συμμαχικής προσπάθειας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, «…οι τρεις Κυβερνήσεις δηλούσιν ότι επιφυλάσσουσιν εαυταίς πλήρη ελευθερία δράσεως προς διακανονισμόν της καταστάσεως ταύτης».
Παρ’ όλα αυτά, η φιλομοναρχική κυβέρνηση οργάνωσε τη θριαμβευτική επάνοδο του Κωνσταντίνου αναθέτοντάς του την αρχηγία του στρατού. Παράλληλα τοποθέτησε επικεφαλής του στρατεύματος απειροπόλεμα και άχρηστα στελέχη, απομακρύνοντας ικανούς και εμπειροπόλεμους αξιωματικούς. 500 έμπειροι αξιωματικοί απομακρύνθηκαν ως βενιζελικοί ή υποχρεώθηκαν λόγω κλίματος να αποχωρήσουν μόνοι τους. Επανήλθαν από την αποστρατεία 1.500 φιλομοναρχικοί, ενώ στη θέση του ικανού Λεωνίδα Παρασκευόπουλου θα αναλάβει ο ανακληθείς από την αποστρατεία Αναστάσιος Παπούλας και την άνοιξη του 1922 ο μειωμένων ψυχικά ικανοτήτων Χατζανέστης.
Έτσι, εν πλήρει συνειδήσει υποβάθμισαν την ελληνική θέση στον μικρασιατικό πόλεμο και μετέτρεψαν μια διασυμμαχική επιχείρηση σε καθαρό ελληνοτουρκικό πόλεμο με αντίπαλο τους εθνικιστές του Μουσταφά Κεμάλ. Παράλληλα, αμέλησαν παντελώς μετά τις πρώτες ήττες του καλοκαιριού του 1921 να οχυρώσουν την περιοχή της Σμύρνης, μετατρέποντάς τη σε απόρθητο φρούριο κατά τον τύπο της οχύρωσης της Αγκυρας από τον Μουσταφά Κεμάλ.
Εξέθεσαν σε θανάσιμο κίνδυνο τους εναπομείναντες Ελληνες του Πόντου, όταν δημοσίως και προσχηματικά δήλωσαν στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, τον Μάρτιο του 1921, ότι θα οργάνωναν στρατιωτική επέμβαση εκεί, χωρίς να έχουν την παραμικρή τέτοια πρόθεση. Kατάφεραν έτσι να προκαλέσουν τη δεύτερη φάση της Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού, εφόσον ο Μουσταφά Κεμάλ με βίαιο τρόπο εκτόπισε τον ελληνικό πληθυσμό από τον Πόντο προς τα βάθη της Ανατολίας. Επίσης, δεν έλαβαν κανένα μέτρο για την προστασία του άμαχου πληθυσμού της Ιωνίας, ενώ ήταν γνωστό ότι σε περίπτωση αποχώρησης του ελληνικού στρατού θα εσφαγιάζετο από τους κεμαλιστές. Αντιθέτως, μετά την κατάρρευση του μετώπου και πέντε ημέρες πριν εισβάλει ο κεμαλικός στρατός στη Σμύρνη, αποστέλλεται η τελευταία εντολή της μοναρχικής κυβέρνησης με την υπογραφή του πρωθυπουργού Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη: «Εγκρίνετε εμποδισθώσι αναχωρίσωσι Ελληνες Μικρασιάται δι’ Ελλάδα, ακόμα και όταν είναι εύποροι δυνάμενοι αναχωρήσωσι με συνήθη ταχυδρομικά ατμόπλοια». Ως αποτέλεσμα αυτής της αδιαφορίας για τη μοίρα του μικρασιατικού ελληνισμού συνελήφθησαν 150.000 άμαχοι από τα κεμαλικά στρατεύματα, εκ των οποίων μόνο 15.000 άτομα επέζησαν και έφθασαν στην Ελλάδα μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης.
Θα μπορούσαν αυτές οι πράξεις –ανεξάρτητα από την προβληματική στρατιωτική συμπεριφορά– να χαρακτηριστούν ως πράξεις «εθνικής προδοσίας»; Νομίζω ότι η απάντηση είναι αυτονόητη! Οσο και αν οι πολιτικοί και φυσικοί απόγονοι της τότε υπεύθυνης για τα δεινά ηγεσίας επιχείρησαν να την «αθωώσουν» μέσα από παράδοξες και προσβλητικές για την ιστορία του Αρείου Πάγου διαδικασίες.
(Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του ΑΠΘ, συγγραφέας-Το άρθρο είναι αναδημοσίευση από την «Καθημερινή» της Κυριακής)